Ποιός φταίει λοιπόν για το ακριβό ρεύμα, που αναγκάζονται εδώ και μήνες πλέον να πληρώνουν οι Ευρωπαίοι πολίτες, χωρίς μάλιστα να γνωρίζουν αν αυτό πρόκειται κάποια στιγμή να τελειώσει; Είναι μια συνωμοσία του Πούτιν για να αναγκάσει τις Βρυξέλλες να αποδεχτούν τον αγωγό Νordstream 2; Αυτή μοιάζει να είναι η κυρίαρχη αντίληψη σε πολλά ευρωπαϊκά ΜΜΕ και υιοθετείται και στη χώρα μας, τροφοδοτώντας μάλιστα και αφελή «non papers» του τύπου «Ο Μητσοτάκης θα πιέσει τον Πούτιν για φθηνότερο φυσικό αέριο», που κατέληξαν τελικά μπούμερανγκ για τους συγγραφείς τους.
Αυτό που κάποιοι συνειδητά αμελούν να αναφέρουν είναι ότι η αγορά ρεύματος στην ΕΕ έχει υποστεί με «φανατισμό» μια διαδικασία απελευθέρωσης, που ξεκίνησε από τη δεκαετία του 1990 και προωθείται με στόχο τον περισσότερο «ανταγωνισμό», αλλά και το διαχωρισμό της παραγωγής από τη διανομή και μεταφορά. Η πίστη στην δύναμη του «αόρατου χεριού» της αγοράς δεν φαίνεται να κλονίζεται ούτε τώρα, που βλέπουμε τις τιμές να εκτοξεύονται στα ύψη.
Ετσι είχαμε για παράδειγμα το εξής παράδοξο: Στις συνόδους κρίσεως κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου η Ανγκέλα Μέρκελ παρέμενε ακράδαντα στην πεποίθηση ότι δεν φταίνε οι αγορές, άρα δεν χρειάζεται παρέμβαση, αφού αυτές θα βρουν και πάλι τις ισορροπίες τους. Αυτή ήταν μια μάλλον μεταφυσική αντίληψη, αν δεν γνωρίζει τουλάχιστον κανείς όσα μπορεί να γνωρίζει η πρώην Γερμανίδα καγκελάριος, η οποία σημειωτέον προσέθετε, ότι δεν φταίει ούτε ο Πούτιν για την άνοδο των τιμών.
Αυτό που κανείς Ευρωπαίος ηγέτης δεν ενδιαφέρθηκε να αναζητήσει είναι τι συμβαίνει τελικά στην Ολλανδία. Eκεί που έχει την «έδρα» του το TTF (Title Transfer Facility ή Ταμείο Μεταφοράς Τίτλων) ένα εικονικό σημείο διαπραγμάτευσης/συναλλαγών φυσικού αερίου στην Ολλανδία. Στην ουσία μια πλατφόρμα, στην οποία πραγματοποιούνται xρηματοοικονομικές συναλλαγές φυσικού αερίου. Το TTF παρέχει τη δυνατότητα σε συμμετέχοντες της χονδρεμπορικής Ολλανδικής αγοράς φυσικού αερίου να εμπορεύονται βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα συμβόλαια φυσικής παράδοσης φυσικού αερίου καθώς και προθεσμιακά προϊόντα μελλοντικής εκπλήρωσης φυσικού αερίου (παράγωγα).
Το TTF αποτελεί δηλαδή ένα «χρηματιστήριο», το εικονικό σημείο συναλλαγών φυσικού αερίου με τη μεγαλύτερη χρήση και ρευστότητα στην Ευρώπη και ορίζει τις ευρωπαϊκές χρηματιστηριακές συναλλαγές της αγοράς φυσικού αερίου. Εκεί λοιπόν παρατηρούνται έντονα φαινόμενα κερδοσκοπίας, που κανείς δεν δείχνει διάθεση να ελέγξει. Η ιστοσελίδα «ΕU Observer» σημείωνε πρόσφατα: «Ορισμένοι έμποροι υπονόησαν ότι οι διακυμάνσεις των τιμών προκαλούνται σχεδόν εξ ολοκλήρου από κερδοσκοπικές συναλλαγές στις αγορές TTF. “Το TTF είναι ο λόγος για την αστάθεια στις αγορές της Ασίας και του Ατλαντικού, καθώς τα θεμελιώδη μεγέθη του LNG παρέμειναν αρκετά σταθερά αυτόν τον μήνα”, δήλωσε ένας έμπορος LNG με έδρα τη Σιγκαπούρη. “Είναι αδύνατο να πούμε γιατί οι τιμές αυξάνονται ή πέφτουν”».
Μάλλον θα είναι αφύσικο να μην είχε ακούσει ποτέ κάτι για το ρόλο του Ταμείου αυτού η κυρία Μέρκελ. Δε μπορεί να μην αναρωτήθηκε ποτέ γιατί η τιμή του φυσικού αερίου εκτοξεύτηκε κατά 800% από τον περασμένο Μάρτιο.
Υπάρχει όμως και ένα άλλο ζήτημα αιχμής. Η εννιαία αγορά ενέργειας αποτελεί ακόμα στόχο που δεν φαίνεται να μπορέσει να υλοποιηθεί πριν το 2030 στην Ευρώπη. Η τιμή του ρεύματος παραμένει εθνική υπόθεση και εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, κυρίως από το ποσοστό φόρων, εισφορών και άλλων «έξτρα» επιβαρύνσεων στην τελική τιμή για τον ιδιώτη καταναλωτή. Στη Γερμανία που έχει το ακριβότερο ρεύμα στην Ευρώπη οι επιβαρύνσεις αυτές φτάνουν το 52,6%, και έχουν να κάνουν με εισφορές που αφορούν την ενεργειακή μετάβαση και την προώθηση των ΑΠΕ, στη Μάλτα που έχει από τις χαμηλότερες τιμές είναι μόλις 4,8% και στην Ελλάδα 31,2%.
