H Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναμένεται να αυξήσει τα επιτόκιά της στα υψηλότερα επίπεδα εδώ και μία 20ετία σήμερα Πέμπτη 15 Ιουνίου, παρά το γεγονός πως η Ευρωζώνη έχει βυθιστεί, πια, σε ύφεση.
Οι αναλυτές και οι επενδυτές υποστηρίζουν πως οι ρυθμιστές θα προχωρήσουν σε άλλη μία αύξηση των επιτοκίων κατά 0,25%, αυξάνοντας τα επιτόκια αναφοράς στο 3,5%. Την τελευταία φορά που τα επιτόκια βρέθηκαν σε τόσο υψηλό επίπεδο, σύμφωνα με το Politico, ήταν το 2001.
Τα πρόσφατα μακροοικονομικά δεδομένα υποδεικνύουν πως η επιθετική στρατηγική της ΕΚΤ έχει αποτέλεσμα, κάτι το οποίο σημαίνει πως το νέο αφήγημα της Κριστίν Λαγκάρντ ενδέχεται να προσηλωθεί στην πιθανή αναμενόμενη περίοδο παύσης της σύσφιξης της νομισματικής της πολιτικής. Οι αγορές, πάντως, αναμένουν νέα αύξηση κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης Ιουλίου.
Η Λαγκάρντ τόνισε, πρόσφατα, πως τα επιτόκια της ΕΚΤ πλησιάζουν το αναγκαίο «υψόμετρο», ενώ υπογράμμισε πως η παγκόσμια τάση όσον αφορά την σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής έχει, πια, αρχίσει να αλλάζει.
Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και μετά την επιθετική στάση της ΕΚΤ, η οποία έχει αυξήσει τα επιτόκιά της από το -0,5% τον Ιούλιο στο 3,25% τον Μάιο- ο πληθωρισμός παραμένει υπερτριπλάσιος του πληθωριστικού στόχου της κεντρικής τράπεζας.
Σύμφωνα με την Ιζαμπέλ Σνάμπελ, τα μακροοικονομικά δεδομένα, τα οποία πρόκειται να επικαιροποιηθούν την Πέμπτη, θα υποδείξουν πως ο πληθωρισμός θα κυμανθεί άνω του πληθωριστικού στόχου για τέσσερα, περίπου, χρόνια πριν επιστρέψει τελικά στον πληθωριστικό στόχο του 2%.
Τα χειρότερα, όμως, φαίνεται πως έχουν περάσει. Ο γενικός πληθωρισμός έχει μειωθεί ταχύτερα από το αναμενόμενο από το 10,6% του περασμένου Οκτωβρίου στο 6,1% τον Μάιο. Ο δομικός πληθωρισμός ο οποίος δεν συμπεριλαμβάνει τις τιμές των τροφίμων και της ενέργειας και αποτελεί έναν γενικά καλύτερο τρόπο ένδειξης της γενικότερης πληθωριστικής πορείας της οικονομίας, ξεκίνησε να μειώνεται τον Απρίλιο.
Παράλληλα, η οικονομία της Ευρωζώνης αποδεικνύεται ασθενέστερη του αναμενόμενου. Αν και πρόκειται να καταγράψει περιορισμένη αύξηση αυτό το τρίμηνο, η Ευρωζώνη βρέθηκε τεχνικά σε καθεστώς ύφεσης τον χειμώνα, ενώ τα δεδομένα της βιομηχανικής παραγωγής και τα στοιχεία δανεισμού των τραπεζών υποδεικνύουν περαιτέρω προβλήματα στο εγγύς μέλλον. «Δεν προβλέπω οποιαδήποτε πραγματική ανάπτυξη», τόνισε ο οικονομολόγος της UniCredit, Έρικ Νίλσεν.
Συνήθως, η αδυναμία αυτή της οικονομίας θα ήταν αρκετή ως προς τον περιορισμό των τιμών. Παρ’ όλα αυτά, το χαμηλό ποσοστό της ανεργίας κρατά την εγχώρια ζήτηση υψηλή ακόμα και χωρίς ανάπτυξη της οικονομίας, ενώ η αυξημένη δυσπιστία στην εγκυρότητα των παραδοσιακών οικονομικών μοντέλων εντείνει τον σκεπτικισμό όσον αφορά την επιτυχημένη αντιμετώπιση του πληθωρισμού.
Τα δεδομένα της αγοράς εργασίας θα κρατήσουν την ΕΚΤ σε επιφυλακή. Ο μισθός ανά εργαζόμενο, ο οποίος αποτελεί κύριο δείκτη τον οποίο παρακολουθεί η ΕΚΤ, κατέγραψε ετήσια αύξηση της τάξης του 5,2% κατά τη διάρκεια του α’ τριμήνου του 2023, κάτι το οποίο «προφανώς προκαλεί πονοκέφαλο στην κεντρική τράπεζα», όπως ανέφερε ο οικονομολόγος της Danske Bank, Πίετ Χέινς Κρίστιανσεν. Η συνεχιζόμενη παροχή οικονομικής στήριξης από τις κυβερνήσεις όσον αφορά την αντιμετώπιση της κρίσης κόστους διαβίωσης, συνεχίζουν να ανησυχούν την κεντρική τράπεζα.
Οι κινήσεις της FED
Στις ΗΠΑ η FED, η οποία είχε ξεκινήσει αρκετά νωρίτερα τις αυξήσεις από την ΕΚΤ, ελπίζει τα ταχύτερη αποκλιμάκωση των τιμών –υπό το πρίσμα μάλιστα και των πρόσφατων αναταράξεων στον χρηματοπιστωτικό κλάδο της χώρας. Η FED όμως μπορεί κι αυτή να κάνει νέα αύξηση επιτοκίων τον Ιούλιο την ώρα που οι τιμές παραμένουν πάνω από το στόχο της.
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της Federal Reserve πρόκειται να κάνουν την πρώτη παύση μετά από συνεχή εκστρατεία αύξησης των επιτοκίων που ξεκίνησε πριν από 15 μήνες.
Ως εκ τούτου, σήμερα αναμένεται να διατηρήσει το βασικό της επιτόκιο δανεισμού στο εύρος 5% με 5,25%, σημειώνοντας την πρώτη παύση μετά από 10 διαδοχικές αυξήσεις από τον Μάρτιο του περασμένου έτους. Ενώ οι προσπάθειες των αξιωματούχων βοήθησαν στη μείωση των πιέσεων στις τιμές στην οικονομία των ΗΠΑ, ο πληθωρισμός παραμένει πολύ πάνω από τον στόχο τους.