Tην εβδομάδα, που μας πέρασε η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν επανέλαβε από το Νταβός το μάλλον αόριστο σχέδιο της για την ενίσχυση της «ευρωπαϊκής βιομηχανίας» απέναντι στον ανταγωνισμό από την Κίνα και τις ΗΠΑ. Αόριστο γιατί ακόμα δεν έχει λυθεί η μεγάλη διαφωνία σε ότι αφορά την προσέγγιση για την χρηματοδότησή του. Θα χρειαστεί νέος «κοινός δανεισμός» και δημόσιες επιδοτήσεις, όπως προτείνει η Γαλλία ή «δεν χρειάζονται άλλα χρέη», όπως επιμένει η Γερμανία που περιορίζεται στην ανακατεύθυνση αδιάθετων πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Επειδή το ζήτημα αναδεικνύεται σε κομβικό για το μέλλον της ευρωπαϊκής οικονομίας, όπως παραδέχονται και οι δύο πλευρές, αν τελικά Παρίσι και Βερολίνο δεν συμφωνήσουν στο «πώς», η συζήτηση θα συνεχίσει να περιορίζεται στο «αν».
Ενας γάμος από συμφέρον
Αυτό το Σαββατοκύριακο, οι κυβερνήσεις των δύο χωρών γιόρτασαν την 60η επέτειο της Συνθήκης των Ηλυσίων με μια σύνοδο κορυφής. Ηδη, πριν τα δύο κράτη επιβεβαιώσουν την αμοιβαία φιλία τους στις 22 Ιανουαρίου 1963, είχαν ήδη καταστεί επιχειρηματικοί εταίροι: στην αρχή της ευρωπαϊκής ενοποίησης, η «Montanunion» ήταν μια στρατηγική επιλογή της βιομηχανικής πολιτικής για την προστασία σημαντικών τομέων, απέναντι στις ΗΠΑ. Αυτή η προστασία εξακολουθεί να είναι σημαντική και για τους δύο σήμερα – και μάλιστα όλο και περισσότερο, μετά τις πρόσφατες εξαγγελίες Μπάιντεν για τη στήριξη της οικονομίας των ΗΠΑ.
Οι αντιφάσεις της γαλλογερμανικής συνεργασίας αντικατοπτρίζουν τις αντιφάσεις ολόκληρου του οικοδομληματος της ΕΕ. Δώδεκα χρόνια πριν από τη σύναψη της Συνθήκης των Ηλυσίων, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα, ιδρύθηκε με πρωτοβουλία της κυβέρνησης του Σαρλ ντε Γκολ. Όλη η παραγωγή άνθρακα και χάλυβα στη Γερμανία και τη Γαλλία συγκεντρώθηκε σε έναν οργανισμό υπό κοινό έλεγχο. Αφετηρία ήταν η οικονομική καθυστέρηση των ευρωπαϊκών χωρών σε σχέση με τις ΗΠΑ. Για να αποτρέψουν έναν καταστροφικό αγώνα επιδοτήσεων και μια ανεξέλεγκτη συρρίκνωση των βιομηχανιών τους εν καιρώ πολέμου, η Γαλλία και η ΟΔΓ συμφώνησαν σε ένα σύστημα κρατικών επιδοτήσεων και ποσοστώσεων παραγωγής. Με αυτόν τον τρόπο, αυτοί οι στρατηγικοί τομείς έπρεπε να εξορθολογιστούν βήμα προς βήμα και να καταστούν ανταγωνιστικοί στην παγκόσμια αγορά. Η Ιταλία και οι χώρες της Μπενελούξ προσχώρησαν στη συμφωνία. Αυτό έθεσε τα θεμέλια για μια ευρωπαϊκή ενοποίηση που υπάρχει σήμερα ως ΕΕ.
Το «μυαλό» πίσω από το σχέδιο ήταν ο γενικός επίτροπος του γαλλικού οικονομικού σχεδίου, Ζαν Μονέ, ο οποίος σήμερα θεωρείται ένας από τους «πατέρες της Ευρώπης». Περιέγραψε το κίνητρό του ήδη από το 1947: «Για να ενισχύσουμε τη δύναμη των δυτικοευρωπαϊκών κρατών και να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τον κίνδυν,ο που μας απειλεί από την αμερικανική υπερδύναμη, πρέπει να δημιουργηθεί μια πραγματική αντιδύναμη για αυτό, η οποία θα είναι δυνατή μόνο με την τελική ενοποίηση της Ευρώπης».
