Στην τελική ευθεία μπαίνουν πλέον τα κομματικά επιτελεία με ορίζοντα τις πρώτες εκλογές που θα διεξαχθούν στις 21 Μαΐου, Μια αναμέτρηση που θα κρίνει πολλά, καθώς σε αυτήν θα διαμορφωθεί το πολιτικό σκηνικό και από το αποτέλεσμά της θα καθοριστούν όλες οι πολιτικές εξελίξεις. Ωστόσο, το μόνο σίγουρο για αυτές τις εκλογές, οι οποίες θα διεξαχθούν με το σύστημα της απλής αναλογικής, είναι ότι κανένα κόμμα δεν μπορεί να κερδίσει την αυτοδυναμία.
Με αυτό ως δεδομένο, ανοιχτό είναι και το αν θα μπορέσει να υπάρξει από την Κυριακή κάποια κυβέρνηση συνεργασίας. Ο Μητσοτάκης και η ΝΔ επιμένουν στο αφήγημα ότι οι πρώτες εκλογές θα βγάλουν πρωθυπουργό, εννοώντας τον αρχηγό του πρώτου κόμματος, που κατά τον ίδιο, αλλά και με τα έως τώρα δημοσκοπικά ευρήματα θα είναι η ΝΔ.
Για τη δεύτερη αναμέτρηση, η προσφυγή στην οποία αποτελεί στρατηγική του κυβερνώντος κόμματος, ο Μητσοτάκης και η ΝΔ επισημαίνουν ότι θα δείξει το πως θα κυβερνήσει ο πρωθυπουργός: αν θα κυβερνήσει δηλαδή με μια αυτοδύναμη μονόχρωμη κυβέρνηση ή αν αυτή η αυτοδυναμία θα είναι μεν πολύχρωμη, αλλά θα παραμείνει μονοκομματική.
Ζήτημα συνεργασιών με βάση μια προγραμματική συμφωνία δεν μπαίνει για το κυβερνών κόμμα, η στρατηγική του οποίου επικεντρώνει στην επίτευξη αυτοδυναμίας, στις δεύτερες εκλογές του Ιουλίου. Στο πλαίσιο αυτό, ο Μητσοτάκης μπαίνει σε έναν διμέτωπο με τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, ειδικά μετά την γνωστή δήλωση Ανδρουλάκη ότι δεν θα στηρίξει κυβέρνηση με επικεφαλής τον Μητσοτάκη ή τον Τσίπρα. Μια δήλωση που προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις στελεχών του κυβερνώντος κόμματος, αλλά και παραφωνίες εντός του ΚΙΝΑΛ.
Την ίδια ώρα, ο Αλέξης Τσίπρας επιμένει ότι η πρώτη Κυριακή μπορεί να δώσει λύση, η οποία θα είναι στην κατεύθυνση της «προοδευτικής διακυβέρνησης». Θέτει βέβαια ως προϋπόθεση την πρωτιά του κόμματός του. Αν και δεν αποδέχεται ούτε ο ίδιος τον όρο του Ανδρουλάκη, αφήνει ανοιχτή την πόρτα και επιμένει ότι οι πρώτη αναμέτρηση θα δημιουργήσει τις συνθήκες για μια κυβέρνηση συνεργασίας. Στο πλαίσιο αυτό, υπερασπίζεται την απλή αναλογική, που η κυβέρνησή του ψήφισε, και τονίζει ότι τα κοινοβουλευτικά οφέλη που θα αποκομίσουν από αυτήν τα μικρά κόμματα, είναι αυτά που θα τα οδηγήσουν στην εκφορά ενός διαφορετικού πολιτικού λόγου την επομένη των εκλογών και θα τα φέρουν πιο κοντά στην επιλογή μιας κυβέρνησης συνεργασίας.
Από την πλευρά του, ο Νίκος Ανδρουλάκης, αφού ταρακούνησε το πολιτικό σκηνικό με την γνωστή δήλωσή του, επανέρχεται στο θέμα του προσώπου που θα αναλάβει την πρωθυπουργία, μετά τις εκλογές, τονίζοντας ότι «υποψήφιοι πρωθυπουργοί είναι όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί». Αξιοποιώντας μάλιστα το ότι «Μητσοτάκης και Τσίπρας λένε μεταξύ τους ότι ήταν κακοί κυβερνήτες και επικίνδυνοι» σημειώνει ως δικό του «συγκριτικό πλεονέκτημα» το ότι δεν έχει κυβερνήσει και δεν έχει καταστρέψει τη χώρα.
Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, ο οποίος επιδιώκει για το κόμμα του ένα καλό πλασάρισμα και έχει θέσει ως στόχο το διψήφιο ποσοστό, αρνείται ότι επιδίωξή του είναι να υποδείξει το πρόσωπο που θα πρωθυπουργοποιηθεί. Αντιθέτως διευκρινίζει τώρα ότι αυτό «θα πρέπει να συμφωνηθεί». Αναφέροντας δε ότι «υπάρχουν χώρες στην Ευρώπη, που πρωθυπουργός είναι ο αρχηγός του τρίτου κόμματος» βάζει και τον εαυτό του στο κάδρο.