O 55χρονος Γιόακιμ Νάγκελ θα είναι ο νέος πρόεδρος της Μπούντεσμπανκ, της Κεντρικής Τράπεζας της Γερμανίας, αντικαθιστώντας τον Γιενς Βάιντμαν, ο οποίος είχε ανακοινώσει πριν από μερικούς μήνες αιφνιδιαστικά την αποχώρησή του στο τέλος του 2021. Την απόφαση αυτή εξέλαβαν από κοινού ο καγκελάριος Ολαφ Σολτς και ο Υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ, ανακοινώνοντας την μάλιστα μέσω κοινωνικών δικτύων και τονίζοντας, ότι σημαντικό κριτήριο για αυτή την επιλογή ήταν η «συνέχεια» και η «σταθερότητα» στην πολιτική της Κεντρικής Τράπεζας, του πιο αξιοσέβαστου θεσμού στη χώρα.
Ο Νάγκελ είναι ένας κλασσικός τραπεζίτης. Εχει υπηρετήσει την Μπούντεσμπανκ εδώ και 17 χρόνια, τα τελευταία μάλιστα και ως μέλος του Διοικητικού της Συμβουλίου. Πρώην μέλος του διοικητικού συμβουλίου της κρατικής αναπτυξιακής τράπεζας KfW Bank, ο Νάγκελ υπηρετούσε το τελευταίο διάστημα στην Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών. Αν και μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) και σχετικά λιγομίλητος σε ότι αφορά τις δημόσιες παρεμβάσεις του, θεωρείται και αυτός οπαδός της σκληρής δημοσιονομικής πειθαρχίας και των μέτρων κατά του πληθωρισμού. Αυτός είναι κι ο λόγος που η επιλογή του θεωρείται ως προϊόν μιας συναλλαγής σοσιαλδημοκρατών και φιλελευθέρων, που ικανοποιεί και τις δύο πλευρές.
Το ζήτημα της αντιμετώπισης του πληθωρισμού είναι αυτό που θεωρούν ως σημαντικό άλλοι τραπεζίτες της χώρας και έχουν εκφράσει την επιθυμία για πιο αποτελεσματική παρέμβαση της γερμανικής πλευράς στην ΕΚΤ (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) στον τομέα αυτό. Το ζητούμενο θα είναι η σχέση, που θα αναπτύξει η «ΜπούΜπα», όπως την αποκαλούν χαϊδευτικά οι οικονομικοί συντάκτες, με την ΕΚΤ το επόμενο διάστημα, καθώς υπήρχε τα τελευταία χρόνια η άποψη ότι οι δεσμοί ανάμεσα στα δύο κορυφαία ιδρύματα της Φρανκφούρτης δεν διένυαν και την καλύτερη περίοδο τους.
Αυτός θεωρείται και ο λόγος για την πρόωρη παραίτηση του Βάιντμαν, ο οποίος δεν είχε τις καλύτερες σχέσεις ούτε με τον Μάριο Ντράγκι, ούτε με τη διάδοχό του Κριστίν Λαγκάρντ. Πάντως στο Βερολίνο και στη Φρανκφούρτη εκτιμούν ότι έτσι κι αλλιώς σύντομα η πρόεδρος της ΕΚΤ, θα υποχρεωθεί να ανοίξει τη συζήτηση για την άνοδο των επιτοκίων στην Ευρωζώνη, ακολουθώντας το παράδειγμα ΗΠΑ και Βρετανίας
Η παραδοχή που κυριαρχεί αυτή την περίοδο στο γερμανικό Τύπο είναι ότι προς το παρόν η γερμανική πλευρά θα συνεχίσει να αποτελεί μειοψηφία μέσα στην ΕΚΤ, σε σχέση με τις διαφωνίες της για την πολιτική του «φθηνού χρήματος», που αποσκοπεί κυρίως στην στήριξη των οικονομιών του Νότου.
Ο Νάγκελ δεν συγκαταλεγόταν μέχρι τώρα στα φαβορί για την πλήρωση της «κενής θέσης», κυρίως λόγω του χαμηλού προφίλ που συνήθιζε να διατηρεί. Τώρα θα πρέπει να αποδείξει ότι αντέχει τη δημοσιότητα μαζί με τις ευθύνες που συνοδεύουν το αξίωμα του, που πολλοί το θεωρούν σημαντικότερο και από εκείνο του προέδρου της χώρας. Ιστορική έχει μείνει άλλωστε η φράση του Ζακ Ντελόρ: «Μπορεί όλοι οι Γερμανοί να μην πιστεύουν στο Θεό, αλλά όλοι πιστεύουν στη Μπούντεσμπανκ». Mια πίστη που θεμελιώθηκε ακριβώς στο «θρύλο» του θεματοφύλακα ενάντια στην απειλή του πληθωρισμού.