Η μετακίνηση του Ολλανδού Χριστιανοδημοκράτη, Βόπκε Χέκστρα από το Υπουργείο Οικονομικών στο Υπουργείο Εξωτερικών έκανε κάποιους πρώην συναδέλφους του από το Νότο της Ευρώπης να σκιρτήσουν. Ειδικά όταν διάβασαν και τα διάφορα ρεπορτάζ σε σοβαρές οικονομικές εφημερίδες της Ευρώπης, που χαρακτηρίζουν αυτή την «αλλαγή», ως μια από τις σημαντικότερες στην τέταρτη κυβέρνηση του Φιλελεύθερου Μάρκ Ρούτε, που ανέλαβε καθήκοντα αυτή την εβδομάδα.
Ο Χέκστρα σύμφωνα με τον «Economist» συνήθιζε να περιγράφει τον εαυτό του με τα λόγια «Είμαι Ολλανδός και για αυτό τα λέω ωμά». Θυμίζει λίγο αυτό από την παλιά ελληνική ταινία «εγώ είμαι στρατηγός και τα λέω τσεκουράτα», μόνο που στην περίπτωσή του ήταν πράγματι έτσι. Ο Χέκστρα θεωρείται ως πρωτοστάτης της ομάδας των «φειδωλών», που είχε προβάλει σοβαρές αντιδράσεις εναντίον του Ταμείου Ανάκαμψης κυρίως σε σχέση με την ανάληψη «κοινού χρέους» από την Κομισιόν. Κατάφερε να «νερώσει» την αρχική πρόταση Μακρόν-Μέρκελ και φρόντισε να προσβάλει κάποιους «υπερχρεωμένους» Νότιους για την ευκολία με την οποία συνηθίζουν να δανείζονται.
Η Ολλανδία είναι παραδοσιακά σκληρή σε θέματα δημοσιονομικής πειθαρχίας, κάποιες φορές σκληρότερη ακόμα και από τη Γερμανία. Αποτελούσε πάντα ένα σταθερό θεματοφύλακα της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Δεν ξεχνάμε άλλωστε τον σοσιαλιστή Ντάισελμπλουμ ως τη φωνή και τα μάτια του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε μέσα στο Eurogroup. Η προσέγγιση των τριών προηγούμενων κυβερνήσεων Ρούτε κινήθηκε ακριβώς εντός αυτού του πλαισίου.
Τώρα στο Υπουργείο Οικονομικών τα ηνία ανέλαβε μια γυναίκα από το κόμμα των ευρωπαϊστών και θεωρούμενων ως κεντροαριστερών φιλελεύθερων D66, του οποίου και ηγήθηκε στις τελευταίες εκλογές. H Ζίγκριντ Κάαγκ πρώην διπλωμάτης και υπουργός Εξωτερικών μέχρι τον περασμένο Σεπτέμβριο, όταν και έχασε τη θέση της λόγω των προβλημάτων, που προέκυψαν στην εκκένωση, διάσωση και μεταφορά πολιτών από το Αφγανιστάν, είχε απαιτήσει να αναλάβει αυτό το υπουργείο, στις διαπραγματεύσεις που προηγήθηκαν της επανάληψης του σχηματισμού κυβέρνησης από τα τέσσερα κόμματα.
Στις πρώτες της δηλώσεις έδειξε ότι ακριβώς επιθυμεί να στείλει ένα μήνυμα για την μετατόπιση του κέντρου βάρους των δαπανών της χώρας με περισσότερα χρήματα για την «πράσινη μετάβαση», αλλά και για την κοινωνική πρόνοια ειδικά για τη νεολαία. Φάνηκε να μην θεωρεί καθόλου πρόβλημα το γεγονός ότι το δημόσιο χρέος της Ολλανδίας θα ξεπεράσει το θεωρητικό όριο του 60% του ΑΕΠ, όπως αυτό είχε καθοριστεί στα κριτήρια του Μάαστριχτ. Κριτήρια που πολιτικοί, όπως ο Μάριο Ντράγκι και ο Εμανουέλ Μακρόν έχουν σαφώς δηλώσει ότι τα θεωρούν ξεπερασμένα και χρήζοντα αναθεώρησης. Υπέρ της αναθεώρησης έχει μιλήσει και ο αρμόδιος Επίτροπος Πάολο Τζεντιλόνι.
Κάτι για το οποίο φαίνεται διατεθιμένη να δείξει μια σχετική ευελιξία για πρώτη φορά και η ολλανδική κυβέρνηση. Η λογική εκτίμηση είναι ότι οι συνθήκες έχουν πράγματι αλλάξει, οι απαιτήσεις που έφερε η κλιματική κρίση, αλλά και η πανδημία είναι τεράστιες, άρα δεν χρειάζεται να παραμένει κανείς εμμονικά στους κανόνες, που θεσπίστηκαν πριν τρεις δεκαετίες. Πρόκειται περισσότερο για μια αλλαγή στους τόνους και όχι στην κυρίαρχη αντίληψη. Αλλά θα μπορούσε να βοηθήσει στο να υπάρξουν κάποια βήματα προς αναθεώρηση των σκληρών κανόνων του παρελθόντος, σε συνεργασία πάντα με το Βερολίνο.
Το μέχρι πού μπορεί να φτάσει αυτή η ευελιξία της παραδοσιακά φιλελεύθερης χώρας μένει να φανεί το επόμενο διάστημα. Ως πυξίδα για τις προσδοκίες των Νοτίων θα μπορούσε να χρησιμεύσει το σχόλιο του «Economist»: «Ο τόνος της Ολλανδίας έχει αλλάξει, αλλά τα συμφέροντά της όχι. Ως χώρα που εμπορεύεται πολύ και έχει μεγάλο χρηματοπιστωτικό τομέα, ένιωθε πιο κοντά στη Βρετανία παρά στη Γαλλία μέχρι το Brexit.» Τώρα τα δεδομένα έχουν αλλάξει, αλλά θα συνεχίσει να παραμένει ένα «φυλάκιο του φιλελευθερισμού», απλώς μπορεί να τα λέει λιγότερο ωμά.
Διαβάστε ακόμα
Γαλλικές εκλογές: Γιατί έχουν σημασία για την κυβέρνηση Μητσοτάκη
Θλιβερό ρεκόρ: «Πρωταθλήτρια Ευρώπης» στην ανεργία των νέων η Ελλάδα