Την Πέμπτη 1η Δεκεμβρίου έλαβε χώρα διαδικτυακή ημερίδα με τίτλο “Criminalising the refugee: “border crisis” on the Greek-Turkish border”. Η ημερίδα πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος «Έκτακτη δικαιοσύνη και εγκληματοποίηση της παράνομης εισόδου: μια προσέγγιση από τη σκοπιά της εγκληματολογίας των συνόρων» που χρηματοδοτήθηκε από το Κέντρο Έρευνας για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες και συνδιοργανώθηκε από το κέντρο Border Criminologies του τμήματος Νομικής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Στην ημερίδα συμμετείχαν, πέραν του γράφοντος, ως ερευνητή του προγράμματος, πλειάδα δικηγόρων- μελών οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, που παρέχουν υπηρεσίες σε πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο, όπως και μελετητές και μελετήτριες των συνοριακών καθεστώτων.
Στις 27 Φεβρουαρίου 2020, ο πρόεδρος της Τουρκίας ανακοίνωσε πως η Τουρκία δεν θα εμποδίζει πλέον τους σύρους πρόσφυγες να φτάσουν στην Ευρώπη, μεταφέροντας αρχικά 300 πρόσφυγες και μετανάστες στα σύνορα, στον συνοριακό σταθμό Καστανιών. Ο αριθμός των συγκεντρωμένων αυξήθηκε στους 1.500 στις 29 Φεβρουαρίου και στους 5.000 την 1η Μαρτίου, ενώ την επομένη κατέβηκε στις 3.000, με 13.000 πρόσφυγες να έχουν συγκεντρωθεί στο Δέλτα του Έβρου. Η περιοχή στρατιωτικοποιήθηκε-αστυνομικοποιήθηκε αμέσως, ενώ στις περιπολίες των συνόρων και της ευρύτερης περιοχής συμμετείχαν και πολίτες, ένοπλοι και μη, ακόμη και μέλη ακροδεξιών κομμάτων, ελληνικών και ευρωπαϊκών. Οι αριθμοί των συγκεντρωμένων άρχισαν να μικραίνουν, μέχρι τις 27 Μαρτίου, οπότε οι τουρκικές αρχές προέβησαν στην καταστροφή του πρόχειρου καταυλισμού που είχε δημιουργηθεί, για τον περιορισμό της διασποράς του κορονοϊού.
Τα ΜΜΕ «βομβάρδιζαν» την κοινή γνώμη με κριτική του Ερντογάν για εργαλειοποίηση των προσφύγων με σκοπό την άσκηση πιέσεων στην Ευρώπη με τη χρησιμοποίηση της δυστυχίας τους για την επίτευξη πολιτικών και οικονομικών στοχεύσεων, ενώ διέρρευσαν πολλές φωτογραφίες και βίντεο με άνδρες των ενόπλων δυναμεων να μεταφέρουν με τη βία πρόσφυγες στα σύνορα προκειμένου να περάσουν στην Ελλάδα. Τα βίαια περιστατικά ήταν πολύ συχνά, με συνεχείς ρίψεις δακρυγόνων και πυροβολισμούς που κόστισαν και ζωές· έρευνες της ομάδας Forenscic Architecture αποδεικνύουν ότι σε τουλάχιστον δύο περιπτώσεις, δύο άτυχοι άντρες έχασαν τη ζωή τους από σφαίρες που προερχόταν από την ελληνική πλευρά.
Η ποινική μεταχείριση
Για την αντιμετώπιση της έκτακτης αυτής κατάστασης, η κυβέρνηση, ανάμεσα σε άλλα μέτρα που έλαβε, προέβη στην θεσμικά-δικαιοκρατικά αδιανόητη έκδοση Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, η οποία προέβλεπε την αναστολή της υποβολής αιτήσεων ασύλου για όσα άτομα εισέρχονται παράνομα στη χώρα για χρονικό διάστημα ενός μήνα. Ο χώρος δεν επαρκεί για να αναλυθεί η θεμελιώδης ασυμβατότητα της (κατ’ ουσία) αναστολής της Σύμβασης της Γενεύης με το κοινοτικό και το διεθνές δίκαιο, αλλά και με την ιεραρχία των κανόνων δικαίου στην έννομη τάξη, καθώς έχει την κατ’ αρ. 28 παρ. 1 Συντάγματος αυξημένη τυπική ισχύ και δεν μπορεί, προφανώς, να παρακάμπτεται με μία Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου.
Όσοι δεν επαναπροωθήθηκαν στην Τουρκία, αντιμετωπίστηκαν με υψηλές ποινές φυλάκισης σε συνθήκες έκτακτης απονομής δικαιοσύνης. Οι συνθήκες σύλληψης, δίωξης, καταδίκης και φυλάκισης και η αυστηρότητα των ποινών αναδείχθηκαν λεπτομερώς από την Επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας (CPT) που επισκέφθηκε την Ελλάδα από τις 13 μέχρι τις 17 Μαρτίου. Στην έκθεσή της για την επίσκεψη η CPT εξέφρασε τις ανησυχίες της –πέραν της κριτικής της για τις παράνομες επαναπροωθήσεις, την αστυνομική βία και τις συνθήκες στους χώρους κράτησης πολιτών τρίτων χωρών– αναφορικά με την ποινική μεταχείριση όσων εισήλθαν στην ελληνική επικράτεια κατά τις ημέρες εκείνες, και οι οποίοι αντιμετωπίστηκαν με παραβίαση του συνόλου των δικαιωμάτων τους ως κατηγορουμένων και με πολυετείς ποινές φυλάκισης.
