Η «μάχη» για την προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ εξ αρχής δεν παρέμπεμπε σε θρίλερ.
Το ενδιαφέρον ήταν περιορισμένο και υποτονικό ακόμα και εντός των μελών του κόμματος, ανάμεσα σε αλλα και λόγω της βαριάς εκλογικής ήττας η οποία είχε προηγηθεί.
Οι υποψηφιότητες που ανακοινώθηκαν αρχικά δεν είχαν στοιχεία μεγάλων εκπλήξεων ή ανατροπών, με την Έφη Αχτσιόγλου να θεωρείται φαβορί από την πρώτη στιγμή, ακόμα και από ανθυποψήφιούς της, οι οποίοι έσπευσαν να ανακοινώσουν την δική τους υποψηφιότητα για διάφορους λόγους, πολιτικούς και προσωπικούς και κυρίως με το βλέμμα στο ρόλο που θα διεκδικήσουν την επόμενη μέρα στις εσωκομματικές διεργασίες και ισορροπίες.
Τα νερά τάραξε σχεδόν στο «παρά πέντε» ο εξ Αμερικής ορμώμενος Στέφανος Κασελάκης, ο οποίος μέσα σε ελάχιστο χρόνο έκανε δυναμική παρέμβαση και συγκέντρωσε ευρύτερο ενδιαφέρον και πέρα από το χώρο του ΣΥΡΙΖΑ, βάζοντας ως κατακλείδα της υποψηφιότητάς του το σύνθημα ότι εκείνος μπορεί να χτυπήσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ιδίως στο πεδίο της αριστείας και της επιχειρηματικότητας.
Το ζήτημα, βέβαια, είναι ότι παρά το ενδιαφέρον που συγκέντρωσε το νέο πρόσωπο, η εκλογή νέου προέδρου στο ΣΥΡΙΖΑ δεν γίνεται από το ευρύτερο εκλογικό σώμα, αλλά από τα μέλη του κόμματος -ακόμα κι αν εγγραφούν την ημέρα της ψηφοφορίας- και σε κάθε περίπτωση σημαντικό ρόλο παίζουν οι μηχανισμοί.
Η Έφη Αχτσιόγλου, δικηγόρος, πρώην υπουργός και τομεάρχης οικονομικών του κόμματος βρήκε στήριξη από διάφορες πλευρές και αρκετούς παράγοντες του ΣΥΡΙΖΑ, του οποίου αποτελεί «γέννημα – θρέμμα» και φαίνεται ότι παραμένει το φαβορί.
Η 38χρονη πολιτικός μεταδίδει στίγμα κυβερνητικής εμπειρίας και συστημικής προσέγγισης, με στόχο να επιτύχει την ευρύτερη δυνατή συσπείρωση, υιοθετώντας ήπιες πολιτικές τοποθετήσεις και λιγότερο ριζοσπαστικές απόψεις από τον Ευκλείδη Τσακαλώτο.
Είναι ενδεικτικό ότι ο ίδιος ο Τσακαλώτος σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, ενώ είχε αρχικά σκεφτεί να υποχωρήσει υπέρ της Έφης Αχτσιόγλου, στη συνέχεια αποφάσισε να κατέβει κι εκείνος στον αγώνα της διεκδίκησης, με ρητορική που δίνει έμφαση στην επανεφεύρεση της ιδεολογικής και πολιτικής ταυτότητας του κόμματος σε αριστερή κατεύθυνση.
Ο Νίκος Παππάς επιχειρεί να σηματοδοτήσει ουσιαστική παρουσία στην ηγετική ομάδα του κόμματος, να εκφράσει τους προεδρικούς στην μετά Τσίπρα εποχή και να αποτελέσει έναν πόλο συσπείρωσης των κεντρώων στην επόμενη φάση, ενώ με την υποψηφιότητά του εκτονώνεται πολιτικά και η υπόθεση της καταδίκης του από το Ειδικό Δικαστήριο
Η υποψηφιότητα του Στέφανου Τζουμάκα ήταν η πρώτη έκπληξη, καθώς προέρχεται από το ΠΑΣΟΚ και παρόλο που ήταν στενός συνεργάτης του Αλέξη Τσίπρα δεν είχε μεγάλα ερείσματα στο κόμμα. Η ρητορική του πάντως εστιάζει στα πραγματικά προβλήματα της χώρας και ο ίδιος ελπίζει να απευθυνθεί στα πιο κεντρώα στελέχη του κόμματος.
Το γεγονός είναι ότι η ταχύτητα στην διεξαγωγή της εκλογής οδήγησε σε μια κατάσταση όπου η συζήτηση για τα μεγάλα ζητήματα, όπως τα αίτια της εκλογικής ήττας του ΣΥΡΙΖΑ, η ταυτότητα, ο νέος προσανατολισμός, οι στόχοι του κόμματος και ένα πειστικό πολιτικό σχέδιο για τη χώρα, δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο μετά την εκλογή προέδρου.
Αυτή όμως η συζήτηση θα είναι καθοριστική και «βαριά» στις πλάτες της νέας ηγεσίας η οποία θα ξεκινήσει τη θητεία της έχοντας με το «καλημέρα» μια διαφαινόμενη ήττα στις αυτοδιοικητικές εκλογές και μια δεύτερη εξίσου δύσκολη δοκιμασία ένα χρόνο μετά στις ευρωεκλογές.