Το ενδεχόμενο να παραταθεί η πολιτική αβεβαιότητα στην Ελλάδα, εγκυμονεί κινδύνους για τη δυναμική της ελληνικής οικονομίας, σύμφωνα με έκθεση της Allianz, η οποία προβλέπει συγκυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ μετά τις δεύτερες εκλογές.
Σύμφωνα με το report της Allianz, το πιο πιθανό αποτέλεσμα θα είναι ένας συνασπισμός μεταξύ της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ μετά τις δεύτερες εκλογές, καθώς ένας συνασπισμός μεταξύ των κομμάτων του ΣΥΡΙΖΑ (29%) και του ΠΑΣΟΚ θα χρειαζόταν πιθανότατα περισσότερα μικρότερα κόμματα για να κυβερνήσει.
«Aν η ΝΔ καταφέρει να διατηρηθεί στην εξουσία, αναμένουμε τη συνέχιση της σημερινής «συνετής» και προσανατολισμένης στην οικονομία πολιτικής, με κάποιους συμβιβασμούς με το ΠΑΣΟΚ», αναφέρει το τμήμα ανάλυσης της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής ασφαλιστικής εταιρίας.
Ωστόσο, ο τρόπος που καταγράφει το αδύναμο ενδεχόμενο διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ καταδεικνύει ότι δεν ανησυχεί αν τελικά καταστεί δυνατό, αλλά δεν το εντοπίζει μαθηματικά πιθανό.
Οι αναλυτές εστιάζουν στο νέο ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο που θα ισχύσει από το 2024, το οποίο περιορίζει την ελευθερία χάραξης δημοσιονομικής πολιτικής, επιβάλλοντας κόφτη δαπανών, με γνώμονα τον έλεγχο του χρέους. Επίσης, προτείνουν μηχανισμό πλαφόν για το χρέος για την ενίσχυση της δημοσιονομικής πειθαρχίας και αξιοπιστίας.
Στην έκθεση, επισημαίνεται, ότι ακόμα και υπό το δυσμενές σενάριο η Ελλάδα θα επιτύχει μείωση του χρέους κατά 30 μονάδες, κάτω από το 150% του ΑΕΠ μακροπρόθεσμα, γεγονός που αποτελεί ισχυρή δικλείδα ασφαλείας.
«Τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών στην Ελλάδα αυτή την Κυριακή θα είναι καθοριστικά για το αν η χώρα θα μπορέσει να διατηρήσει τη βιωσιμότητα του χρέους και να επιστρέψει στην επενδυτική βαθμίδα μέχρι το τέλος του έτους», επισημαίνει η Allianz.
Η ανάλυση των δημοσκοπήσεων
Το κυβερνών κόμμα της Νέας Δημοκρατίας (ΝΔ) προηγείται στις δημοσκοπήσεις με 36%, αλλά είναι απίθανο να κερδίσει την απόλυτη πλειοψηφία, καθώς πρόσφατες αλλαγές στον εκλογικό νόμο εμποδίζουν το νικηφόρο κόμμα να λάβει έδρες μπόνους. Ως αποτέλεσμα, είναι πιθανό να διεξαχθούν νέες εκλογές στις αρχές Ιουλίου, όπου θα ισχύσει μια “ενισχυμένη” πλειοψηφία, με το πρώτο κόμμα που θα λάβει 40 έδρες μπόνους να ανακηρύσσεται νικητής.
Οποιοδήποτε πολιτικό αδιέξοδο θα μπορούσε να απειλήσει μια βιώσιμη πορεία ανάκαμψης
Η οικονομία και το ΑΕΠ της Ελλάδας παραμένουν χαμηλότερα από ό,τι το 2008 πριν από το χτύπημα της κρίσης δημόσιου χρέους αλλά πλέον η χώρα έχει ανακάμψει εντυπωσιακά τα τελευταία τρία χρόνια, φθάνοντας στο τέλος του 2022 στο 6,4% πάνω από τα προ της πανδημίας επίπεδα.
Δεν υπάρχουν ουσιαστικοί κίνδυνοι
Ωστόσο, η κρατική στήριξη προς τα νοικοκυριά και τους καταναλωτές που ισοδυναμεί με περίπου 5,2% του ΑΕΠ προκάλεσε προσωρινή επιδείνωση της δημοσιονομικής δυναμικής μετά από χρόνια “αναγκαστικής” δημοσιονομικής πειθαρχίας και εξυγίανσης.
«Δεν βλέπουμε ουσιαστικούς κινδύνους απόκλισης από την ατζέντα “μετά το πρόγραμμα μακροοικονομικής εποπτείας”, αλλά ακόμη και μια μέτρια περίοδος πολιτικής αβεβαιότητας θα επιβάρυνε τις οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας», εκτιμά η Allianz.
