«Η μάχη της προσεχούς Κυριακής είναι σε μεγάλο βαθμό υπαρξιακή για την ελληνική κοινωνία» δηλώνει ο Αλέξης Τσίπρας, σε συνέντευξή του στο «ΒΗΜΑ της Κυριακής», τονίζοντας ότι σε αυτήν κρίνεται «αν θα εφαρμοστεί ένα πρόγραμμα προοδευτικό που αντιμετωπίζει τα προβλήματα της καθημερινότητας, απελευθερώνει τη δυναμική της ελληνικής οικονομίας από την αδιαφάνεια και τα προνόμια των λίγων ισχυρών, βάζει την εργασία στο επίκεντρο και οικοδομεί ένα νέο και ισχυρό ΕΣΥ ή αν θα οδηγηθούμε σε μια ανεξέλεγκτη και ασύδοτη Δεξιά που θα θέσει σε κίνδυνο τα τελευταία ίχνη του κοινωνικού συμβολαίου της Μεταπολίτευσης».
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ επισημαίνει ότι γνωρίζει πως η μάχη είναι δύσκολη, αλλά προσθέτει ότι οι κάλπες θα είναι άδειες και ότι εφόσον «καταφέρουμε να πείσουμε για την ανάγκη να ενισχυθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, ο αριστερός δημοκρατικός πόλος του πολιτικού σκηνικού, όχι ως αντίβαρο αλλά ως η μοναδική πραγματική εναλλακτική κυβερνητική λύση, τότε ναι θεωρώ ότι οι συσχετισμοί μπορούν να αλλάξουν». Επισημαίνει, ωστόσο, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ «ακόμη και αν δεν καταφέρει να ανατρέψει τους συσχετισμούς, θα παραμείνει ο βασικός πυλώνας της προοδευτικής παράταξης και της Κεντροαριστεράς στον τόπο, γιατί εκπροσωπεί κοινωνικά συμφέροντα, ανάγκες και αξίες».
Παραλλήλως σχολιάζει ότι «η δεδομένη παράσταση νίκης για τη ΝΔ δημιουργεί φαινόμενα έπαρσης και αλαζονείας» και παραπέμπει στις «δηλώσεις Μπακογιάννη και Γεωργιάδη για τη μειονότητα και την αλλαγή του Συντάγματος, αντίστοιχα», για να υποστηρίξει στη συνέχεια πως «όλοι βλέπουν ότι στόχος της ΝΔ δεν είναι απλά να νικήσει αλλά να γίνει καθεστώς ανεξέλεγκτο. Για αυτό και επιθυμεί κατακερματισμό της προοδευτικής ψήφου σε πολλά και μικρά κόμματα και όχι έναν ισχυρό ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ που θα αποτελεί εναλλακτική κυβερνητική λύση».
Στο σημείο αυτό αναφέρει ότι βασικός πολιτικός και ιδεολογικός αντίπαλος του ΣΥΡΙΖΑ είναι η ΝΔ, ενώ σχολιάζει ότι τα υπόλοιπα κόμματα, απορρίπτοντας την ευκαιρία της απλής αναλογικής, «έπαιξαν τελικά το παιχνίδι της ΝΔ» και πως «με την τακτική των διμέτωπων και των ίσων αποστάσεων αντικειμενικά την ευνοούν». Υποστηρίζει ότι γι’ αυτό η ΝΔ «θέλει πολλά, μικρά και αδύναμα κόμματα, διότι στην πραγματικότητα αυτό που φοβάται είναι ο ισχυρός και με κυβερνητική προοπτική ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ».
Για το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει ότι είναι ρεαλιστικό, ριζοσπαστικό και άμεσα εφαρμόσιμο, «δίνει μια άλλη προοπτική για να σπάσει ο φαύλος κύκλος της αισχροκέρδειας, να μειωθούν οι άδικοι έμμεσοι φόροι, να αυξηθούν οι μισθοί και να επαναρυθμιστεί η αγορά εργασίας». Από την άλλη, υποστηρίζει ότι η ΝΔ «είναι προγραμματικά αδύναμη» και «έχει κινητοποιήσει έναν τεράστιο μηχανισμό ψευδών ειδήσεων και έχει εκτεθεί σε σειρά θεμάτων», όπως «στο ζήτημα της κοστολόγησης του δικού μας προγράμματος, που ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης παραδέχτηκε ότι δεν έγινε από κανένα ΓΛΚ, αλλά από τον μηχανισμό του Μαξίμου… ».
Κατηγορεί επίσης τη ΝΔ πως έκανε ό,τι μπορούσε ΝΔ «για να στρέψει την ατζέντα αλλού με fake news και δεν δίστασε να ανασύρει ακόμη και τη θεωρία του εσωτερικού εχθρού και της εθνικής εξαίρεσης για να κόψει τις διαρροές της από τα δεξιά». Τονίζει επίσης ότι οι δυνατότητες της χώρας δεν πρέπει να σπαταληθούν και παρουσιάζει την θετική ατζέντα του κόμματός του, η οποία περιλαμβάνει: καλύτερους μισθούς, επένδυση στη γνώση και την καινοτομία, ρύθμιση χρεών, μεταρρυθμίσεις στο κράτος, ισχυρό δημόσιο σύστημα υγείας, καλά σχολεία, έμφαση στις υποδομές και ισχυρούς θεσμούς.
Στην ερώτηση δε, αν οι επικείμενες κάλπες αποτελούν την ύστατη πολιτική και προσωπική εκλογική μάχη για εκείνον μετά από μία εκλογική ήττα 20 μονάδων, απαντώντας ότι δίνει «μια ακόμη, δύσκολη και πολύ κρίσιμη, δεν το κρύβω, πολιτική και ιδεολογική μάχη αλλά δεν θα είναι η τελευταία». «Θα συνεχίσω να μάχομαι όπως κάθε αριστερός για αυτά που πιστεύω και για αυτά που εκπροσωπώ. Δεν υπάρχουν ύστατες μάχες για την Αριστερά, γιατί έρχεται από πολύ μακριά και πάει πολύ μακριά».