«Μόνο όταν αποτραβηχτεί η παλίρροια βλέπουμε ποιοι κολυμπούσαν… γυμνοί».
Η ρήση αυτή, που αποδίδεται στον Γουόρεν Μπάφετ, ταιριάζει γάντι στα όσα συμβαίνουν τις τελευταίες ημέρες με την κατάρρευση της Silicon Valley Bank, η οποία προκαλεί ανατριχίλες στους επενδυτές σε όλο τον κόσμο.
Αυτός είναι και ο λόγος που όλο το «σύστημα» έχει «πέσει πάνω» στο πρόβλημα, κινείται για να βρει λύση και κάνει καθησυχαστικές δηλώσεις.
Η ίδια η υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, η κυρία Τζάνετ Γιέλεν, έσπευσε να κάνει μια γενική δήλωση ότι οι καταθέτες δεν θα πρέπει να φοβούνται ότι θα χάσουν την πρόσβαση στα χρήματά τους και ότι οι αρμόδιες αρχές εργάζονται στην κατεύθυνση αυτή.
Ο πανικός είναι ο χειρότερος σύμβουλος και ουδείς γνωρίζει τι θα συμβεί εάν επικρατήσει ανησυχία με το άνοιγμα των αγορών τη Δευτέρα.
Η Ομοσπονδιακή Αρχή Ασφάλισης Καταθέσεων (Federal Deposit Insurance Corporation – FDIC) έχει κινητοποιηθεί για να καλύψει τις απαιτήσεις των καταθετών και σύμφωνα με πληροφορίες που διέρρευσαν στα αμερικανικά ΜΜΕ έχει ρευστοποιήσει τα μισά από τα διαθέσιμα της SVB, προκειμένου να επιστρέψει στους καταθέτες μέχρι 250.000 δολάρια (που είναι το ποσό μιας εγγυημένης κατάθεσης) τη Δευτέρα και μέχρι το 50% του υπολοίπου τους σε 1-2 μέρες.
Είναι πολύ πιθανό ότι οι παρεμβάσεις και η «διάσωση» θα αποτρέψουν τα χειρότερα, διασκεδάζοντας τις ανησυχίες και προκαλώντας «ανακούφιση» στις αγορές.
Ωστόσο, πέρα από αυτό, το γεγονός είναι ότι η υπόθεση της SVB αποτελεί case study, το οποίο δημιουργεί ευρύτερες ανησυχίες για τους κινδύνους που κρύβονται στο νέο περιβάλλον υψηλών επιτοκίων.
Αφενός, υπάρχει ο λεγόμενος συστημικός κίνδυνος, ήτοι το ενδεχόμενο κάποιες εταιρείες από όσες είχαν συναλλαγές με την SVB να βρεθούν σε δυσχερή θέση, να μην έχουν πρόσβαση στα χρήματά τους, να αθετήσουν δικές τους υποχρεώσεις και έτσι να δημιουργηθεί μια αλυσίδα προβλημάτων και πτωχεύσεων. Ή ακόμη, λόγω ανασφάλειας, μεγάλες εταιρείες να αρχίσουν να τραβάνε τα χρήματά τους και από άλλες τράπεζες, δημιουργώντας έτσι αντίστοιχα προβλήματα και αλλού.
Ο δεύτερος λόγος ανησυχίας είναι ότι οι λόγοι που οδήγησαν στην κατάρρευση της SVB αναδεικνύουν προβλήματα που μπορεί να κρύβονται και σε άλλους παίκτες της αγοράς, τα οποία μπορεί ανά πάσα στιγμή να εμφανιστούν υπό την πίεση που δημιουργεί η αύξηση των επιτοκίων.
Η SVB βρέθηκε σε δύσκολη θέση για μια σειρά από λόγους που ήρθαν στην επιφάνεια λόγω των υψηλών επιτοκίων.
Κατ΄αρχήν οι πελάτες της, που ήταν σε μεγάλο ποσοστό νεοφυείς εταιρείες (startup) υψηλής τεχνολογίας δυσκολεύονταν να αντλήσουν κεφάλαια και έτσι, άρχισαν να «τραβάνε» από τις καταθέσεις τους.
Πολλοί καταθέτες επίσης τράβηξαν κι εκείνοι τα χρήματά τους, για να τα μεταφέρουν σε αμοιβαία και άλλα προϊόντα με υψηλότερη απόδοση.
Το μεγάλο πρόβλημα όμως ήρθε από τις επενδύσεις της SVB, οι οποίες ήταν σε υπερβολικά μεγάλο ποσοστό σε μακροπρόθεσμα ομόλογα του αμερικανικού Δημοσίου. Η SVB είχε μεγάλη έκθεση σε τέτοια ομόλογα, που είχαν εκδοθεί πριν την άνοδο των επιτοκίων με χαμηλό «κουπόνι», και των οποίων η αξία υποχώρησε καθώς τα επιτόκια της FED ανέβαιναν.
