Πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για νέους κανόνες για να καταστούν αποδοτικότερες και ασφαλέστερες οι διαδικασίες παρακράτησης φόρου στην ΕΕ για τους επενδυτές, τους χρηματοπιστωτικούς διαμεσολαβητές (π.χ. τράπεζες) και τις φορολογικές διοικήσεις των κρατών μελών.
Η πρωτοβουλία αυτή —βασικό στοιχείο της ανακοίνωσης σχετικά με τη φορολογία των επιχειρήσεων για τον 21ο αιώνα και του σχεδίου δράσης της Επιτροπής για την Ένωση Κεφαλαιαγορών του 2020— θα προαγάγει τη δικαιότερη φορολόγηση, θα καταπολεμήσει τη φορολογική απάτη και θα στηρίξει τις διασυνοριακές επενδύσεις σε ολόκληρη την ΕΕ.
Ο όρος «παρακράτηση φόρου στην πηγή» αναφέρεται, για παράδειγμα, στην περίπτωση στην οποία ένας επενδυτής που κατοικεί σε ένα κράτος μέλος της ΕΕ υποχρεούται να καταβάλει φόρο επί των τόκων ή των μερισμάτων που εισπράττει σε άλλο κράτος μέλος. Αυτό συμβαίνει συχνά για τους διασυνοριακούς επενδυτές. Σε ένα τέτοιο σενάριο, για να αποφευχθεί η διπλή φορολόγηση, πολλά κράτη μέλη της ΕΕ έχουν υπογράψει συνθήκες αποφυγής της διπλής φορολογίας, με τις οποίες αποφεύγεται η διπλή φορολόγηση του ίδιου φυσικού προσώπου ή της ίδιας εταιρείας. Οι συνθήκες αυτές επιτρέπουν σε έναν διασυνοριακό επενδυτή να υποβάλει αίτηση επιστροφής του επιπλέον φόρου που κατέβαλε σε άλλο κράτος μέλος.
Το πρόβλημα είναι ότι οι εν λόγω διαδικασίες επιστροφής είναι συχνά χρονοβόρες, δαπανηρές και επαχθείς, προκαλώντας απογοήτευση στους επενδυτές και αποθαρρύνοντας τις διασυνοριακές επενδύσεις εντός της ΕΕ και προς την ΕΕ. Επί του παρόντος, οι διαδικασίες παρακράτησης φόρου στην πηγή που εφαρμόζονται σε κάθε κράτος μέλος είναι πολύ διαφορετικές. Οι επενδυτές πρέπει να ασχοληθούν με περισσότερα από 450 διαφορετικά έντυπα σε ολόκληρη την ΕΕ, τα περισσότερα από τα οποία είναι διαθέσιμα μόνο στις εθνικές γλώσσες. Τα σκάνδαλα Cum/Ex και Cum/Cum έχουν επίσης καταδείξει πώς μπορούν να χρησιμοποιηθούν καταχρηστικά οι διαδικασίες επιστροφής: οι φορολογικές απώλειες από αυτές τις πρακτικές εκτιμήθηκαν σε 150 δισ. EUR για τα έτη 2000-2020.
Οι βασικές δράσεις που προτείνονται σήμερα θα διευκολύνουν τους επενδυτές, τους χρηματοπιστωτικούς διαμεσολαβητές και τις εθνικές φορολογικές αρχές:
-Ένα κοινό ενωσιακό ψηφιακό πιστοποιητικό φορολογικής κατοικίας θα καταστήσει ταχύτερες και αποδοτικότερες τις διαδικασίες ελάφρυνσης για τους παρακρατούμενους φόρους. Για παράδειγμα, οι επενδυτές με διαφοροποιημένο χαρτοφυλάκιο στην ΕΕ θα χρειάζονται μόνο ένα ψηφιακό πιστοποιητικό φορολογικής κατοικίας για να ζητήσουν περισσότερες επιστροφές φόρου κατά τη διάρκεια του ίδιου ημερολογιακού έτους. Το ψηφιακό πιστοποιητικό φορολογικής κατοικίας θα πρέπει να εκδίδεται εντός μίας εργάσιμης ημέρας από την υποβολή της αίτησης. Επί του παρόντος, τα περισσότερα κράτη μέλη εξακολουθούν να βασίζονται σε έντυπες διαδικασίες.