Γερμανοί και Γαλάτες
Ο Ντε Γκωλ δεν είχε πρόβλημα να κρύψει τις προθέσεις του: »Επί αιώνες οι Άγγλοι προσπαθούσαν να εμποδίσουν τους Γαλάτες και τους Γερμανούς να προσεγγίσουν. Σήμερα είναι οι Αμερικανοί». Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν οικονομικά και πολιτικά νικήτριες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και δεν έβλεπαν ακόμα την Ευρώπη ως απειλή. Εκτιμούσαν επίσης σωστά ότι η νέα «Ενωση» θα έδενε τη νεαρή Ομοσπονδιακή Δημοκρατία στη δυτική ολοκλήρωση. Η κυβέρνηση του Κόνραντ Αντενάουερ χαμήλωσε πάντως τον πήχυ των γαλλικών προσδοκιών και φρόντισε να εισάγει ένα προοίμιο στη Συνθήκη των Ηλυσίων, όπου σημειωνόταν ότι η γαλλογερμανική συνεργασία συνδέεται με «μια στενή εταιρική σχέση μεταξύ της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής», με την «αποκατάσταση της γερμανικής ενότητας» και την «κοινή άμυνα στο πλαίσιο της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας». «Οι Γερμανοί πολιτικοί φοβούνται να μην ταπεινωθούν απέναντι στους Αγγλοσάξονες» ειρωνευόταν ένα σύμβουλος του Ντε Γκωλ.
Παρόλα αυτά το γερμανογαλλικό σχέδιο βαφτίστηκε – και κατά περιόδους ήταν – ο «κινητήρας» της ευρωπαϊκής ενοποίησης, ο μοχλός για την εσωτερική αγορά και αργότερα για το κοινό νόμισμα της ΕΕ, όμως πάντα υπό το άγρυπνο βλέμμα των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι αντιφάσεις του έργου παρέμεναν: Σε παγκόσμιο επίπεδο, η Γερμανία και η Γαλλία δρούσαν χωριστά ως ανταγωνιστές για ισχύ και μερίδια αγοράς εντός της παγκόσμιας τάξης των ΗΠΑ, και ταυτόχρονα ως «συνεργαζόμενοι» ανταγωνιστές των ΗΠΑ. Εντός της Ευρώπης, αφενός, εμφανίζονταν μαζί ως ηγετικές δυνάμεις της ΕΕ, αφετέρου, ανταγωνίζονταν μεταξύ τους για το ποια είναι η κυρίαρχη δύναμη στην Ευρώπη. Αυτό έγινε εξαιρετικά ορατό μετά την πτώση των ανατολικοευρωπαϊκών καθεστώτων και το «κυνήγι» για την κατάκτηση νέων παρθένων αγορών.
Η στρατιωτική βιομηχανία στο επίκεντρο
Η κοινή βιομηχανική πολιτική ήταν η βάση της γαλλογερμανικής «φιλίας«, όμως περιορίστηκε ουσιαστικά στην ανάπτυξη στρατιωτικών-τεχνολογικών ικανοτήτων, ιδιαίτερα στην αεροδιαστημική βιομηχανία. Η μεγαλύτερη εταιρεία εξοπλισμών της Ευρώπης, η Airbus, θεωρείται ως πρότυπο συνεργασίας. Τώρα η βιομηχανική πολιτική επανήλθε στην κορυφή της γαλλογερμανικής ατζέντας. Τα κράτη της ΕΕ συγκεντρώνουν πόρους για να δημιουργήσουν τη δική τους παραγωγή μπαταριών, ευρωπαϊκή βιομηχανία ημιαγωγών, την ανάπτυξη υπερυπολογιστών και ενεργειακών δικτύων.
Πάντα ένα βήμα πίσω;
Το 2015, η κυβέρνηση του Πεκίνου παρουσίασε τη στρατηγική της «Made in China 2025», με την οποία η Κίνα ήθελε να τερματίσει τον ρόλο της ως «εργοστάσιο του κόσμου» και να ανέβει στην κορυφή της παγκόσμιας αλυσίδας αξίας. Οι ΗΠΑ απάντησαν σε αυτή την απειλή. Η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ «βομβάρδισε» την Κίνα με εμπορικούς δασμούς και περιορισμούς στις εξαγωγές. Επιπλέον, η «Στρατηγική για την Αμερικανική Ηγεσία στις Προηγμένες Βιομηχανίες» ανακοινώθηκε το 2018. Σε αυτό, οι Ηνωμένες Πολιτείες περιγράφουν την βιομηχανική τους πρωτοπορία ως «μηχανή της αμερικανικής ισχύος και τον πυλώνα της εθνικής μας ασφάλειας».
Η βιομηχανία ως αποδεικτικό ισχύος
Ολα αυτά είναι απολύτως λογικά. Βιομηχανική δύναμη σημαίνει παγκόσμια δύναμη – αυτή η εξίσωση έγινε κατανοητή και στην Ευρώπη. Το γαλλογερμανικό μανιφέστο για τη βιομηχανική πολιτική αναφέρει χαρακτηριστικά: «Η δύναμη της Ευρώπης τις επόμενες δεκαετίες θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητά μας να παραμείνουμε παγκόσμια βιομηχανική δύναμη». Υπό αυτό το πρίσμα οφείλει να δει κανείς τη γέννηση του ταμείου ανασυγκρότησης και το πολυδιαφημισμένο «Green Deal».
