Τεράστιο συγγραφικό εγχείρημα τεκμηρίωσης για το πρώην γερμανοναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπου είχαν δολοφονηθεί 122.797 άνθρωποι, από τους οποίους οι 3.700 ήταν Ελληνες.
Την τρομακτική πραγματικότητα του πρώην γερμανοναζιστικού στρατοπέδου συγκέντρωσης στο Μαουτχάουζεν της Ανω Αυστρίας, όπου οι 3.700 από τα πάνω από 100.000 θύματά του υπήρξαν Ελληνες, αναδεικνύει μέσα και από εκατοντάδες συνεντεύξεις με τους τελευταίους επιζώντες το συγγραφικό εγχείρημα με τίτλο «Η Ευρώπη στο Μαουτχάουζεν», του οποίου οι δύο πρώτοι τόμοι -από τους συνολικά τέσσερις- κυκλοφόρησαν αυτές τις μέρες.
Υπάρχει πολλή βιβλιογραφία για το Μαουτχάουζεν, ωστόσο στο τεράστιο αυτό εγχείρημα, που ξεκίνησε πριν από είκοσι χρόνια και συνεχίζεται μέχρι σήμερα με τη συνεργασία του Ινστιτούτου Ερευνας Διενέξεων του Πανεπιστημίου Βιέννης και του Αρχείου Τεκμηρίωσης της Αυστριακής Αντίστασης, συμμετέχουν 60 επιστήμονες από 19 χώρες.
Τον κεντρικό ρόλο στο εγχείρημα έχει ο διεθνώς γνωστός -στο μεταξύ ομότιμος- καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Βιέννης, Γκέρχαρντ Μποτς, ο οποίος στο παρελθόν έχει εξερευνήσει ενδελεχώς και δημοσιεύσει τα εγκλήματα της ναζιστικής Βέρμαχτ στην Ελλάδα, όπως τη σφαγή των Καλαβρύτων.
Μεταξύ άλλων στο νέο αυτό συγγραφικό εγχείρημα-έργο τεκμηρίωσης επιζώντων του Μαουτχάουζεν παρουσιάζονται αφενός οι ιστορίες 859 επιζώντων του στρατοπέδου εξόντωσης, οι οποίες καταγράφονταν με ήχο και βίντεο από το 2002 και υποβλήθηκαν σε επιστημονική επεξεργασία, αλλά και μια νέα εστίαση στον ρόλο του Μαουτχάουζεν στο σύστημα της ναζιστικής πολιτικής της κατάκτησης, υποδούλωσης και αφανισμού πληθυσμών του μεγαλύτερου μέρους τής τότε Ευρώπης.
Από άκρου εις άκρον της Γηραιάς Ηπείρου γίνονταν εκεί οι μεταγωγές δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων, που στο Μαουτχάουζεν και στα γύρω «παραρτήματά» του δούλευαν στα καταναγκαστικά έργα για τη διατήρηση της πολεμικής παραγωγής του Τρίτου Ράιχ, βασανίζονταν και δολοφονούνταν.
Ειδικά στην τελική φάση του πολέμου κρατούμενοι από άλλα στρατόπεδα συγκέντρωσης, που ήδη «απειλούνταν» με απελευθέρωσή τους από τους Συμμάχους, μεταφέρθηκαν στο σχετικά ασφαλές για τους ναζιστές Μαουτχάουζεν σε μια πρωτοφανή επιχείρηση σιδηροδρομικών μεταγωγών, αλλά και σε πορείες θανάτου με τα πόδια, για να μην μπορέσουν οι κρατούμενοι να απελευθερωθούν, αλλά να αφήσουν την τελευταία τους πνοή στο ναζιστικό καθεστώς.
Χαρακτηριστικό είναι πως τις τελευταίες εβδομάδες και ημέρες του πολέμου σημειώθηκαν στο αυστριακό έδαφος τα λεγόμενα «εγκλήματα τελικής φάσης», στα οποία -συχνά με τη συμμετοχή του πληθυσμού- έγιναν μαζικές δολοφονίες εκείνων που προσπάθησαν να δραπετεύουν από το στρατόπεδο εξόντωσης στο Μαουτχάουζεν ή από τα «παραρτήματά» του.
Στον πρώτο τόμο, «Μαουτχάουζεν και η εθνικοσοσιαλιστική πολιτική επέκτασης και δίωξης», δίνεται μια λεπτομερής επισκόπηση του στρατοπέδου συγκέντρωσης, της έρευνας και του έργου προφορικής ιστορίας, ενώ ο δεύτερος τόμος, «Εκτοπισμένοι στο Μαουτχάουζεν», εξετάζει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οι κρατούμενοι μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης από τα διάφορα μέρη του κόσμου.
