Έσοδα- μαμούθ, που θα μπορούσαν να ξεπεράσουν κατά πολύ τα 18 δισεκατ. ευρώ του 2019, φτάνοντας τα 27 δισεκατομμύρια, θα μπορούσε να έχει ο ελληνικός τουρισμός το 2030. Αυτό βέβαια υπό προϋποθέσεις, κάποιες από τις οποίες είναι να έχει ξεπεραστεί η πανδημία, να μην ενσκύψουν νέες κρίσεις, αλλά και να συνεχίσει να πουλάει το τουριστικό προϊόν της χώρας μας. Αυτό διαπιστώνει μελέτη του ΙΝΣΕΤΕ (Ινστιτούτου του ΣΕΤΕ) «Ελληνικός Τουρισμός 2030 | Σχέδια Δράσης», που παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του συνεδρίου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) «Greek Tourism: Coming Back – Planning Forward».
Σύμφωνα με τη μελέτη, η οποία εκπονήθηκε από την κοινοπραξία εταιρειών Deloitte – Remaco για λογαριασμό του ΙΝΣΕΤΕ, στόχος είναι ο αριθμός των διανυκτερεύσεων να ανέλθει σε 307 εκατομμύρια όταν ο αντίστοιχος αριθμός για το 2019 είχε διαμορφωθεί σε 233 εκατ. και οι επισκέψεις ανά την Ελλάδα να φτάσουν τα 50 εκατομμύρια από 39 εκατ. που είχαν καταγραφεί το 2019.
Οι συγκεκριμένες επιδόσεις θα μπορούσαν να επιτευχθούν υπό τις προϋποθέσεις ότι τα μεγέθη του ελληνικού τουρισμού θα αποκατασταθούν πλήρως στα προ-πανδημίας επίπεδα έως το 2023, δεν θα υπάρξουν εξωγενείς κρίσεις το διάστημα 2023-2030 που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τον τουρισμό, θα υλοποιηθεί το στρατηγικό σχέδιο με έμφαση στις υποδομές και θα δοθεί βαρύτητα στο marketing και τη διαχείριση των προορισμών.
Η μελέτη του ΙΝΣΕΤΕ για την ανάπτυξη του ελληνικού τουρισμού προβλέπει τη δημιουργία σχεδίων δράσης σε 36 προορισμούς και clusters προορισμών και στις 13 περιφέρειες της χώρας, καθώς και ενός εθνικού σχεδίου δράσης. Μάλιστα, καταγράφονται τα εδραιωμένα και τα υποστηρικτικά τουριστικά προϊόντα ανά προορισμό, καθώς επίσης και οι ευκαιρίες ανάπτυξης ανά αγορά-στόχο σε κάθε περιφέρεια, με προτάσεις δράσεων.
Βασικοί στόχοι της μελέτης είναι η χρονική διεύρυνση της τουριστικής δραστηριότητας, η καλύτερη γεωγραφική κατανομή της τουριστικής ζήτησης και η αύξηση της μέσης δαπάνης, αλλά και της διάρκειας παραμονής των επισκεπτών στην Ελλάδα. Στη μελέτη αναπτύσσονται, επίσης, οι πέντε άξονες στους οποίους εδράζεται σε μεγάλο βαθμό η περαιτέρω ανάπτυξη του ελληνικού τουρισμού: η βελτίωση των υποδομών και η αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος, η ψηφιακή αναβάθμιση και ο μετασχηματισμός του τουριστικού οικοσυστήματος, το marketing, η προστασία του περιβάλλοντος και η αειφορία, και, τέλος, η ενίσχυση των δεξιοτήτων.
Ο Ηλίας Κικίλιας, γενικός διευθυντής του ΙΝΣΕΤΕ, στο πλαίσιο παρουσίασης της έρευνας τόνισε: «Στο επίκεντρο της μελέτης “Ελληνικός Τουρισμός 2030 | Σχέδια Δράσης” τέθηκε η έννοια του «προορισμού», ως θεμελιακή μονάδα ανάλυσης, σχεδιασμού, χάραξης και υλοποίησης πολιτικής, άσκησης διακυβέρνησης, διαχείρισης και marketing, που δεν ταυτίζεται υποχρεωτικά με διοικητικά όρια. Η επιλογή αυτή αποτελεί και την πρωταρχική καινοτομία του έργου μας. Κύριο μήνυμα είναι ότι ο κάθε προορισμός έχει τη δυνατότητα να διαμορφώσει τη δική του μοναδική αλυσίδα αξίας και εμπειριών, τη δική του αναπτυξιακή διαδρομή με όρους βιωσιμότητας, ανταγωνιστικότητας και ανθεκτικότητας. Αλλά υπό τις προϋποθέσεις επάρκειας και καταλληλότητας των δημοσίων υποδομών, τεχνογνωσίας και εξειδίκευσης ως προς τον σχεδιασμό, συντονισμένης κι αποτελεσματικής διακυβέρνησης και ουσιαστικής συνεργασίας του δημοσίου με τον ιδιωτικό τομέα».
Από την πλευρά του ο Αρης Ικκος, επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΣΕΤΕ, επεσήμανε: «Τα προηγούμενα εθνικά σχέδια για τον τουρισμό προσδιόριζαν το «τι;» προϊόντα πρέπει να αναπτυχθούν. Αυτή η μελέτη προχωράει στο «πώς;» θα αναπτυχθούν. Για το λόγο αυτό επιλέξαμε συγκεκριμένους προορισμούς και προσδιορίσαμε ποια προϊόντα μπορεί να αναπτύξει ο κάθε προορισμός και σε ποιες αγορές να απευθυνθεί, λαμβάνοντας υπόψη ότι η ανάπτυξη του τουρισμού προς το 2030, απαιτεί δημιουργία σύνθετων, και όχι μονοθεματικών, προϊόντων και υπηρεσιών, που θα επιτρέπουν στους τουρίστες να αποκτήσουν τις εμπειρίες που αποζητούν. Με τα νέα αυτά προϊόντα θα είναι εφικτή η περαιτέρω διείσδυση σε εδραιωμένες και ώριμες αγορές, καθώς και η ανάπτυξη long-haul αγορών στη μετά Covid εποχή».