Ανάπτυξη οριακά μικρότερη από το προσχέδιο προβλέπει το τελικό κείμενο του προϋπολογισμού για το 2024 που κατατέθηκε στη Βουλή.
Όπως προκύπτει από την ανάλυση του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου (ΕΔΣ), ο πήχης μπαίνει στο 2,9% από 3% προηγουμένως.
Η αναθεώρηση αυτή δικαιολογείται εν μέρει από τη μικρότερη του αναμενομένου στατιστική επίδραση βάσης (carry-over effect) του ρυθμού μεγέθυνσης του τετάρτου τριμήνου του 2023, που σύμφωνα με το ΕΔΣ βρίσκεται μεταξύ 0,32% και 0,4%, αρκετά χαμηλότερα από την αντίστοιχη 1,15% του 2023. Αναφορικά με το 2024, η πρόβλεψη για τον ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ (2,9%) βρίσκεται εντός του εύρους των προβλέψεων του ΕΔΣ (2,6% έως 3,1%).
Στην έκθεση σημειώνεται ότι οι προβλέψεις του ΕΔΣ και άλλων διεθνών φορέων βρίσκονται σε ένα διάστημα πιο συντηρητικών εκτιμήσεων. Κύριος λόγος της συγκρατημένης αισιοδοξίας του ΕΔΣ είναι η ανησυχία για πιθανή εμβάθυνση της επιβράδυνσης που παρατηρείται στην ευρωζώνη, επηρεάζοντας αρνητικά τη δυναμική πορεία των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών της χώρας. Επίσης, ανησυχία για την περαιτέρω επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης, καθότι η ορμή της μετα-πανδημικής δαπάνης επιβραδύνεται και επιπλέον είναι πιθανόν να υπάρχουν επιπτώσεις από τις πληθωριστικές πιέσεις των προηγούμενων μηνών. Η αύξηση κατά 2,8% των ονομαστικών μισθών θα μπορούσε να αποτελέσει ένα αντίβαρο στους παραπάνω παράγοντες.
Όσον αφορά τον πληθωρισμό (Εν.ΔΤΚ), η σχετική πρόβλεψη αναθεωρήθηκε οριακά προς τα πάνω σε σχέση με το ΠΚΠ 2024 από 4% σε 4,1% για το 2023 και από 2,4% σε 2,6% για το 2024. Η αναθεώρηση αυτή συμβαδίζει με τη διατήρηση του πληθωρισμού, ιδίως εκείνου των τροφίμων, σε σχετικά υψηλά επίπεδα. Συγκεκριμένα, τον Οκτώβριο του 2023 ο γενικός πληθωρισμός ανήλθε σε 3,9% και ο πληθωρισμός τροφίμων σε 9,3%.
Σύμφωνα με τις δημοσιονομικές προβλέψεις του ΚΠ 2024, το πρωτογενές πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης (ΓΚ) το 2023 εκτιμάται σε 1,1% του ΑΕΠ, στο ίδιο επίπεδο με την πρόβλεψη στο Προσχέδιο και στο ΠΣ 2023 και βελτιωμένο έναντι του στόχου στο ΚΠ 2023 για πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ. Σε σχέση με το αποτέλεσμα του 2022 (0,1% του ΑΕΠ), το πλεόνασμα 1,1% του ΑΕΠ για το τρέχον έτος οφείλεται κυρίως στη σταδιακή κατάργηση των μέτρων για την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της ενεργειακής κρίσης και την ενίσχυση του εισοδήματος, καθώς και στην καλύτερη από την αναμενόμενη επίδοση στα φορολογικά έσοδα, ιδίως από τον φόρο προστιθέμενης αξίας και τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης.