Από τις εκατοντάδες μαρτυρίες διαπιστώνεται ότι ο προσδιορισμός της εθνικότητας στα ρούχα των κρατουμένων ήταν καθοριστικός για τις πιθανότητες επιβίωσης. Οι κρατούμενοι με σλαβική μητρική γλώσσα ήταν σε πολύ χειρότερη θέση από άλλους. Κατά κανόνα οι αιχμάλωτοι πολέμου από τη Σοβιετική Ενωση μπορούσαν να επιβιώσουν μόνο για πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Οι Νορβηγοί και Δανοί κρατούμενοι -αυτό εξετάζεται επίσης λεπτομερώς στον δεύτερο τόμο- επέζησαν κατά περίπου 90% και αυτό συνέβη επειδή οι ναζί τούς θεωρούσαν «φυλετικά ανώτερους».
Ο τρίτος τόμος της σειράς, ο οποίος -όπως και ο τέταρτος – βρίσκεται σε επεξεργασία και θα κυκλοφορήσει αργότερα, έχει στόχο να προσφέρει μια σε βάθος ματιά στις συνθήκες ζωής και επιβίωσης στο Μαουτχάουζεν, ενώ ο τελευταίος, τέταρτος, τόμος ασχολείται με την επιβίωση μετά το στρατόπεδο συγκέντρωσης και τα αντίστοιχα πλαίσια μνήμης και αφήγησης από τα οποία προέκυψαν οι αναφορές των επιζώντων.
Μέχρι την απελευθέρωσή του από συμμαχικά στρατεύματα στις 5 Μαΐου 1945 πάνω από 206.000 κρατούμενοι από όλη την Ευρώπη από συνολικά 70 χώρες γνώρισαν στο Μαουτχάουζεν ό,τι πιο απάνθρωπο μπορεί να συλλάβει ο ανθρώπινος νους και για τους 122.797 από αυτούς -ανάμεσά τους και 3.700 Ελληνες- η απελευθέρωση ήλθε πολύ αργά, είχαν ήδη αφήσει την τελευταία τους πνοή στα κρεματόρια του στρατοπέδου.
Μετά τον πόλεμο οι εγκαταστάσεις του ναζιστικού στρατοπέδου συγκέντρωσης μετατράπηκαν σε μουσείο και τόπο προσκυνήματος με μνημεία των χωρών που είχαν εκεί τα θύματά τους. Κάθε χρόνο στην επέτειο απελευθέρωσής του συρρέουν στο Μαουτχάουζεν πολλές χιλιάδες προσκυνητές από τα πέρατα της Ευρώπης, αλλά και οι ελάχιστοι πλέον εν ζωή από τους επιζώντες του.
Ο εκλιπών το 2011 αξέχαστος μεγάλος Ελληνας συγγραφέας, ποιητής και ακαδημαϊκός Ιάκωβος Καμπανέλλης, που υπήρξε επί δυόμισι χρόνια κρατούμενος στο Μαουτχάουζεν και ένας από τους ελάχιστους επιζώντες του, ήταν ο πρώτος, ο οποίος δημοσίευσε ήδη από το 1963 τα βιώματά του στο μυθιστόρημα-σταθμό «Μαουτχάουζεν», το οποίο έχει κάνει μέχρι σήμερα πάνω από 30 ανατυπώσεις και έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες.
Η αφήγηση αρχίζει με την απελευθέρωση του Μαουτχάουζεν και με γυρίσματα προς τα πίσω ξαναζωντανεύει τις μέρες του στρατοπέδου του θανάτου, αλλά παρακολουθεί και τους απελευθερωμένους-επιζώντες έως τη μέρα που πήραν τον δρόμο για τη νέα ζωή τους στη μεταπολεμική Ευρώπη.
Στο μνημειώδες μουσικό έργο του «Μαουτχάουζεν» ο παγκόσμιος Μίκης Θεοδωράκης μελοποίησε το 1965 ποίηση του Ιάκωβου Καμπανέλλη, ο οποίος είχε βρεθεί δίπλα στον κορυφαίο Ελληνα μουσικοσυνθέτη όταν εκείνος το είχε πρωτοπαρουσιάσει στον τόπο του μαρτυρίου, το πρώην ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, τον Μάιο του 1988.
Επρόκειτο για μια ιστορική συναυλία του με τη Μαρία Φαραντούρη, την Ανατολικογερμανίδα Γκίζελα Μάι και την Ισραηλινή Ελινόαρ Μοάβ-Βενιάδη (στα ελληνικά, γερμανικά και εβραϊκά αντίστοιχα), παρουσία τού τότε καγκελάριου της Αυστρίας, Φραντς Βρανίτσκι, και δεκάδων χιλιάδων προσκυνητών από όλη την Ευρώπη.
Ιστορικής σημασίας υπήρξε και η δεύτερη παρουσίαση του έργου από τον ίδιο τον συνθέτη, επίσης με τη συγκλονιστική ερμηνεία της Μαρίας Φαραντούρη και παρουσία πάλι του Αυστριακού καγκελάριου Φραντς Βρανίτσκι, τον Μάιο του 1995, στην 50ή επέτειο της απελευθέρωσης του Μαουτχάουζεν.