Η συζήτηση επί του νομοσχεδίου για το απόρρητο και την ΕΥΠ συνεχίζεται στη Βουλή, την ίδια ώρα όμως η κυβέρνηση δέχεται ένα νέο χτύπημα από την έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας του Κοινοβουλίου. Το χτύπημα αυτό έρχεται μετά τις σοβαρές αντιρρήσεις που εξέφρασαν για διατάξεις του νομοσχεδίου ανεξάρτητες αρχές, όπως η Ανεξάρτητη Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών και η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, αλλά και δικαστικές και δημοσιογραφικές ενώσεις.
Στην έκθεση διατυπώνονται σοβαρές ενστάσεις για τις επίμαχες διατάξεις, με τους εισηγητές να εκφράζουν ξεκάθαρα τον προβληματισμό τους σχετικά με το σύστηµα δικαιοκρατικών εγγυήσεων για την αποφυγή καταχρήσεων. Προβληματισμός εκφράζεται και σε ό,τι αφορά την αποτελεσµατική προστασία των θιγοµένων από τη διαδικασία άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας.
Η έκθεση ζητά να αρθεί η σύγχυση που δημιουργείται από το γεγονός ότι το ν/σ εξειδικεύει τη συνταγματική έννοια της εθνικής ασφάλειας, την ώρα που παραμένουν σε ισχύ οι προϋποθέσεις του ν. 3649/2008 για τον περιορισμό του ιδίου δικαιώματος, επίσης για λόγους εθνικής ασφαλείας, µε διαφορετικό ωστόσο περιεχόμενο.
Ενστάσεις διατυπώνονται και για το σύστημα ενημέρωσης του θιγόμενου σε περίπτωση άρσης απορρήτου ύστερα από τρία χρόνια. Η έκθεση αναφέρει χαρακτηριστικά: «Δεδοµένου ότι η ενηµέρωση θεσπίζεται στο πλαίσιο της παροχής µηχανισµού προστασίας του θιγοµένου, τίθεται το ερώτηµα αν επιτροπή συγκροτούµενη κατά πλειοψηφία από το όργανο που επιβάλλει την άρση του απορρήτου, και µάλιστα ενδεχοµένως από τα ίδια πρόσωπα που διέταξαν την οικεία άρση, συνιστά ανεξάρτητη αρχή κατά την έννοια της οικείας νοµολογίας. Σηµειώνεται, εν προκειµένω, ότι το Σύνταγµα καθιστά αρµόδιο όργανο για τη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών την ανεξάρτητη αρχή του άρθρου 19 παρ. 2Σ».
Προσθέτει επίσης ότι: «Δεν είναι σαφές µε ποιο τρόπο η γνωστοποίηση του γεγονότος της άρσης του απορρήτου, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά στον λόγο που την υπαγόρευσε, συµβάλλει στην αποτελεσµατική προστασία των θιγοµένων. Όπως έχει διευκρινίσει το ΕΔΔΑ, η εκ των υστέρων ενηµέρωση είναι αναπόσπαστα συνδεδεµένη µε την αποτελεσµατικότητα των µέσων προστασίας ενώπιον δικαστηρίων. Εν προκειµένω, θα µπορούσε η αρµόδια Αρχή να εκτιµά αν η γνωστοποίηση του λόγου θα έθετε σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια».
σημειώνεται.
Οι επιστήμονες θέτουν και το ερώτημα αν η άρση του απορρήτου της προσωπικής επικοινωνίας βουλευτή συνιστά περιορισµό του προσώπου του βουλευτή κατά την έννοια του άρθρου 62 Σ. αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση: «Υπό την εκδοχή ότι η άρση του απορρήτου, αφ’ εαυτής, δεν συνιστά τέτοιον περιορισµό, τότε δεν απαιτείται άδεια της Βουλής κατά το άρθρο 62 Σ, πλην όµως, απαιτείται, αφενός, η άρση του απορρήτου να µην ανάγεται ούτε να θίγει την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων και την πρόσβαση στις συναρτώµενες µε την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων πληροφορίες (άρθρο 61Σ), αφετέρου η συνδροµή αποχρώντος λόγου βάσει συγκεκριµένων στοιχείων, ώστε να διασφαλίζεται ότι δεν επιχειρείται εκ πλαγίου επέµβαση στην ελευθερία γνώµης και ψήφου του βουλευτή. Την εν λόγω συνταγµατική απαίτηση εξειδικεύει η προτεινόµενη διάταξη, αφενός, ορίζοντας ότι το αίτηµα πρέπει να στηρίζεται σε συγκεκριµένα στοιχεία που καθιστούν άµεση και εξαιρετικά πιθανή τη διακινδύνευση της εθνικής ασφάλειας και, αφετέρου, θέτοντας τη διαδικαστική προϋπόθεση της προηγούµενης άδειας του Προέδρου της Βουλής. Αντίστοιχος προβληµατισµός ανακύπτει και για την περίπτωση του Προέδρου της Δηµοκρατίας, υπό το φως της ειδικής ρύθµισης του άρθρου 49 του Συντάγµατος».
Πηγή: Efsyn
«Καλημέρα» στη Βουλή με ένσταση αντισυνταγματικότητας από τον ΣΥΡΙΖΑ στο νομοσχέδιο για την ΕΥΠ