Ομως ο κανόνας της ΕΕ είναι ότι η «καθαρή» τιμή του ρεύματος είναι ουσιαστικά προσανατολισμένη στο ακριβότερο εργοστάσιο παραγωγής. Ο κομψός τρόπος διατύπωσης μέσα από δελτία τύπου των αρμοδίων υπηρεσιών λέει το εξής:
«Η χονδρική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας του μπλοκ λειτουργεί με βάση την οριακή τιμολόγηση, γνωστή και ως “αγορά πληρωμής με καθαρή χρέωση”. Στο πλαίσιο αυτού του συστήματος, όλοι οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας – από ορυκτά καύσιμα μέχρι αιολική και ηλιακή ενέργεια – υποβάλλουν προσφορές στην αγορά και προσφέρουν ενέργεια ανάλογα με το κόστος παραγωγής τους. Η προσφορά ξεκινά από τους φθηνότερους πόρους – τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας – και τελειώνει με τον πιο ακριβό – συνήθως φυσικό αέριο. Δεδομένου ότι οι περισσότερες χώρες εξακολουθούν να βασίζονται στα ορυκτά καύσιμα για να καλύψουν όλες τις απαιτήσεις ενέργειας τους, η τελική τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας συχνά καθορίζεται από την τιμή του άνθρακα ή του φυσικού αερίου. Εάν το αέριο γίνει πιο ακριβό, οι λογαριασμοί ηλεκτρικής ενέργειας αναπόφευκτα αυξάνονται, ακόμα κι αν καθαρές, φθηνότερες πηγές συμβάλλουν επίσης στη συνολική παροχή ενέργειας».
Ετσι αυτή τη στιγμή η εκτόξευση της τιμής του φυσικού αερίου, στέλνει στα ύψη και την τιμή προ φόρων. Αυτός είναι και ο λόγος, που διαμαρτύρονται χώρες, όπως η Γαλλία που συνεχίζει στα πυρηνικά της εργοστάσια να παράγει ρεύμα με το ίδιο ακριβώς κόστος, αλλά είναι υποχρεωμένη να το πουλά ακριβότερα. Ανάλογες διαμαρτυρίες προέρχονται και από τους Ισπανούς. Ενώ η Νορβηγία που δεν ανήκει στην ΕΕ, αλλά έχει ενταχθεί στο σύστημα της διαμόρφωσης τιμών της υποχρεώνεται να χρεώνει στους πολίτες της πανάκριβα ρεύμα, που μπορεί να παράγει φτηνά με υδροηλεκτρική ενέργεια. Ούτε σε αυτό το κομμάτι όμως οι Βρυξέλλες δεν έδειξαν διατεθιμένες να παρέμβουν και να αποδεχτούν την πρόταση για να αλλάξει το σύστημα. Περιμένουν δηλαδή και πάλι την ομαλοποίηση από το «αόρατο χέρι της αγοράς». Μόνο που αυτό συνεχίζει να παραμένει αόρατο και να κάνει αόρατα και τα ευρώ από τις τσέπες του απλού καταναλωτή.
Δεν είναι λοιπόν απλώς μια «συνωμοσία της Μόσχας». Αλλά ακόμα και αν ήταν, ακόμα και αν οι τιμές επηρεάζονται σήμερα από κάποια «παιχνίδια του Πούτιν» οι υπεύθυνοι στις Βρυξέλλες φέρουν ευθύνη γιατί δημιούργησαν ένα σύστημα, που αφήνει απροστάτευτους τους πολίτες απέναντι σε τέτοια παιχνίδια. Και όπως φαίνεται θα συνεχίσει στην ίδια πορεία, με το πρόβλημα πιθανώς να επιδεινώνεται.
Ο οποίος μέσος Ευρωπαίος καταναλωτής, βεβαίως δεν έχει ούτε την πρόσβαση σε τόσο σύνθετες πληροφορίες, ούτε τη δυνατότητα να τις αποκωδικοποιήσει και ταξινομήσει για να καταλάβει ότι η περιβόητη απελευθέρωση της αγοράς, τελικά όχι μόνο δεν έγινε προς όφελός του, αλλά αποδείχτηκε ότι είχε τεράστιες δομικές αδυναμίες. Αυτές τις αδυναμίες προσπαθούν να σκεπάσουν τώρα οι ιεροκήρυκες της απελευθέρωσης είτε με ομιχλώδεις θεωρίες συνωμοσίας, είτε με αναλύσεις για το πόσο αχόρταγοι καταναλωτές γίναμε όλοι μας μετά την πανδημία, είτε με εκκλήσεις για τις θυσίες, που πρέπει να υποστούμε για να σωθεί ο πλανήτης.
Για μια ακόμα φορά η ΕΕ αποτυγχάνει σε ένα κομβικό ζήτημα, που αφορά την καθημερινότητα εκατομμυρίων ανθρώπων, αλλά αποφεύγει να αναλάβει τις ευθύνες της και κυρίως να απαλλαγεί από τις νεοφιλελεύθερες εμμονές, που ευνοούν μόνο τους κερδοσκόπους και καμιά σχέση δεν έχουν με την βελτίωση της ποιότητας της ζωής μας.