Μπορεί τα συνδικάτα να μην περνούν την καλύτερη περίοδο, να βρίσκονται σε μακρόχρονη κρίση, εν μέρει λόγω των συστηματικών επιθέσεων που δέχονται από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, εν μέρει γιατί δεν έχουν καταφέρει να απαλλαγούν από τις δικές τους πολλές παθογένειες.
Ωστόσο, παραμένουν το μόνο όπλο που έχουν στα χέρια τους οι εργαζόμενοι για να υπερασπιστούν τα ελάχιστα και τα αυτονόητα. Να διαπραγματευτούν συλλογικά τους μισθούς, τον χρόνο και τους όρους εργασίας.
Χωρίς τα συνδικάτα -έστω και με τις γραφειοκρατικές αγκυλώσεις τους, τη δυσκολία τους να παρακολουθήσουν τις ραγδαίες εξελίξεις στην αγορά εργασίας και στις εργασιακές σχέσεις, αλλά και την ελληνική… παράδοση κρατικού πατερναλισμού, με τις υποχρεωτικές συνδρομές μέσω μισθοδοσίας ή τις χρηματοδοτήσεις- οι εργαζόμενοι εγκαταλείπονται στο έλεος εργοδοτών με σταθερή «τάση» παραβίασης της εργατικής νομοθεσίας.
Στο έλεος «κανονισμών προσωπικού», όπως αυτός που επέβαλε σε 5.000 εργαζόμενους η αλυσίδα Jumbo, με τις πλάτες και την έγκριση του υπουργείου Εργασίας. Σε αυτά τα αποδυναμωμένα πλην απολύτως αναγκαία συνδικάτα η κυβέρνηση θέλει να δώσει τη χαριστική βολή.
Με πρόσχημα τη διαφάνεια, επιβάλλει μια γραφειοκρατική τελετουργία εγγραφής σε μητρώο, εφαρμόζοντας στην ουσία ένα ιδιότυπο καθεστώς κρατικής εποπτείας και επιτήρησης στις συνδικαλιστικές οργανώσεις.
Καταλύει την αυτονομία τους, καταστρατηγεί το Σύνταγμα και τις θεμελιώδεις διατάξεις για το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, της συλλογικής διαπραγμάτευσης, της απεργίας, παραβιάζει ακόμη και την αυτοτέλεια της Δικαιοσύνης, που μέχρι σήμερα ήταν αρμόδια να κρίνει τη νομιμότητα κάθε συνδικαλιστικής συλλογικότητας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η σπουδή της κυβέρνησης να εφαρμόσει τις αντισυνδικαλιστικές διατάξεις του νόμου Χατζηδάκη από την 1/1/2022 απηχεί τις γνωστές ιδεοληψίες της Ν.Δ. και όλων των συντηρητικών και νεοφιλελεύθερων δυνάμεων που βλέπουν τη συνδικαλιστική δράση ως «εμπόδιο στην ανάπτυξη και τις επενδύσεις».
Ομως, πέραν αυτού κρύβει και ένα βαθύτερο, ανομολόγητο φόβο για το μέλλον. Η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, οι νέες μορφές απασχόλησης, η εργασία στις ψηφιακές πλατφόρμες, εκτός από αποδυνάμωση των παραδοσιακών συνδικάτων είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσουν νέες μορφές ριζοσπαστικοποίησης των εργαζόμενων.
Αργά ή γρήγορα θα γεννήσουν νέου τύπου συλλογικότητες και συνδικάτα. Και σε αυτές τις αδιαμόρφωτες ακόμη μορφές συνδικαλιστικής δράσης, κυβερνήσεις και εργοδοτικές ενώσεις σπεύδουν να ορθώσουν προκαταβολικά ανυπέρβλητα εμπόδια.