Οι έκτακτες ανάγκες που προέκυψαν από τις φυσικές καταστροφές που έπληξαν πρόσφατα τη χώρα επηρέασαν αρνητικά μόνο εν μέρει στο τελικό αποτέλεσμα, με συνέπεια το πρωτογενές πλεόνασμα να παραμείνει στον αναθεωρημένο στόχο του ΠΣ 2023. Η βελτίωση του πρωτογενούς ισοζυγίου αντισταθμίζεται όμως από τις υψηλότερες δαπάνες για τόκους, με αποτέλεσμα το ισοζύγιο της ΓΚ να εκτιμάται ότι θα είναι ελλειμματικό κατά 2,1% του ΑΕΠ, βελτιωμένο όμως έναντι του 2022 (-2,4%).
Για το 2024, το πρωτογενές πλεόνασμα αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά στο 2,1% του ΑΕΠ, όπως προβλεπόταν και στο Προσχέδιο και στο ΠΣ 2023. Το έλλειμμα του ισοζυγίου της ΓΚ αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω στο 1,1% του ΑΕΠ, σχεδόν όπως και στο Προσχέδιο και είναι ελαφρώς δυσμενέστερο από ό,τι στο ΠΣ 2023 (0,8% του ΑΕΠ) λόγω της αναθεώρησης προς τα πάνω των προβλέψεων των δαπανών για τόκους. Οι προβλέψεις αυτές δεν αποκλίνουν από τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και άλλων διεθνών οργανισμών.
Η βελτίωση του δημοσιονομικού αποτελέσματος αποδίδεται κυρίως στην προβλεπόμενη συνέχιση της αναπτυξιακής δυναμικής της οικονομίας (από 2,4% το 2023 σε 2,9% το 2024), μέσω και της αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος, και επομένως την αναμενόμενη αύξηση των φορολογικών εσόδων και των ασφαλιστικών εισφορών όσο και στην καλύτερη απόδοση των φορολογικών μηχανισμών λόγω της αύξησης των ηλεκτρονικών συναλλαγών και της φορολογικής συμμόρφωσης. Θετικά συμβάλλουν η μείωση του δημοσιονομικού κόστους των παρεμβάσεων για την ενεργειακή κρίση, η μείωση της κρατικής αρωγής λόγω της υποχρεωτικής ιδιωτικής ασφάλισης έναντι φυσικών καταστροφών για μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις και οι αποκλειστικά στοχευμένες δημοσιονομικές παρεμβάσεις για την ενίσχυση του εισοδήματος των πιο ευάλωτων νοικοκυριών.
Tο ύψος του χρέους της ΓΚ ως ποσοστό του ΑΕΠ για το 2023 αναμένεται να διαμορφωθεί στο 160,3%, περίπου στο ίδιο επίπεδο με το ΠΚΠ 2024. Παρά το υψηλό επίπεδό του (357 δισ. ευρώ), το θετικό είναι η σημαντικά καθοδική πορεία του ως ποσοστού του ΑΕΠ, με μείωση περίπου 11 ποσοστιαίων μονάδων σε σχέση με το 2022. Παράγοντες που συμβάλλουν σε αυτή την ταχεία αποκλιμάκωση είναι η διατήρηση ισχυρής ονομαστικής ανάπτυξης, η διαμόρφωση πρωτογενούς πλεονάσματος (1,1 %) και η σχετικά σταθερή επιβάρυνση από τόκους, καθότι το μεγαλύτερο τμήμα του διακρατείται από επίσημους φορείς (κράτη και διεθνείς οργανισμούς), με χαμηλό μέσο σταθμικό (έμμεσο) επιτόκιο και μακρά περίοδο αποπληρωμής.
