Οι εκλογές στο ΚΙΝΑΛ άνοιξαν ευρύτερα το ζήτημα των πιθανών συνεργασιών του κόμματος ανάλογα με το ποιος θα νικήσει.
Ο Γιώργος Παπανδρέου είναι ο μόνος που είχε μιλήσει καθαρά για μια «προοδευτική διακυβέρνηση», έστω κι αν στη συνέχεια σχετικοποίησε τη δήλωσή του αυτή, ενώ ο Νίκος Ανδρουλάκης επιχείρησε να δώσει ένα στίγμα ίσων αποστάσεων. Ο δε Ανδρέας Λοβέρδος με τη στάση του και σε ψηφοφορίες στη Βουλή (π.χ. ψήφισε το νόμο για τον ποινικό κώδικα διαφοροποιούμενος από την κομματική γραμμή) είχε δείξει μια προτίμηση προς τις συντηρητικές επιλογές της κυβερνητικής παράταξης.
Ανάλογα και με το ποιος τελικά θα νικήσει στις εσωκομματικές εκλογές η σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ ίσως αποδειχθεί καθοριστική για τις πολιτικές εξελίξεις.
Με κομματικά κριτήρια, πολλοί υποστηρίζουν ότι το καλό για ένα κόμμα είναι ότι είναι… κακό για το άλλο. Εάν για παράδειγμα το ΚΙΝΑΛ «κυλήσει» προς τα δεξιά, αυτό θα είναι καλό για το ΣΥΡΙΖΑ επειδή θα αποδεσμεύσει πιο εύκολα δυνάμεις προς την πλευρά του τελευταίου.
Ανάλογες σκέψεις, με αντίστροφο πρόσημο κάνουν και από την κυβερνητική πλευρά, όπου όμως ζυγίζουν και τις προοπτικές ενός καλού συμμάχου μετά τις επόμενες ή μεθεπόμενες εκλογές εάν τα νούμερα «δεν βγαίνουν».
Η στάση αυτή είναι απολύτως ορθολογική και αντανακλά σε μεγάλο βαθμό τις κομματικές δυναμικές. Είναι λογικό τα κομματικά επιτελεία να σκέφτονται με τέτοιους όρους.
Όμως η αντιμετώπιση αυτή δεν αντανακλά τη βαθύτερη και πιο μακροχρόνια πολιτική δυναμική.
Όμως πέρα από τις πιθανές μετακινήσεις ψηφοφόρων -και ίσως βουλευτών- που έχουν ασφαλώς σημασία, το θεμελιώδες πολιτικό ερώτημα για τα κόμματα που θέλουν κυβερνητική αλλαγή είναι εάν τάσσονται υπέρ των πολιτικών που αναβαθμίζουν τα δημόσια αγαθά, όπως η Υγεία και η Παιδεία. Εάν υποστηρίζουν πολιτικές που δίνουν στο Κράτος ένα ρόλο ουσιαστικό -με όρους αγοράς, αλλά παρεμβατικό και ρυθμιστικό- που προάγουν τις δημόσιες επενδύσεις και τις δημόσιες πολιτικές. Πολιτικές που προωθούν τα συμφέροντα των πολλών και δίνουν ουσιαστική και όχι ψευδεπίγραφη προτεραιότητα στην οικολογική ισορροπία και την -περιβαλλοντικά και κοινωνικά- βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη.
Τις αρχές αυτές μοιράζονται, σε διαφορετικές δοσολογίες τόσο η παραδοσιακή Αριστερά όσο και η Σοσιαλδημοκρατία και, θεωρητικά, οι αποκλίσεις ανάμεσα στο ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ και το ΣΥΡΙΖΑ δεν θα έπρεπε να είναι μεγάλες.
Ιδεολογικά και πολιτικά ο ΣΥΡΙΖΑ και ένα Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα όπως «δηλώνει» το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ έχουν πολλά στα οποία μπορούν να συμφωνήσουν, ειδικά εάν δεχθούμε ότι η πανδημία επιτάχυνε τα κοινωνικά και οικονομικά αδιέξοδα που μεγάλωναν τα τελευταία χρόνια και επανέφεραν στο προσκήνιο το Κράτος και το ρόλο του στην οικονομία και την κοινωνία.
Τα ερωτήματα είναι συγκεκριμένα και αμείλικτα.
Τι θα πρέπει, για παράδειγμα, να κάνει η Ελλάδα στον τομέα της Υγείας, τη στιγμή που η πανδημία -και όχι μόνο- δείχνει διεθνώς ότι τα δημόσια συστήματα περίθαλψης χρειάζονται ενίσχυση και θεμελιώδεις αλλαγές; Χρειάζεται μεγαλύτερη συμμετοχή της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, όπως προτείνει η κυβέρνηση ή, αντίθετα, ενίσχυση του δημόσιου Εθνικού Συστήματος Υγείας;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η τακτική και η συγκυρία είναι καθοριστικοί παράγοντες στην πολιτική.
Πάνω από όλα όμως είναι η στρατηγική και αυτή τελικά δικαιώνεται σε βάθος χρόνου.
Είναι λογικό και στα δύο κόμματα να σκέφτονται με όρους αυτονομίας, αλλά το πραγματικό ερώτημα είναι εάν αυτό μπορεί να οδηγήσει σε στρατηγική πολιτική νίκη.
- Δημοσιογράφος
__________________________
Οι απόψεις που δημοσιεύονται στο politicus.gr είναι προσωπικές και εκφράζουν μόνο το συντάκτη του άρθρου