Αλλιώς τον φαντάζονταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης τον ανασχηματισμό της κυβέρνησής του, όταν μιλούσε σε συνεργάτες του προ των γιορτών για τις αλλαγές που σκέφτεται κι αλλιώς είναι πιθανό πλέον να του προκύψουν μετά την τροπή που έχει πάρει η πανδημία, αλλά και με βάση τα νέα δημοσκοπικά δεδομένα.
Τόσο η επιδείνωση της κατάστασης με τον κορωνοϊό και ο κίνδυνος να «καούν» χαρτιά και πρόσωπα της κυβέρνησης σε αυτή τη μάχη, όσο και η πολλαπλή πίεση που δέχεται το Μαξίμου από τον Αλέξη Τσίπρα (με το αίτημα για πρόωρες εκλογές, που βρίσκει απήχηση), τον Νίκο Ανδρουλάκη, που εμφανίζεται να κερδίζει δυσαρεστημένους από την κυβέρνηση κεντρώους ψηφοφόρους (άλλοτε «kyriakistas»), αλλά και την ακροδεξιά, που εκμεταλλεύεται παλινωδίες στη διαχείριση της πανδημίας, έχουν διαμορφώσει ένα εκρηκτικό κοκτέιλ, που αναγκάζει τον πρωθυπουργό να επανεξετάσει τα πράγματα σχετικά με το εύρος και το περιεχόμενο των αλλαγών στο κυβερνητικό σχήμα.
Βέβαια, οι όποιες αλλαγές δεν θα γίνουν νωρίτερα από τις αρχές της άνοιξης, όμως έχει αποδειχθεί ότι χωρίς καλή προετοιμασία και υπολογισμό όλων των πτυχών, ίσως το εγχείρημα να εξελιχθεί και πάλι σε πατατράκ, όπως και με τον ανασχηματισμό στα τέλη του Αυγούστου.
Με τις εκλογές να τοποθετούνται, σύμφωνα με ρεαλιστικές εκτιμήσεις, από το φθινόπωρο και μετά, ο κ. Μητσοτάκης επιδιώκει να συγκροτήσει ένα εκλογικό σχήμα, που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες μιας δύσκολης μάχης, με δεδομένο τον παράγοντα της απλής αναλογικής. Ένα σχήμα με «αντιπροσώπευση» όσο γίνεται περισσότερων περιοχών της χώρας, ειδικά των δύσκολων για την κυβέρνηση. Και με αναδιάταξη δυνάμεων, κυρίως με «διορθώσεις» σε πρόσωπα, που θεωρεί πολιτικά επιβεβλημένες.
Σύμφωνα με πληροφορίες, τουλάχιστον τέσσερις με πέντε υπουργοί πρέπει να θεωρούνται υποψήφιοι για μετακίνηση ή και για έξοδο από την κυβέρνηση.
Πρώτος είναι ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης, η συγκατοίκηση του οποίου με άλλους στενούς πρωθυπουργικούς συνεργάτες στο Μέγαρο Μαξίμου, είναι μάλλον αδύνατη. Το πιθανότερο είναι να μετακινηθεί σε υπουργείο και όχι να βγει εκτός.
Προς μετακίνηση πρέπει να θεωρείται και ο Άδωνις Γεωργιάδης, ο οποίος έχει ενοχλήσει σφόδρα το Μαξίμου με τις διαρκείς και πολύ συχνά άστοχες παρεμβάσεις του, που εκθέτουν πολιτικά την κυβέρνηση.
Αλλά και ο Θάνος Πλεύρης δεν έχει καταφέρει μέχρι τώρα να κερδίσει την εμπιστοσύνη του πρωθυπουργού με τους χειρισμούς του στο υπουργείο Υγείας. Κρίνεται ως υπερβολικά «ελαφρών βαρών», ου μην και επιπόλαιος στη διαχείριση κρίσιμων θεμάτων στο μέτωπο της πανδημίας, ενώ έχει κάκιστες σχέσεις με την αναπληρώτρια υπουργό Μίνα Γκάγκα, κάτι που χρεώνεται πρωτίστως ο ίδιος.
