Του Γιώργου Χ. Παπαγεωργίου
Οι κινητοποιήσεις των αγροτών σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες φέρνουν στο προσκήνιο άλλη μια αποτυχία των πολιτικών της Ε.Ε., ενώ ενισχύουν την προοπτική να εκδηλωθεί στις ευρωεκλογές ισχυρό κύμα αμφισβήτησης και ευρωσκεπτικισμού. Στο βάθος της εικόνας διαφαίνεται και ένα μακροχρόνιο πρόβλημα επισιτιστικής ασφάλειας αλλά και συγκέντρωσης των καλλιεργήσιμων εκτάσεων σε μεγάλες εταιρείες, πολυεθνικές και κρατικά funds.
Οι αγρότες της Ε.Ε. αντιμετωπίζουν ένα διπλό σοκ από την αύξηση του κόστους παραγωγής λόγω ενεργειακής κρίσης και πληθωρισμού, σε συνδυασμό με τους κανόνες για την «πράσινη μετάβαση» της γεωργίας. Η Νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική επιβαρύνει τους παραγωγούς με πρόσθετες δεσμεύσεις και υποχρεώσεις, αυξάνει περαιτέρω το κόστος παραγωγής και απαιτεί επενδύσεις. Ταυτόχρονα, οι ευρωπαϊκές αγορές πλημμυρίζουν από αδασμολόγητες εισαγωγές αγροτικών προϊόντων από την Ουκρανία, λόγω των διευκολύνσεων που έγιναν ύστερα από την επίθεση της Ρωσίας. Και σαν να μην έφτανε αυτό επίκειται και η συμφωνία με τις χώρες της Λατινικής Αμερικής (Mercosur) που θα ανοίξει την Ε.Ε. στα αγροτικά προϊόντα τους, πιέζοντας τις τιμές προς τα κάτω.
Οι υποχρεώσεις των αγροτών για την πράσινη μετάβαση περιλαμβάνουν μείωση των φυτοφαρμάκων κατά 50% μέχρι το 2030, των λιπασμάτων κατά 20%, των αντιμικροβιακών κατά 50%, ενώ πρέπει το 25% της παραγωγής να γίνεται βιολογικά και να τεθεί σε αγρανάπαυση των 10% των καλλιεργήσιμων εκτάσεων.
Οι υποχρεώσεις αυτές αυξάνουν το κόστος και μειώνουν την παραγωγικότητα, ενώ για πρώτη φορά οι επιδοτήσεις δίνονται στους αγρότες υπό την αίρεση ότι καλύπτονται οι «πράσινοι στόχοι», με αυξημένο κίνδυνο οι τελευταίοι να χάνουν τα χρήματα.
Για τις αλλαγές που σχεδιάστηκαν στις Βρυξέλλες δεν υπήρξε επαρκής ενημέρωση των παραγωγών, ενώ η μεταβατική περίοδος που είχε προβλεφθεί συνέπεσε με την πανδημία και την ενεργειακή κρίση οπότε τα μέτρα ανεστάλησαν ή «σκεπάστηκαν» από τις κρατικές επιδοτήσεις. Η λήξη των ενισχύσεων έφερε στην επιφάνεια τα προβλήματα και έβγαλε τους αγρότες στους δρόμους.
Επιπλέον, το λόμπι των φαρμάκων και των λιπασμάτων διατείνεται ότι δεν είναι δυνατόν να παραχθούν έγκαιρα τα «πράσινα» -λιγότερο επικίνδυνα- σκευάσματα που θα χρειαστεί η γεωργία, λόγω του μεγάλου χρόνου έρευνας και ανάπτυξης και των υψηλών επενδύσεων που απαιτούνται.
Η υπόθεση έχει ενισχύσει την αντίθεση μεταξύ εκείνων που υποστηρίζουν την προστασία του περιβάλλοντος και εκείνων που δίνουν προτεραιότητα στην παραγωγή (environmentalism/productionism).
Στο επίκεντρο βρίσκεται η Κομισιόν και η γραφειοκρατία των Βρυξελλών, η οποία επικρίνεται ότι προωθεί μια «πράσινη» ατζέντα, χωρίς βαθύ και επαρκή σχεδιασμό, παραγνωρίζοντας τις οικονομικές συνέπειες, με αποτέλεσμα να πυροδοτούνται κρίσεις.
Η κριτική προσομοιάζει με εκείνη και για την ενεργειακή μετάβαση. Ο κοινός παρονομαστής είναι ότι, τελικά, οι παρενέργειες της πράσινης ατζέντας πυροδοτούν κοινωνική δυσαρέσκεια, η οποία τελικά υπονομεύει το στόχο της πράσινης μετάβασης και της προστασίας από την κλιματική αλλαγή, παρά το γεγονός ότι είναι αναγκαίες πολιτικές, κρίσιμες για την υγεία και τη ζωή των ανθρώπων.
Οι χειρισμοί τόσο στο ενεργειακό όσο και τώρα στο αγροτικό ζήτημα, έχουν παρενέργειες οι οποίες δίνουν «τροφή» στα αντίστοιχα λόμπι των οποίων τα συμφέροντα θίγονται από την πράσινη μετάβαση, όσο αναγκαία και κρίσιμη κι αν είναι αυτή.
Επιπλέον, το κόστος της πράσινης μετάβασης, μετακυλίεται στους καταναλωτές όπως έγινε με την ενέργεια ή στους μικρούς κυρίως παραγωγούς, όπως συμβαίνει τώρα με τους αγρότες.
Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν πιεζόμενος από την ακροδεξιά να εγκαταλείψει την «πράσινη συμφωνία» της Ε.Ε., προτείνει τώρα αλλαγές στην ΚΑΠ και επιβράδυνση της πράσινης μετάβασης, παρότι ο ίδιος υπήρξε «πρωτεργάτης» των περιβαλλοντικών πολιτικών.
Οι ευρωσκεπτικιστές δεν έχουν προτάσεις, αλλά πατάνε στην οργή του κόσμου, καθώς οι αγρότες διαμαρτύρονται ότι το αυξημένο κόστος απειλεί την επιβίωσή τους και θα τους οδηγήσει να πουλήσουν τη γη τους.
Είναι αξιοσημείωτο ότι όλα αυτά συμβαίνουν τη στιγμή που η καλλιεργήσιμη γη αναγορεύεται σε ένα από τα πολυτιμότερα αγαθά στον πλανήτη, καθώς η αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού συνεπάγεται μεγαλύτερες διατροφικές ανάγκες, ενώ η κλιματική αλλαγή μειώνει τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις και την απόδοσή τους.
Τα τελευταία χρόνια αυξάνονται συνεχώς οι εξαγορές γαιών, κυρίως στην Ασία και την Αφρική, από μεγάλους επενδυτές (funds) του αγροδιατροφικού τομέα, κυρίως από ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά και από κρατικά ταμεία χωρών όπως η Κίνα, η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ.
Είναι ένα ερώτημα, λοιπόν, για τις ευρωπαϊκές ηγεσίες, ποιών τα συμφέροντα εξυπηρετούν οι πολιτικές της Ε.Ε.
Πολιτικές εντυπώσεις και ουσία ενόψει ευρωεκλογών
Χάσαμε έναν ολόκληρο μισθό από την ακρίβεια, αλλά ουδείς το συζητά – Τι κάνουν τα κόμματα και τα συνδικάτα;