Για το 2024, στο ΚΠ 2024 αναδεικνύεται η τάση σταθεροποίησης του ύψους του χρέους της ΓΚ (356 δισ. ευρώ), με προβλέψεις κοντά σε αυτές του Προσχεδίου 2024. Εντυπωσιακή επίσης είναι η περαιτέρω μείωση στο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ και για το 2024, που αναμένεται να διαμορφωθεί στο 152,2%, διατηρώντας μια σημαντική αποκλιμάκωση κατά 7 περίπου ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το εκτιμώμενο επίπεδο του 2023. Το 2024, αναμένεται να συνεχιστεί η ευνοϊκή επίδραση τόσο της σχέσης έμμεσου επιτοκίου δανεισμού και ονομαστικού ρυθμού ανάπτυξης στον λόγο χρέους προς ΑΕΠ (snow-ball effect) όσο και της διαμόρφωσης σημαντικού πρωτογενούς πλεονάσματος έναντι του 2023.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η αναμενόμενη μείωση του πληθωρισμού αναδεικνύει την πραγματική αξία της μείωσης της πορείας του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ, σημειώνει το Συμβούλιο. Στην αντιμετώπιση τόσο των μακροοικονομικών όσο και των δημοσιονομικών προκλήσεων συντάσσονται μια σειρά παραγόντων, όπως (α) η ύπαρξη σημαντικού ύψους ταμειακών αποθεμάτων για την αντιμετώπιση αναγκών ρευστότητας του Δημοσίου, (β) η στήριξη της αναπτυξιακής δυναμικής της οικονομίας από τα κονδύλια των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, (γ) οι αναβαθμίσεις του αξιόχρεου των ελληνικών ομολόγων από τους επενδυτικούς οίκους αξιολόγησης, με δύο εξ αυτών (DBRS και R&I) να το κατατάσσουν πλέον σε επενδυτική βαθμίδα.
Προς την κατεύθυνση αυτή θεωρείται και η νομοθετική πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη βελτίωση του πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης στην ΕΕ, η οποία αναγνωρίζει τις ανάγκες διασφάλισης δημοσιονομικής βιωσιμότητας με ταυτόχρονη ενθάρρυνση της οικονομικής μεγέθυνσης.
Οι παραπάνω προβλέψεις του ΚΠ 2024 υπόκεινται σε ένα βαθμό αβεβαιότητας, με πιθανούς κυρίως εξωγενείς κινδύνους, όπως: (α) τη γεωπολιτική αβεβαιότητα που προκαλούν οι πολεμικές συρράξεις στο Ισραήλ και στην Ουκρανία, οι οποίες μεταξύ άλλων θα μπορούσαν να έχουν σημαντικό ενεργειακό αποτύπωμα, (β) τη διατήρηση των επιτοκίων της ΕΚΤ στο τρέχον υψηλό επίπεδο για όλη τη διάρκεια του 2024 με αρνητικές συνέπειες για επενδύσεις και κατανάλωση και (γ) την πιθανή εμβάθυνση της ύφεσης σε οικονομίες της ευρωζώνης με αρνητικές επιδράσεις στην ελληνική οικονομία.
Στο εσωτερικό, σημαντική πρόκληση συνιστά η μη αποτελεσματική και έγκαιρη υλοποίηση του προγράμματος Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Η παρούσα αξιολόγηση λαμβάνει υπόψη τις από 8/3/2023 κατευθυντήριες οδηγίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη δημοσιονομική πολιτική των κρατών-μελών της ΕΕ και την απενεργοποίηση της γενικής ρήτρας διαφυγής από τα τέλη του 2023. Σχετικά με τη διαπίστωση εκ μέρους του ΕΔΣ της συμμόρφωσης του ΚΠ 2024 με τους δημοσιονομικούς κανόνες του ΣΣΑ, σημειώνεται ότι διασφαλίζεται η τήρηση της τιμής αναφοράς του 3% του ΑΕΠ για το έλλειμμα, το οποίο αναμένεται να διαμορφωθεί για το 2024 σε 1,1% του ΑΕΠ, καθώς και η εύλογη και συνεχής μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ.
Επίσης, η ονομαστική αύξηση των καθαρών πρωτογενών δαπανών (Net Nationally Financed Primary Expenditures) που χρηματοδοτούνται από εθνικούς πόρους εκτιμάται για το 2024 στο 0,4%, έναντι του ανώτατου ορίου 2,6% και είναι σε πλήρη συμμόρφωση με τη σύσταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (Μάιος 2023).
Υπό το πρίσμα της ανωτέρω ανάλυσης, το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο υιοθετεί τις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προβλέψεις επί των οποίων βασίζεται το Σχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισμού για το έτος 2024, καταλήγει η έκθεση.