Συνθήκη ορόσημο χαρακτήρισε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου την Συνθήκη της Λωζάννης, στο χαιρετισμό της για την έναρξη των εργασιών του διεθνούς συνεδρίου για τα 100 χρόνια από την υπογραφή της. Σημείωσε επίσης ότι ακρογωνιαίος λίθος της συνθήκης είναι η οριστική εδαφική διευθέτηση των συνόρων και ότι μόνο πάνω σε ένα τέτοιο στέρεο θεμέλιο μπορεί να διατηρηθεί η φιλία μεταξύ των λαών και η ειρηνική συνύπαρξη των κρατών.
Το συνέδριο για τα 100 χρόνια από τη Συνθήκη της Λωζάννης διοργανώνουν το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής.
Ο Χαιρετισμός της Προέδρου της Δημοκρατίας
«Με χαρά εγκαινιάζω σήμερα τις εργασίες του διεθνούς συνεδρίου για τα 100 χρόνια από τη Συνθήκη της Λωζάννης. Επιτρέψτε μου να συγχαρώ τους διοργανωτές για την ανάληψη αυτής της πολύ σημαντικής πρωτοβουλίας και την πρόσκληση τόσο διακεκριμένων ξένων και Ελλήνων ομιλητών, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για μια γόνιμη ανταλλαγή απόψεων και έναν εις βάθος προβληματισμό σε καίρια ζητήματα που σχετίζονται με τη διεθνή αυτή Συνθήκη, η οποία συνεχίζει να έχει καθοριστική σημασία για την περιοχή και τον κόσμο.
Η Συνθήκη της Λωζάννης είναι πράγματι μια συνθήκη-ορόσημο, η οποία καθιέρωσε τα εθνικά σύνορα στη γειτονιά μας και στη Μέση Ανατολή, με στόχο την αποκατάσταση της ειρήνης μετά τον καταστροφικό Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η επέτειος των εκατό χρόνων από την υπογραφή της συνιστά μια εξαιρετική ευκαιρία για να επιβεβαιώσουμε την ισχύ της και το σταθερό πλαίσιο που δημιούργησε, το οποίο εξακολουθεί να αποτελεί πυλώνα ειρήνης στην περιοχή.
Αναμφισβήτητα, ένα από τα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία της Διάσκεψης της Λωζάννης, από την οποία προέκυψε η ομώνυμη Συνθήκη, ιδίως από ανθρωπιστική άποψη, ήταν η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Πράγματι, αυτή ήταν η μοναδική ανταλλαγή αυτού του είδους στην παγκόσμια ιστορία που πραγματοποιήθηκε δυνάμει σύμβασης μεταξύ κρατών. Από την ανταλλαγή εξαιρέθηκαν οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης και οι ελληνορθόδοξοι χριστιανοί της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου, με τη Συνθήκη να ορίζει ρητά το πλαίσιο προστασίας των δικαιωμάτων των δύο μειονοτήτων. Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθώ στην ακμάζουσα μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης, σε λυπηρή αντίθεση με τη συνεχώς συρρικνούμενη ελληνική μειονότητα της Τουρκίας.
Βέβαια, η Λωζάννη δεν διευθέτησε μόνο ζητήματα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας μετά το τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου, ο οποίος σηματοδότησε την καταστροφική αποχώρηση της χώρας μας από τη Μικρά Ασία και τη σκληρή μοίρα του ελληνικού πληθυσμού που διαβιούσε εκεί για αιώνες.
Ως πολυμερής πράξη, που υπογράφηκε από την Τουρκική Δημοκρατία, από τη μία πλευρά, και τις Συμμαχικές Δυνάμεις, από την άλλη, η Συνθήκη είχε ευρύτερη γεωπολιτική σημασία, καθώς καθόρισε -και συνεχίζει να καθορίζει- τα σύνορα της Τουρκίας με τους γείτονές της, από το νοτιοανατολικό άκρο της ευρωπαϊκής ηπείρου έως τις βορειοδυτικές παρυφές της Μέσης Ανατολής.
Λίγες διεθνείς συνθήκες έχουν επιδείξει τόση ανθεκτικότητα όσο η Λωζάννη. Τα κράτη που την υπέγραψαν, συνάπτοντας μια συνθήκη για τον καθορισμό των συνόρων και της εδαφικής κυριαρχίας, επεδίωξαν να επιτύχουν σταθερότητα και οριστικότητα. Οποιαδήποτε προσπάθεια ανατροπής της θα υπονόμευε αναπόφευκτα την ειρήνη και την ισορροπία που έχει παραμείνει αμετάβλητη επί έναν αιώνα.
Εξάλλου, σύμφωνα με θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου, οι συνθήκες που καθορίζουν τα σύνορα δεν μπορούν να λήξουν και δεν “λήγουν”. Ούτε μπορούν να αναθεωρηθούν μονομερώς από ένα συμβαλλόμενο μέρος, χωρίς τη συναίνεση των άλλων.
Δράττομαι της ευκαιρίας να επισημάνω ότι η οριστική εδαφική διευθέτηση αποτελεί τον ίδιο τον ακρογωνιαίο λίθο της Συνθήκης. Μόνο πάνω σε ένα τέτοιο στέρεο θεμέλιο μπορεί να διατηρηθεί η φιλία μεταξύ των λαών και η ειρηνική συνύπαρξη των κρατών.
Καθώς ο αναθεωρητισμός, ο εθνικισμός και η παράνομη επιθετικότητα κάνουν τη δυσοίωνη εμφάνισή τους για μία ακόμα φορά στην ήπειρό μας, παραμένω βέβαιη ότι αυτή η Διάσκεψη θα φωτίσει την κληρονομιά της Λωζάννης ως προτύπου για την οικοδόμηση της ειρήνης, που μπορεί επίσης να εμπνεύσει εμάς και άλλους στο μέλλον.
Εύχομαι κάθε επιτυχία στις εργασίες του συνεδρίου».