Δεδομένου ότι δεν υπάρχει κάλυψη με ανάλογη αντιστάθμιση κινδύνου, αλλά και επειδή δεν είχε γίνει ένας πιο ασφαλής διαμοιρασμός στις διάρκειες των ομολόγων, το πρόβλημα ήρθε στην επιφάνεια όταν οι καταθέσεις άρχισαν να φεύγουν και η SVB αντιμετώπισε πρόβλημα ρευστότητας.
Λογιστικά, τα μακροχρόνια ομόλογα στο χαρτοφυλάκιό της SVB δεν δημιουργούσαν πρόβλημα, αφού τα είχε προς διακράτηση μέχρι τη λήξη τους. Όμως για να αντιμετωπίσει τη η διαρροή καταθέσεων αναγκάστηκε να πουλήσει ομόλογα, πριν τη λήξη, στην αξία αγοράς (mark to market).
H SVB προσπάθησε να αντλήσει 2,25 δισ. δολάρια για να καλύψει τις ζημιές από το χαρτοφυλάκιο ομολόγων, μέσω της Goldman Sachs, αλλά δεν τα κατάφερε και η προσπάθεια, αντίθετα, έδωσε το «σήμα» ότι υπήρχε πρόβλημα, γεγονός που οδήγησε σε μαζική απόσυρση καταθέσεων.
Ακόμη, δηλαδή, κι αν το πρόβλημα της SVB ήταν διαχειρίσιμο, η γνωστοποίηση της κατάστασης και οι πληροφορίες που διαχύθηκαν στα ΜΜΕ και στο διαδίκτυο προκάλεσαν μια χιονοστιβάδα που οδήγησε στην κατάρρευση.
Ορισμένοι επενδυτές, μάλιστα, κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αναρωτιούνται τι ρόλο έπαιξαν δηλώσεις και αναρτήσεις μεγαλο-παραγόντων της αγοράς οι οποίοι έριξαν «λάδι στη φωτιά».
Το πρόσθετο πρόβλημα είναι ότι για πολλές από τις εταιρείες τεχνολογίας που ήταν πελάτες της SVB, οι καταθέσεις τους εκεί ήταν κεφάλαιο κίνησης, επομένως κάποιες από αυτές ίσως αντιμετωπίσουν προβλήματα στη δική τους λειτουργία, προκαλώντας αλυσιδωτές επιπτώσεις εάν δεν έχουν πρόσβαση στα χρήματά τους.
Η κατάσταση στον κλάδο της τεχνολογίας και των startup είναι ιδιαίτερα κρίσιμη, καθώς οι εταιρείες του χώρου ευνοήθηκαν τα μέγιστα τα προηγούμενα χρόνια των μηδενικών επιτοκίων. Και τούτο διότι ελλείψει έντοκων αποδόσεων, πολλοί επενδυτές έστρεφαν τα κεφάλαιά τους στην τεχνολογία, με την προσδοκία κερδών από υπεραξία, έστω και με υψηλότερο ρίσκο.
Τώρα, όμως, που οι έντοκες αποδόσεις έχουν ανέβει, η κατάσταση έχει αντιστραφεί και οι επενδυτές αποφεύγουν το ρίσκο, στρεφόμενοι περισσότερο σε σταθερές αποδόσεις.
Πέρα, όμως, από το συστημικό, άμεσο πρόβλημα που δημιουργεί η SVB προκύπτει μια ευρύτερη ανασφάλεια, που έχει να κάνει με το ποιοι άλλοι παίκτες αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα, τα οποία ακόμα δεν έχουν φανεί, αλλά ίσως εκδηλωθούν ανά πάσα στιγμή.
Κάποιοι αναλυτές, για παράδειγμα επισημαίνουν ότι μεγάλες θέσεις σε μακροχρόνια ομόλογα ΗΠΑ -τα οποία σήμερα είναι σε τιμή χαμηλότερη από την ονομαστική- έχουν σημαντικοί παίκτες στην Ιαπωνία και σε άλλες ασιατικές χώρες.
Οι θέσεις αυτές δημιουργήθηκαν την περίοδο των μηδενικών επιτοκίων (από το 2014 έως το 2020).
Τι θα συμβεί -αναρωτιούνται- εάν κάποιοι από αυτούς τους «παίκτες» (από επενδυτικές τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες μέχρι κάθε είδους ιδιώτες ή θεσμικούς επενδυτές) έχουν πρόβλημα ρευστότητας και αντιμετωπίσουν προβλήματα παρόμοια με εκείνα της SVB;
Με άλλα λόγια, ποιοι κινδυνεύουν να βρεθούν κι εκείνοι «γυμνοί όταν αποτραβηχτεί η παλίρροια»;