Η Ελλάδα είναι ένας από τους κύριους δικαιούχους των κονδυλίων επόμενης γενιάς της ΕΕ, αλλά κρίσιμες μεταρρυθμίσεις (π.χ. μεταρρυθμίσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα για την αντιμετώπιση της ιδιωτικής υπερχρέωσης και την ενίσχυση των κεφαλαιαγορών ή μεταρρυθμίσεις για τη στήριξη του ιδιωτικού τομέα και τη βελτίωση του ρυθμιστικού πλαισίου) θα πρέπει να εφαρμοστούν τα επόμενα χρόνια για να λάβουν τους πόρους. Σε αυτό το πλαίσιο, οποιαδήποτε καθυστέρηση στην εφαρμογή λόγω παύσης της πολιτικής δραστηριότητας θα καθυστερήσει τον θετικό οικονομικό αντίκτυπο.
Η πολιτική αβεβαιότητα και η επενδυτική βαθμίδα
Η πολιτική αβεβαιότητα θα μπορούσε επίσης να καθυστερήσει την υποσχόμενη επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα μέχρι το τέλος του 2023, δεδομένου ότι η πολιτική και δημοσιονομική δυναμική της χώρας επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τις αποφάσεις αξιολόγησης.
Είναι ενθαρρυντικό ότι τα ελληνικά κρατικά ομόλογα διαπραγματεύονται τώρα σε αποδόσεις που συνάδουν με τις αποδόσεις των χωρών που αξιολογούνται με επενδυτική βαθμίδα και οι αγορές δεν φαίνεται να τιμολογούν οποιαδήποτε πολιτική αναταραχή.
Από την άλλη, το μεγαλύτερο μέρος του δημόσιου χρέους παραμένει σε επίσημα χέρια (76% το 2022 από 26% το 2011) και επιμήκυνση της μέσης διάρκειας του χρέους σε 17,5 έτη το 2022 (από 6,3 έτη το 2011), γεγονός που μετριάζει την επιβάρυνση από τα επιτόκια εν μέσω αύξησης των επιτοκίων πολιτικής. «Παρ’ όλα αυτά, αναμένουμε αύξηση της επιβάρυνσης του δημόσιου χρέους από τα χαμηλά επίπεδα-ρεκόρ που παρατηρούνται το 2022 (2,4% του ΑΕΠ), αν και όχι τόσο σημαντική όσο αναμένεται σε άλλες χώρες της περιφέρειας», προβλέπει ο οίκος.
Έρχεται το νέο… «Μνημόνιο»
Οι νέοι κανόνες προσφέρουν μια πορεία καθαρών δαπανών ανά χώρα που βασίζεται σε απλούστερους κανόνες και με μεγαλύτερη ευελιξία για την προσαρμογή των αναγκαίων δαπανών σε τομείς προτεραιότητας, με αντάλλαγμα αυστηρότερη εποπτεία και ισχυρότερη επιβολή.
Για την Ελλάδα, η διατήρηση της εστίασης στις δαπάνες που ενισχύουν την ανάπτυξη θα είναι απαραίτητη για τη σταθεροποίηση του χρέους μόλις οι τρέχουσες κυκλικές πιέσεις από την ενεργειακή κρίση υποχωρήσουν και δώσουν τη θέση τους στις διαρθρωτικές προκλήσεις από την πράσινη μετάβαση.
Τα αποτελέσματα της προσομοίωσης που έκανε η Allianz για το χρέος υποδηλώνουν ότι ο απλουστευμένος κανόνας δαπανών της ΕΕ ως ενιαίος λειτουργικός στόχος θα λειτουργούσε καλά για την Ελλάδα, υποδηλώνοντας μέση αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά +1,3% ετησίως, σύμφωνα με τη δυνητική ανάπτυξη.
Ο κανόνας αυτός μειώνει σημαντικά την πολυπλοκότητα του ισχύοντος δημοσιονομικού πλαισίου, ενώ εξακολουθεί να οδηγεί την κυβέρνηση προς μια αξιόπιστη εξυγίανση του χρέους. Ο συνδυασμός του με έναν μηχανισμό φρένου χρέους μπορεί επίσης να προσφέρει μεγαλύτερη ευελιξία στις ειδικές συνθήκες της Ελλάδας, επιτρέποντάς της μεγαλύτερη περίοδο προσαρμογής για τη μείωση του υπερβολικού χρέους.
Ακόμη και υπό ένα δυσμενές σενάριο για το χρέος, η Ελλάδα θα είναι σε θέση να μειώσει περαιτέρω το βάρος του χρέους της κατά περισσότερο από 30% σε λιγότερο από 150% του ΑΕΠ μακροπρόθεσμα. Η μέση πραγματική ανάπτυξη βάσει του κανόνα δαπανών θα είναι επίσης κατά μέσο όρο περίπου 1,3% ετησίως, που είναι κοντά στο δυνητικό προϊόν της χώρας.