Ζημιά 35 εκατ. ευρώ αποφάσισε να «γράψει» το Δημόσιο, ασκώντας τα δικαιώματα προαίρεσης (warrants) να αγοράσει μετοχές της Aegean στην τιμή των 3,2 ευρώ που είχαν το 2021, τη χρονιά που στήριξε με 120 εκατ. ευρώ την εταιρεία για να μην καταρρεύσει λόγω της πανδημίας.
Η χρηματοοικονομική δομή με την οποία χορηγήθηκε η κρατική βοήθεια το 2021 ήταν ετεροβαρής για το Δημόσιο έναντι των ιδιωτών, πράγμα που σημαίνει ότι
με την άσκηση των δικαιωμάτων προαίρεσης το Κράτος θα έχει ένα καθαρό έσοδο περίπου 85 εκατ. ευρώ, ήτοι λιγότερα από τα 120 εκατ. ευρώ που χορήγησε το 2021, παρόλο που ο αερομεταφορέας έχει ανοδική πορεία και οι ιδιώτες μέτοχοι αποκομίζουν σημαντικές υπεραξίες.
Επιπλέον, το Δημόσιο καταγράφει και σημαντικά -θεωρητικά- διαφυγόντα κέρδη, της τάξης των 278 εκατ. ευρώ, δεδομένου ότι τα δικαιώματα αγοράς μετοχών (τα warrants) αντιστοιχούν στο ¼ των μετοχών που θα ελάμβανε για τα 120 εκατ. ευρώ, εάν συμμετείχε τότε στην αύξηση κεφαλαίου με τους ίδιους όρους που συμμετείχαν και οι ιδιώτες μέτοχοι.
Οι ιδιώτες μέτοχοι έβαλαν από την πλευρά τους 60 εκατ. ευρώ και η συμμετοχή αυτή ήταν όρος για την κρατική στήριξη.
Μετά την ανακοίνωση του υπουργείου Οικονομικών προχθές ότι προτίθεται να ασκήσει τα δικαιώματά του και να αγοράσει τις μετοχές στην τιμή των 3,2 ευρώ, ο πρόεδρος της Aegean Ευτύχης Βασιλάκης ανακοίνωσε ότι θα εισηγηθεί στη γ.σ. της εταιρείας να αποκτήσει τις μετοχές αυτές στην μεσοσταθμική τιμή των τελευταίων 60 ημερων, ήτοι περίπου 11,5 ευρώ ανά μετοχή, όπως έχει το δικαίωμα με βάση την ίδια ρύθμιση.
Εάν η Aegean δεν ασκήσει το δικαίωμα αγοράς, το Δημόσιο θα μείνει με το 10,3% της εταιρείας στην κατοχή του.
Το αποτέλεσμα είναι ότι το Δημόσιο θα εισπράξει 85 εκατ. ευρώ, έναντι 120 εκατ. ευρώ που είχε καταβάλει, προκύπτει δηλαδή ζημία για το Δημόσιο και όφελος για την Aegean περίπου 35 εκατ. ευρώ, πλέον των θεωρητικών τόκων που θα υπολογίζονταν εάν η κρατική στήριξη είχε δοθεί με τη μορφή δανείου.
Δεν είναι μόνον αυτό, όμως, αφού τα δικαιώματα προαίρεσης (warrant) που απέκτησε το Δημόσιο ως αντάλλαγμα για την κρατική στήριξη στην Aegean , διαμορφώθηκαν στο ¼ της αξίας που θα είχαν εάν εφαρμόζονταν και για το Δημόσιο οι ίδιοι όροι με τους οποίους συμμετείχαν οι ιδιώτες μέτοχοι στην αύξηση κεφαλαίου.
Με άλλα λόγια, ο αριθμός των warrant που εκδόθηκαν, είναι πολύ μικρότερος από εκείνον που αντιστοιχούσε στο ποσό της κρατικής στήριξης σε σχέση με την τιμή της μετοχής.
Εάν εκδιδόταν ένα warrant για κάθε μετοχή σε αντιστοιχία με το ποσό της κρατικής στήριξης των 120 εκατ. ευρώ και με τιμή μετοχής 3,2 ευρώ το Δημόσιο θα είχε αποκτησει 37,5 εκατ. warrants, για ισάριθμες μετοχές, αντί για τα 10,3 εκατ. warrants που τελικά εκδόθηκαν. Αντί δηλαδή να πάρει το Δημόσιο ένα warrant για κάθε μετοχή που θα αντιστοιχούσε στη συμμετοχή σε αύξηση κεφαλαίου, πήρε ένα warrant για κάθε 4 μετοχές.
Το Δημόσιο επομένως «αποζημιώνεται» μόνο για μία στις τέσσερις μετοχές (¼) που θα εδικαιούτο εάν συμμετείχε στην αύξηση κεφαλαίου με τους ίδιους όρους με τους ιδιώτες, οι οποίοι εισέφεραν 60 εκατ. ευρώ.
Εάν τα warrants είχαν υπολογιστεί με τους ίδιους όρους που ίσχυαν για τους ιδιώτες, τότε τα ποσά θα ήταν τετραπλάσια, και το Δημόσιο όχι μόνον δεν θα είχε ζημία, αλλά θα είχε και κέρδος της τάξης των 278 εκατ. ευρώ.
