Πέθανε σε ηλικία 89 ετών ο ηθοποιός και τραγουδιστής Νίκος Ξανθόπουλος, γνωστός ως “Παιδί του Λαού” από τους ρόλους του φτωχού και κατατρεγμένου λαϊκού παιδιού, το οποίο αν και ζει μέσα στη δυστυχία, τελικά λυτρώνεται. Σύμφωνα μιας εποχής, εκείνης της μεταπολεμικής και μετεμφυλιακής Ελλάδας ο Νίκος Ξανθόπουλος λατρεύτηκε από τη δεκαετία του 60, όταν βγήκε στον κινηματογράφο ως πρωταγωνιστής σε πολλές δραματικές ταινίες.
Ο Νίκος Ξανθόπουλος γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου 1934 στη Νέα Ιωνία. Παιδί Ποντίων προσφύγων, μεγάλωσε φτωχικά μαζί με τη μητέρα του, που ουσιαστικά τον μεγάλωσε μόνη της, καθώς ο πατέρας του απουσίαζε για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Ο πατέρας του δούλευε περιστασιακά ως τσαγκάρης και ψαράς, ενώ κατά τη διάρκεια της Κατοχής φυλακίστηκε για τη αντιστασιακή του δράση. Στα εφηβικά χρόνια του ο Νίκος Ξανθόπουλος υπήρξε αθλητής της ΑΕΚ, αλλά νωρίς αποφάσισε να ασχοληθεί με το θέατρο, παρότι αρχικά τον γοήτευε η ιδέα να γίνει φιλόλογος. Ίνδαλμά του υπήρξε ο μεγάλος Μάνος Κατράκης.
Ο Νίκος Ξανθόπουλος σπούδασε στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και έκανε την πρώτη επαγγελματική του εμφάνιση στο θέατρο το 1957 με τον “Θίασο Κατερίνας” στην κομεντί “Βιργινία”. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’60 είχε παίξει διάφορους ρόλους, ανάμεσά τους τον Ορέστη στην “Ηλέκτρα” του Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη. Την ίδια περίοδο συνεργάστηκε και με τον θίασο του Μάνου Κατράκη στο “Τραγούδι του νεκρού αδελφού” του Μίκη Θεοδωράκη. Για μικρό χρονικό διάστημα εμφανίστηκε και στο μουσικό θέατρομ ενώ συμμετείχε συνολικά σε 24 θεατρικές παραγωγές, που κάλυπταν όλα τα είδη του θεάτρου. Το 1970 ίδρυσε δικό του θίασο και περιόδευσε ανά την Ελλάδα.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 ο Νίκος Ξανθόπουλος στράφηκε στον κινηματογράφο, αν και η πρώτη κινηματογραφική εμφάνισή του έγινε το 1958 στην κωμωδία του Φίλιππα Φυλακτού “Το Εισπρακτοράκι”, όπου έπαιξε δίπλα στον Βασίλη Αυλωνίτη και τον Νίκο Ρίζο. Ως πρωταγωνιστής καθιερώθηκε στον κινηματογράφο από τον σκηνοθέτη-παραγωγό Απόστολο Τεγόπουλο (Κλακ Φιλμ), με τον οποίο είχε αποκλειστική συνεργασία από το 1964 μέχρι το 1971.
Ήταν η περίοδος των μουσικών δραματικών ταινιών του, η οποία ξεκίνησε το 1963 με τις “Πληγωμένες καρδιές”, όπου έπαιζε τον ρόλο του κακού κουνιάδου. Ως «παιδί του λαού» άρχισε να καθιερώνεται έναν χρόνο αργότερα με την ταινία “Αγάπησα και πόνεσα”. Στις ταινίες αυτές ο Νίκος Ξανθόπουλος συνήθιζε να τραγουδά και πολλοί συνθέτες, ανάμεσά τους ο Απόστολος Καλδάρας, του τραγούδια. Η παρουσία του στη δισκογραφία περιλαμβάνει, άλλωστε, εννέα μεγάλους δίσκους και 55 σινγκλ, ενώ ως τραγουδιστής εμφανίστηκε σε μεγάλα νυχτερινά κέντρα και έκανε πολλές περιοδείες στα κέντρα της ελληνικής διασποράς στο εξωτερικό. Η τελευταία κινηματογραφική εμφάνισή του ήταν το 1995 στην ταινία του Γιώργου Ζερβουλάκου “Με τον Ορφέα τον Αύγουστο”.
Αν και έγινε τραγουδιστής για τις ανάγκες των ταινιών, υπό την καθοδήγηση του Απόστολου Καλδάρα και της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, μετά το 1971, όταν σταμάτησε τις εμφανίσεις του στον κινηματογράφο, αφιερώθηκε στο λαϊκό τραγούδι. Η δισκογραφία του περιλαμβάνει, άλλωστε, περίπου 300 τραγούδια, τα οποία, εκτός από τον Απόστολο Καλδάρα, υπογράφουν ο ‘Ακης Πάνου, ο Χρήστος Νικολόπουλος, ο Σταύρος Ξαρχάκος και άλλοι.
Στην τηλεόραση πρωτοεμφανίστηκε το 1973 στη σειρά Αγρίμια και οκτώ χρόνια μετά, το 1981, στο σήριαλ του Ερρίκου Θαλασσινού “Το ημερολόγιο ενός θυρωρού”. Το 1994 έπαιξε στην τηλεοπτική δραματική σειρά “Στην κόψη του ξυραφιού”. Το 1989 συνεργάζεται και πάλι με τον Απόστολο Τεγόπουλο και τον Πάνο Κοντέλη στο “Μινόρε μιας καρδιάς” που κυκλοφόρησε σε τρεις κασέτες και στη συνέχεια παίχτηκε στην ΕΡΤ σε 16 επεισόδια. Ακολούθησε το “Η αγάπη που δε γνώρισε σύνορα” που προβλήθηκε σε οκτώ επεισόδια στο MEGA.
Στα τέλη του 2005 εξέδωσε σε βιβλίο την αυτοβιογραφία του “Όσα θυμάμαι και όσα αγάπησα”. Παντρεύτηκε δύο φορές και είχε τέσσερα παιδιά και πέντε εγγόνια.
Και άλλα διαβαθμισμένα έγγραφα στο σπίτι του Μπάιντεν – Σε δύσκολη θέση ο Λευκός Οίκος