«Πραγματικά ιστορική μεταρρύθμιση στην Ανώτατη Εκπαίδευση» χαρακτήρισε ο πρωθυπουργός το νομοσχέδιο για την λειτουργία «μη κερδοσκοπικών, μη κρατικών Πανεπιστημίων», κατά την εισήγησή του στην συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου, στο επίκεντρο της οποίας βρέθηκαν και άλλα θέματα όπως η οπαδική βία και η Υγεία.
«Με την τελευταία μας συνεδρίαση για το 2023 αφήνουμε πίσω μας μία χρονιά με πολλές και σύνθετες προκλήσεις, αλλά και μία χρονιά με σημαντικές κατακτήσεις, που σφραγίζει η επίτευξη του στόχου της επενδυτικής βαθμίδας. Κλείνει έτσι οριστικά ένας κύκλος κρίσεων και πιστεύω ότι ανοίγει οριστικά ο δρόμος της σταθερής και διατηρήσιμης ανάπτυξης» είπε ο πρωθυπουργός. Πρόσθεσε, επίσης ότι «είναι μία επιλογή που εγκρίθηκε εμφατικά και από τους πολίτες πριν από πέντε μήνες, στις εκλογές. Εγκρίθηκε και πάλι μόλις πρόσφατα με την υπερψήφιση του Προϋπολογισμού. Είναι μία επιλογή που υπηρετεί και η σημερινή μας ατζέντα, με θέματα που προτάσσουν την παιδεία, την υγεία και την καθημερινότητα».
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη συνέχεια αναφέρθηκε εκτενώς στο νομοσχέδιο του υπουργείου παιδείας, εκφράζοντας την πεποίθησή του ότι πρόκειται για «πραγματικά ιστορική μεταρρύθμιση στην παιδεία και ειδικά στην ανώτατη εκπαίδευση». «Ενισχύουμε ακόμα περισσότερο το δημόσιο πανεπιστήμιο και ταυτόχρονα διαμορφώνουμε το πλαίσιο, ώστε να λειτουργήσουν επιτέλους και στην Ελλάδα μη κερδοσκοπικά, μη κρατικά ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης» είπε.
Σύμφωνα με τον πρωθυπουργό, το νομοσχέδιο «δίνει την προοπτική ο τόπος μας να καταστεί κέντρο προσέλκυσης φοιτητών από το εξωτερικό, ενώ ταυτόχρονα συμβάλλει έτσι ώστε να μείνουν στην πατρίδα, να σπουδάσουν και να εργαστούν πολλοί από τους 40.000 νέους, οι οποίοι αναζητούν κάθε χρόνο σπουδές στο εξωτερικό». Συμπλήρωσε δε, ότι «οι νέες ρυθμίσεις απευθύνονται και στην πολύ μεγάλη, στην παγκόσμια ελληνική ακαδημαϊκή κοινότητα, που τώρα αποκτά μία ευνοϊκή οδό επιστροφής».
Ο πρωθυπουργός επανέλαβε ότι προτεραιότητα της κυβέρνησής του είναι το δημόσιο πανεπιστήμιο, για το οποίο είπε ότι «θα έχει ακόμα μεγαλύτερη ευελιξία, με ακόμα πιο ενισχυμένο το αυτοδιοίκητό του, σε συνέχιση των σημαντικών μεταρρυθμίσεων που έγιναν την πρώτη τετραετία». Είπε επίσης, ότι το δημόσιο πανεπιστήμιο «με πρόσθετη χρηματοδότηση μέσω πολλών διαφορετικών χρηματοδοτικών εργαλείων, θα μπορεί να διευρύνει και τις συνεργασίες με κορυφαία διεθνή ιδρύματα».
Στο σημείο αυτό τόνισε ότι «την ίδια ώρα που η δημόσια τριτοβάθμια εκπαίδευση απελευθερώνεται από τη γραφειοκρατία, τα μη κρατικά πανεπιστήμια έρχονται ουσιαστικά να αποκαταστήσουν μία ιστορική εκπαιδευτική ανορθογραφία. Και αυτό γιατί», όπως είπε, «παραμένουμε μία από τις ελάχιστες χώρες του πλανήτη που συνεχίζουμε να υψώνουμε τέτοια τείχη στην εκπαίδευση».
Σύμφωνα με τον κ. Μητσοτάκη «τα μη κρατικά, μη κερδοσκοπικά ιδρύματα θα μπορούν να λειτουργούν ως παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων», για τα οποία είπε ότι ήδη έχουν εκδηλώσει μεγάλο ενδιαφέρον. Σε ό,τι αφορά μάλιστα τα προγράμματα σπουδών είπε ότι «θα εγκρίνονται με βάση αυστηρά ακαδημαϊκά κριτήρια και οι εγκαταστάσεις τους θα πρέπει και αυτές με τη σειρά τους να τηρούν πολύ συγκεκριμένες, αυστηρές προϋποθέσεις».
Ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε και στην οικονομική διάσταση αυτής της νομοθετικής πρωτοβουλίας, τονίζοντας ότι είναι «πολύ μεγάλα τα ποσά που ξοδεύουν σήμερα οι ελληνικές οικογένειες για να σπουδάσουν τα παιδιά τους εκτός συνόρων» και ότι «αυτά τα ποσά θα μπορούσαν να παραμείνουν στη χώρα και να συνεισφέρουν στην εθνική οικονομία». Ανέφερε μάλιστα ως παράδειγμα την Κύπρο, στην οποία, όπως είπε, φοιτούν περίπου 20.000 νέες και νέοι από την Ελλάδα. Πρόσθεσε επίσης ότι «στη Μεγαλόνησο, η ιδιωτική τριτοβάθμια εκπαίδευση καλύπτει ένα πολύ σοβαρό μέρος του ΑΕΠ της χώρας, γι’ αυτό και εκεί η αντίστοιχη μεταρρύθμιση υπήρξε ένα σημείο, στο οποίο συμφώνησαν όλες οι δυνάμεις».
Κλείνοντας την εισήγησή του στο συγκεκριμένο θέμα, ο κ. Μητσοτάκης είπε ότι σήμερα γίνεται ένα «πρώτο, αλλά πολύ θεμελιώδες βήμα στον δρόμο και για την αναθεώρηση του Άρθρου 16, με έναν τρόπο που θα ανταποκρίνεται πια στα δεδομένα του 21ου αιώνα. Θα έχει, συνεπώς, μεγάλο ενδιαφέρον και ο διάλογος που θα ακολουθήσει για να φανεί ποιος είναι στην πράξη και όχι στα λόγια ο ειλικρινά προοδευτικός, ο ειλικρινά εκσυγχρονιστής».