Ασφαλώς η σκοπιμότητα της κρατικής στήριξης σε μια εταιρεία στρατηγικού -και εθνικού- χαρακτήρα δεν αμφισβητείται.
Αλλά η κρατική στήριξη με τη μορφή των warrants έχει τη λογική ότι το Κράτος παρεμβαίνει για να διασώσει μια σημαντική εταιρεία και εφόσον η εταιρεία αυτή πάει καλά, τότε και το Δημόσιο αποζημιώνεται για την κρατική στήριξη.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, το Δημόσιο παρείχε την αναγκαία στήριξη, η εταιρεία διασώθηκε, οι ιδιώτες μέτοχοι αποκομίζουν σημαντικές υπεραξίες, αλλά το Κράτος γράφει ζημιά και έχει και διαφυγόντα κέρδη.
Δεν υπήρξε έστω πρόβλεψη για ένα ελάχιστο εγγυημένο ποσό επιστροφής στο Δημόσιο, ώστε οι Έλληνες φορολογούμενοι να πάρουν πίσω έστω το ποσό που δόθηκε.
Ένα ερώτημα είναι και η χρονική στιγμή που επελέγη για την άσκηση του δικαιώματος αγοράς των μετοχών από το Δημόσιο, δεδομένου ότι η περίοδος άσκησης ξεκίνησε μόλις τον περασμένο Ιούλιο και διαρκεί μια τριετία. Ενδεχομένως η απόδοση των μετοχών να ήταν μεγαλύτερη σε επόμενη φάση, εφόσον η εταιρεία συνεχίσει ανοδικά.
Η στήριξη και τα warrants
Το ζήτημα ανάγεται στον τρόπο με τον οποίο διαρθρώθηκε η ρύθμιση του 2021 η οποία προέβλεψε ότι το Δημόσιο θα στήριζε την εταιρεία με 120 εκατ. ευρώ εφόσον και οι ιδιώτες μέτοχοι έβαζαν και εκείνοι 60 εκατ. ευρώ.
Η λογική της ρύθμισης με τα warrants ήταν ότι το Κράτος χορηγεί στήριξη, αλλά υποχρεώνει τους ιδιώτες μετόχους να βάλουν κι εκείνοι χρήματα, ενώ αποκτά και το δικαίωμα να αγοράσει μετοχές στην ίδια τιμή με τους ιδιώτες μετόχους. Επειδή όμως το Δημόσιο δεν είχε λόγο να αποκτήσει μετοχές, ειδικά εκείνη τη στιγμή της κρίσης, εκδόθηκαν τα warrants τα οποία του έδωσαν το δικαίωμα να τις αποκτήσει στο μέλλον, όταν η εταιρεία θα έχει ορθοποδήσει και η αγορά θα βρισκόταν σε καλύτερη κατάσταση.
Όπως όμως προαναφέρθηκε ο αριθμός των warrant που εκδόθηκαν, είναι πολύ μικρότερος από εκείνον που αντιστοιχούσε στο ποσό της κρατικής στήριξης σε σχέση με την τιμή της μετοχής.
Εάν η ρύθμιση είχε συγκροτηθεί με τους ίδιους όρους που ίσχυσαν για τους ιδιώτες, το Δημόσιο θα είχε το δικαίωμα να αποκτήσει σήμερα τετραπλάσιο αριθμό μετοχών και το όφελος από την συναλλαγή θα ανερχόταν σε 398 εκατ. ευρώ. Και τούτο διότι το Δημόσιο θα κατέβαλε 33,3 εκατ. ευρώ για να αγοράσει 37,5 εκατ. μετοχές στην τιμή των 3,2 ευρώ (την τιμή του 2021) και στη συνέχεια η Aegean θα μπορούσε να τις αγοράσει στην τιμή των 11,5 ευρώ ανά μετοχή, για 431 εκατ. ευρώ.
Με τα δεδομένα αυτά, αφαιρουμένων των 120 εκατ. ευρώ που κατέβαλε το Δημόσιο το 2021 θα είχε καθαρό κέρδος 278 εκατ. ευρώ, ανάλογο με εκείνο των ιδιωτών μετόχων, οι οποίοι το 2021 κατέβαλαν 60 εκατ. ευρώ και σήμερα έχουν στην κατοχή τους μετοχές αξίας 215 εκατ. ευρώ.
Το υπουργείο Οικονομικών
Το υπουργείο Οικονομικών στην ανακοίνωσή του χαρακτηρίζει «όφελος» το έσοδο των 85 εκατ. ευρώ, παρόλο που το ποσό είναι χαμηλότερο από εκείνο που χορηγήθηκε στην εταιρεία από το Κράτος και επισημαίνει ότι η τιμή ανάκτησης των μετοχών (περίπου 11,5 ευρώ) είναι υψηλότερη από εκείνη που είχε η μετοχή όταν δόθηκε η στήριξη, περίπου 5,5 ευρώ ανά μετοχή.
Ο υπολογισμός αυτός δεν αντιστοιχεί στα πραγματικά δεδομένα, αφού η τιμή της μετοχής ήταν 3,2 ευρώ, όταν δόθηκε η στήριξη, ενώ είναι προφανές και ότι το «έσοδο» δεν είναι «όφελος», αφού είναι μικρότερο από το ποσό που δαπανήθηκε.