Στην απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να συνεχίσει τις αγορές ελληνικών κρατικών τίτλων ως το 2024, εστιάζει ο αμερικανικός οίκος αξιολόγησης Fitch. Σε έκθεσή του, ο οίκος επισημαίνει ότι αυτή η απόφαση ουσιαστικά αποτελεί στήριξη της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, καθώς περιορίζει οποιοδήποτε κίνδυνο απότομης ανόδου του κόστους δανεισμού, καθώς το Πανδημικό Πρόγραμμα Έκτακτης Αγοράς (PEPP) τελειώνει.
Όπως επισημαίνει η Fitch, η ΕΚΤ επιβεβαίωσε την Πέμπτη ότι οι καθαρές αγορές υπό το πλαίσιο του PEPP θα λήξουν από τα τέλη Μαρτίου του 2022, αλλά παρέτεινε την περίοδο επανεπένδυσης των ομολόγων που λήγουν κατά ένα έτος, έως το τέλος του 2024.
Το χρέος
Η Fitch εκτιμά ότι ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ υποχώρησε από το υψηλό του 2020 στο 206,3%, στο 197,3% φέτος. Παράλληλα, εκτιμά ότι η ΕΚΤ θα δώσει παράταση στο waiver για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα ως εχέγγυο μετά και τον Ιούνιο του 2022. Σημειώνει δε ότι η ΕΚΤ αναμένεται να παραμείνει ευέλικτη όσον αφορά στη διαχείριση του ελληνικού χρέους, για να αποφευχθούν οι αρνητικές επιδράσεις για τη χρηματοδότηση και τη ρευστότητα των τραπεζών.
Οπως αναφέρει, η επόμενη προγραμματισμένη ανασκόπηση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας (BB/σταθερές προοπτικές) είναι στις 14 Ιανουαρίου. «Η μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην επιστροφή του δημόσιου χρέους σε σταθερή καθοδική πορεία μετά το σοκ της Covid-19, στη συνεχή βελτίωση της ποιότητας ενεργητικού
των συστημικών τραπεζών και οι καλύτερες αναπτυξιακές προοπτικές μεσοπρόθεσμα θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε θετική κίνηση για το rating».
Τα ομόλογα
Η ΕΚΤ σημείωσε επίσης ότι, κατά τη διάρκεια πιθανών πιέσεων στην αγορά που σχετίζονται με την πανδημία, οι επανεπενδύσεις των ομολόγων του αγοράζονται μέσω του PEPP «μπορούν να προσαρμοστούν με ευελιξία σε βάθος χρόνου, λήξεων και τύπων και δικαιοδοσιών», συμπεριλαμβανομένης της αγοράς ελληνικών ομολόγων.
Ο αμερικανικός οίκος τονίζει ότι το PEPP υπήρξε μια σημαντική πηγή ευελιξίας χρηματοδότησης για την Ελλάδα, της οποίας τα κρατικά ομόλογα δεν είναι επιλέξιμα για τα υπόλοιπα προγράμματα της ΕΚΤ εξαιτίας της έλλειψης του investment grade από τους οίκους. Μέχρι το τέλος Νοεμβρίου, η ΕΚΤ είχε αγοράσει ελληνικούς κρατικούς τίτλους αξίας 34,9 δισ. ευρώ (19,3% του εκτιμώμενου ΑΕΠ του 2021). Έτσι, οι αγορές μέσω του PEPP συνέβαλαν στη διατήρηση των χαμηλών επιτοκίων του ελληνικού χρέους, με την απόδοση του 10ετούς να υποχωρεί σε περίπου 1,3% από πάνω από 2% που ήταν τον Μάιο του 2020.
Κατά τη Fitch, άλλοι παράγοντες οι οποίοι υποστηρίζουν επίσης τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, είναι το σημαντικό μαξιλάρι ρευστότητας που προβλέπεται να είναι κοντά στο 18% του ΑΕΠ στο τέλος του έτους και το οποίο καλύπτει το κόστος εξυπηρέτησης για ολόκληρο το 2022. Επιπλέον, η ευνοϊκή φύση του μεγαλύτερου μέρους του χρέους συνεπάγεται ότι το μέσο κόστος εξυπηρέτησης είναι χαμηλό (μεγάλη η μέση ωρίμανση του ελληνικού χρέους που φτάνει κοντά στα 19 χρόνια) και τα προγράμματα απόσβεσης είναι διαχειρίσιμα.
Παράλληλα, με το πρώτο βήμα να έχει υλοποιηθεί, η Fitch εκτιμά πως η ΕΚΤ θα μπορούσε να παρατείνει και το waiver προς τις ελληνικές τράπεζες, ώστε να συνεχίζουν να τοποθετούν τα ελληνικά ομόλογα ως collateral (έστω και σε χαμηλότερη ένταση), πεδίο ιδιαίτερα κρίσιμο εν μέσω των εγγυήσεων στο πλαίσιο του «Ηρακλή» Ι & ΙΙ, αλλά και των εσόδων που καταγράφουν οι τράπεζες από την επανατοποθέτηση της ρευστότητας στην ΕΚΤ με αρνητικά επιτόκια στις στοχευμένες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (TLTROs). Αξίζει να υπενθυμίσουμε πως το κίνητρο της ενίσχυσης της κερδοφορίας των ευρωπαϊκών τραπεζών οδήγησε την ΕΚΤ στη μείωση του επιτοκίου δανεισμού στις πράξεις TLTROs στις -100 μ.β τον Μάρτιο του 2020 ως μέρος του πακέτου στήριξης έναντι της πανδημίας του κορονοϊού, επιτρέποντας έτσι στις τράπεζες να καταγράφουν κέρδη επανακαταθέτοντας δάνεια TLTRO στην ΕΚΤ με το επιτόκιο καταθέσεων στις -50 μ.β. Αυτό το «μπόνους» των 50 μ.β θα τερματιστεί από ότι φαίνεται μετά τις 22 Ιουνίου, αλλά ακόμη και έτσι το πλαίσιο παραμένει ευνοϊκό σε σύγκριση με άλλες επιλογές στις αγορές.
Ωστόσο η Fitch επισημαίνει πως το πολύ υψηλό δημόσιο χρέος της χώρας αποτελεί ένα «αγκάθι» στην αξιολόγηση, εκτιμώντας πως από το υψηλό του 2020 που έφτασε στο 206,3% του ΑΕΠ υποχώρησε στο 197,3%% και εξακολουθεί να είναι το τρίτο υψηλότερο μεταξύ των κρατών που αξιολογεί. Από την άλλη, τα χαμηλότερα ελλείμματα και η σταθερή οικονομική ανάπτυξη θα στηρίξουν την περαιτέρω υποχώρησή του. Ο οίκος εκτιμά πως η ανάπτυξη θα φτάσει στο 8,3% φέτος με συνέχιση το 2022 καθώς η οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης επιταχύνουν και αυξάνουν τις πραγματικές δαπάνες, με την ανάπτυξη το 2022 στο 4,1% και στο 3,6% το 2023, τη στιγμή που ο δείκτης δημοσίου χρέους θα παραμείνει αυξημένος, λίγο χαμηλότερα από το 188% το 2023.