-Δύο ταχείες διαδικασίες συμπληρώνουν την υφιστάμενη συνήθη διαδικασία επιστροφής: μια διαδικασία «ελάφρυνσης στην πηγή» και ένα σύστημα «ταχείας επιστροφής», που θα καταστήσουν τη διαδικασία ελάφρυνσης ταχύτερη και πιο εναρμονισμένη σε ολόκληρη την ΕΕ. Τα κράτη μέλη θα είναι σε θέση να επιλέξουν ποιο από τα δύο θα χρησιμοποιήσουν — συμπεριλαμβανομένου συνδυασμού και των δύο.
-Στο πλαίσιο της διαδικασίας «ελάφρυνσης στην πηγή», ο φορολογικός συντελεστής που εφαρμόζεται κατά την καταβολή μερισμάτων ή τόκων βασίζεται άμεσα στους εφαρμοστέους κανόνες των διατάξεων της συνθήκης για την αποφυγή της διπλής φορολογίας.
–Στο πλαίσιο της διαδικασίας «ταχείας επιστροφής», η αρχική πληρωμή πραγματοποιείται λαμβανομένου υπόψη του συντελεστή παρακράτησης φόρου στην πηγή του κράτους μέλους στο οποίο καταβάλλονται τα μερίσματα ή οι τόκοι, αλλά η επιστροφή των καθ’ υπέρβαση καταβληθέντων φόρων χορηγείται εντός 50 ημερών από την ημερομηνία πληρωμής.
Με τις εν λόγω τυποποιημένες διαδικασίες εκτιμάται ότι οι επενδυτές θα εξοικονομούν περίπου 5,17 δισ. ευρώ ετησίως.
Μια τυποποιημένη υποχρέωση υποβολής αναφορών θα παρέχει στις εθνικές φορολογικές διοικήσεις τα απαραίτητα εργαλεία για τον έλεγχο της επιλεξιμότητας για τον μειωμένο συντελεστή και για τον εντοπισμό πιθανών καταχρηστικών πρακτικών. Οι πιστοποιημένοι χρηματοπιστωτικοί διαμεσολαβητές θα πρέπει να αναφέρουν την καταβολή μερισμάτων ή τόκων στην αρμόδια φορολογική αρχή, ώστε η τελευταία να μπορεί να εντοπίσει τη συναλλαγή. Ειδικότερα, οι μεγάλοι χρηματοπιστωτικοί διαμεσολαβητές της ΕΕ θα υποχρεούνται να εγγραφούν σε εθνικό μητρώο πιστοποιημένων χρηματοπιστωτικών διαμεσολαβητών. Το μητρώο αυτό θα είναι επίσης ανοικτό σε μη ενωσιακούς και σε μικρότερους χρηματοπιστωτικούς διαμεσολαβητές της ΕΕ σε προαιρετική βάση.
Οι φορολογούμενοι που επενδύουν στην ΕΕ μέσω πιστοποιημένων χρηματοπιστωτικών διαμεσολαβητών θα επωφελούνται από ταχείες διαδικασίες παρακράτησης φόρου και θα αποφεύγουν τη διπλή φορολόγηση των πληρωμών μερισμάτων. Όσο περισσότεροι χρηματοπιστωτικοί διαμεσολαβητές εγγραφούν στο μητρώο, τόσο ευκολότερο θα είναι για τις φορολογικές αρχές να διεκπεραιώνουν τις αιτήσεις επιστροφής, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που χρησιμοποιείται.
Η πρόταση θα πρέπει να τεθεί σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2027, αφού εγκριθεί από τα κράτη μέλη.