«Αυτοί που αναπτύσσουν και κατασκευάζουν τις τεχνολογίες, που αποτελούν τη βάση της αυριανής οικονομίας θα έχουν το μεγαλύτερο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα», δήλωσε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στο Νταβός αυτή την εβδομάδα. Οι ΗΠΑ με τον νόμο για τη μείωση του πληθωρισμού (IRA), παρουσίασαν ένα τεράστιο πρόγραμμα επιδοτήσεων για τον κλάδο τους.
Τόσο η κυβέρνηση των ΗΠΑ όσο και η «διοίκηση» της ΕΕ τονίζουν ότι ενδιαφέρονται για τη δημιουργία θέσεων εργασίας και τη διάσωση του κλίματος. Ωστόσο, και οι δύο παραδέχονται έστω και εμμέσως ότι οι «καθαρές» θέσεις εργασίας και η προστασία του κλίματος αποτελούν και ένα μέσο, το σπουδαιότερο ίσως για την διασφάλιση της βιομηχανικής τους ηγετικής θέσης, συνεπώς και της γεωπολιτικής τους ισχύος.
Γερμανογαλλικά μπερδέματα
Σε αυτόν τον πόλεμο αναδιανομής ρόλων Γερμανία και Γαλλία πιέζονται από τις ΗΠΑ για τη δημιουργία ενός κοινού μετώπου για την αντιμετώπιση της Κίνας. ΗΠΑ και η ΕΕ θέλουν να χρησιμοποιήσουν τη συνδυασμένη ισχύ τους στην αγορά για να καθορίσουν παγκόσμια πρότυπα τεχνολογίας και προϊόντων. Από την άλλη πλευρά, η Γερμανία και η Γαλλία παλεύουν να αποτρέψουν μια απόδραση ευρωπαϊκών εταιρειών, που σκέφτονται ότι θα επωφεληθούν από τις επιδοτήσεις δισεκατομμυρίων της Ουάσιγκτον.
Οι τόνοι ανάμεσα σε Παρίσι και Βερολίνο πάλι διαφέρουν. Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν χαρακτήρισε ήδη από τον περασμένο Οκτώβριο το πακέτο των ΗΠΑ ως «υπερ-επιθετικό», ενώ ο υπουργός Οικονομικών του Μπρούνο Λεμέρ συνέκρινε τη βιομηχανική πολιτική των ΗΠΑ με τη στρατηγική που χρησιμοποιεί η Κίνα εδώ και δέκα χρόνια. Ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς παρέμεινε πιο προσεκτικός στις δημόσιες τοποθετήσεις του και δηλώνει «σίγουρος ότι ένας εμπορικός πόλεμος μπορεί να αποφευχθεί».
Αγώνας για την πρωτοκαθεδρία
Την ίδια στιγμή ο αγώνας για βιομηχανική κυριαρχία στην Ευρώπη συντηρεί και τον ανταγωνισμό μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας. Το Παρίσι βλέπει με δυσφορία το γεγονός ότι το μερίδιο της βιομηχανίας στο εθνικό ΑΕΠ έχει μειωθεί στο 13%, το μισό σχεδόν από ότι στη Γερμανία. Δεν λείπουν και παράπονα ότι η Γερμανία χρησιμοποιεί την οικονομική της δύναμη για να παραμερίσει τους Ευρωπαίους εταίρους της. Το πρόσθετο πακέτο 200 δισ. από το Βερολίνο για την ενίσχυση της εγχώριας οικονομικής παραγωγής, αντιστοιχεί περίπου στο ήμισυ της συνολικής ευρωπαϊκής βοήθειας. Είναι κι αυτός ένας λόγος που ο Μακρόν ζητά να μοιραστεί το κοινό ευρωπαϊκό χρέος, προκειμένου να κατανεμηθεί πιο ομοιόμορφα το κόστος της βιομηχανικής στήριξης της ΕΕ. Την επιθυμία του αυτή είναι μάλλον απίθανο να ικανοποιήσει το Βερολίνο. Οι Βρυξέλλες παίρνουν μια μεσοβέζικη θέση, κάτι που φαίνεται και από τις διαφορετικές τοποθετήσεις των αρμόδιων Επιτρόπων, αναλόγως της εθνικής τους προέλευσης. Σε μια περίοδο πολέμου στην Ευρώπη δεν υπάρχει πολυτέλεια και για έναν εσωτερικό «πόλεμο» συμφερόντων, παραδέχονται οι πιο ψύχραιμοι. Κάποιοι στη Γαλλία δεν πείθονται ακόμα από αυτό το επιχείρημα.
Αυξάνονται οι πιέσεις στη Γερμανία για παράδοση αρμάτων Leopard στην Ουκρανία – Δεν υπάρχει απόφαση μέχρι στιγμής
Η ανέξοδη ηθικολογία της «εξαρτημένης» Γερμανίας απέναντι σε Κίνα και Κατάρ