Το Μαξίμου θα ήθελε να μετακινήσει από το υπουργείο Οικονομικών τον Χρήστο Σταϊκούρα, όμως το πρόβλημα είναι πως η εύρεση μία λειτουργικής λύσης, που να «κουμπώνει» με τον Θόδωρο Σκυλακάκη είναι δύσκολη.
Στις περιπτώσεις που δεν έχουν δικαιώσει τις προσδοκίες πρέπει να περιλαμβάνεται και ο υπουργός Πολιτικής Προστασίας Χρήστος Στυλιανίδης, που αδυνατεί να αντιληφθεί πώς λειτουργούν (;) οι μηχανισμοί του ελληνικού κράτους.
Η αμφίπλευρη πίεση
Με τις όποιες αλλαγές στην κυβέρνηση, ο κ. Μητσοτάκης πρέπει να απαντήσει ταυτόχρονα σε δύο προβλήματα. Το ένα αφορά στην πίεση από τα δεξιά και το άλλο στα νέα δεδομένα που διαμορφώνει στο κέντρο η δημοσκοπική άνοδος του ΚΙΝΑΛ.
Την πίεση από τα δεξιά του, ο πρωθυπουργός επιχείρησε να την αποδυναμώσει ως τώρα με την αξιοποίηση του Θάνου Πλεύρη και την ισχυρή παρουσία των Α. Γεωργιάδη και Μ. Βορίδη στην κυβέρνηση. Υπό αυτή την έννοια, δεν είναι εύκολο να περιθωριοποιήσει την ομάδα των «σκληρών δεξιών» στο νέο σχήμα. Ιδίως μετά τη διαφαινόμενη πλήρη αυτονόμηση του Κ. Μπογδάνου και τις διεργασίες δεξιά της ΝΔ, για ένα κόμμα με φιλοδοξίες εισόδου στη Βουλή. Πράγμα που σημαίνει ότι η αξιοποίηση κομματικών στελεχών με σαφείς αναφορές στην παραδοσιακή «δεξιά» βάση είναι επιβεβλημένη αυτή τη φορά.
Όσο για το πρόβλημα από το κέντρο, οι επιτελείς του Μαξίμου τώρα αρχίζουν να το εκτιμούν πιο σοβαρά. Από τα δημοσκοπικά ευρήματα αποδεικνύεται ότι πασοκογενείς ψηφοφόροι, που είχαν καταφύγει στον κ. Μητσοτάκη για να τιμωρήσουν τον ΣΥΡΙΖΑ και πλέον είναι δυσαρεστημένοι από την πολιτική του, εγκαταλείπουν πιο εύκολα την κυβέρνηση, βλέποντας ότι υπάρχει προοπτική «επιστροφής» της κεντροαριστεράς σε δυναμικό ρόλο στο πολιτικό σκηνικό. Για πρώτη φορά την τελευταία τριετία αμφισβητείται το άνοιγμα του κ. Μητσοτάκη στο κέντρο και την κεντροαριστερά και εμφανίζεται ο κίνδυνος να χάσει κρίσιμες εκλογικές δυνάμεις για την αυτοδυναμία. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Άννας Διαμαντοπούλου, η οποία διατηρούσε στενές σχέσεις με τον πρωθυπουργό (την πρότεινε για επικεφαλής του ΟΟΣΑ) και τώρα αρθρογραφεί επαινώντας την ηγεσία του ΚΙΝΑΛ. Γι’ αυτό και οι συζητήσεις για κινήσεις που θα λειτουργήσουν ως αντίβαρο στην επιρροή που ασκεί ο Νίκος Ανδρουλάκης και θα συγκρατήσουν αυτές τις δυνάμεις κοντά στον κ. Μητσοτάκη είναι έντονες και φτάνουν μέχρι και την επαναφορά σε υπουργικές θέσεις στελεχών, όπως ο Μιχάλης Χρυσοχοίδης.
Διαβάστε επίσης:
Πανδημία: Διαχείριση υψηλού ρίσκου, με προσδοκίες για «ήπια» Όμικρον και ανοσία αγέλης