Σχετικά με το αδίκημα της παράνομης εισόδου, σκόπιμο είναι να καταστεί σαφές ότι ο κανόνας στην πράξη (όπως ορίζεται από τη Σύμβαση της Γενεύης και το σύμφωνο με αυτήν ελληνικό δίκαιο) είναι η αποχή από την άσκηση ποινικής δίωξης ή, αν τελικώς ασκηθεί δίωξη, η αθώωση του κατηγορουμένου λόγω της προσφυγικής του ιδιότητας και των έκτακτων καταστάσεων που τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τη χώρα του, ή, στη σπανιότερη περίπτωση που τελικά καταδικαστεί, η επιβολή μιας μικρής ποινής που δύσκολα οδηγεί σε φυλάκιση.
Τα αποτελέσματα της έρευνας
Η έρευνα, η οποία βασίστηκε σε μελέτη δικογραφιών από το επίμαχο χρονικό διάστημα και σε συνεντεύξεις με άτομα και οικογένειες που βίωσαν αυτές τις τραγικές καταστάσεις, οδήγησε στα εξής συμπεράσματα, σχετικά με τη μεταχείριση των συλληφθέντων προσφύγων από το ποινικοκατασταλτικό σύστημα:
α) δεν έγινε χρήση κανενός δικαιώματος των κατηγορουμένων στην προδικασία, και κυρίως της δυνατότητας απεύθυνσης σε συνήγορο, καθώς όλα παραιτήθηκαν αυτών,
β) τόσο προανακριτικά όσο και κατά την επ’ ακροατηρίω διαδικασία, χρησιμοποιήθηκαν ως διερμηνείς (και) έτεροι κρατούμενοι, χωρίς πιστοποίηση ή οποιαδήποτε εμπειρία στη διερμηνεία ενώπιον αρχών και δη ενώπιον αστυνομικών αρχών και δικαστηρίου. Η διερμηνεία υπήρξε προσχηματική, αφού όλα τα συμμετέχοντα άτομα ανέφεραν πως οι υποθέσεις «ξεπετάγονταν» σε δέκα λεπτά και ο διερμηνέας μετέφερε μόνο την απολογία τους στο δικαστήριο και την ανακοίνωση της ποινής στα κατηγορούμενα,
γ) κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, κανένα δεν εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο και κανένα δεν έκανε χρήση του δικαιώματος αναβολής της υπόθεσης εντός τριημέρου,
δ) κανένα δεν μπόρεσε να κλητεύσει μάρτυρα υπεράσπισης ή να προσκομίσει οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο για να υπερασπιστεί τον εαυτό του,
ε) τα κατηγορούμενα άτομα συναίνεσαν στην ανάγνωση των καταθέσεων των (απόντων) μαρτύρων αστυνομικών, χωρίς να γνωρίζουν τι σημαίνει αυτό για τη δικονομική τους κατάσταση,
στ) οι εξηγήσεις των κατηγορουμένων δεν εξετάστηκαν καθόλου από τις δικαστικές αρχές ενώ δεν έγιναν πιστευτοί οι ισχυρισμοί τους ότι ήταν οι τουρκικές αρχές που τους πίεσαν να περάσουν τα σύνορα (παρότι δεν μπορώ να φανταστώ ότι αυτό δεν ήταν σε γνώση των μελών της σύνθεσης του δικαστηρίου)
ζ) όλα αντιμετωπίστηκαν με αυστηρές ποινές φυλάκισης χωρίς δυνατότητα αναστολής,
η) τα περισσότερα κατηγορούμενα άτομα άσκησαν έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης από τη φυλακή, ως επί το πλείστον εκπρόθεσμα, καθώς αμέσως μετά το δικαστήριο οδηγήθηκαν στη φυλακή, χωρίς να τους δίνεται το δικαίωμα να ασκήσουν αυτό το θεμελιώδες δικονομικό δικαίωμα.
Θύματα δύο καθεστώτων
Τα παραπάνω, πολύ συνοπτικά καταγεγραμμένα πορίσματα, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι πρόσφυγες έγιναν θύματα μιας διπλής εργαλειοποίησης από δύο καθεστώτα που απέχουν πολύ από το ελάχιστο του σεβασμού του διεθνούς δικαίου: μπορεί η Τουρκία να τους αντιμετώπισε ως μέσο πίεσης και άσκησης πολιτικής, να τους υπέβαλλε σε διαδικασίες εξευτελιστικές για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, αλλά και η Ελλάδα, που υποκριτικά άσκησε κριτική στο τουρκικό καθεστώς (θεωρώντας το ταυτόχρονα ασφαλές, ώστε να επιστρέφονται εκεί πρόσφυγες!), δεν έκανε παρά το ίδιο, απλώς από την άλλη μεριά των συνόρων: βία, δακρυγόνα, σφαίρες, θάνατοι, παράνομες επαναπροωθήσεις, φυλακίσεις, παντελής έλλειψη σεβασμού των δικαιωμάτων τους. Τα άτομα αυτά, λοιπόν, από τη μια θεωρήθηκαν ως καημένα υποχείρια ενός αδίστακτου καθεστώτος και, από την άλλη, ως εισβολείς, ως στοιχεία ενός «υβριδικού πολέμου», που θα έπρεπε να εργαλειοποιηθούν από την Ελλάδα (να υποβιβαστούν σε μέσα άσκησης αποτρεπτικής αντεγκληματικής πολιτικής, αντίθετα με το δίκαιο) για να σταματήσει η εργαλειοποίηση άλλων από την Τουρκία. Όσα ενοχλούνται από αυτό το σχήμα, μάλλον είναι με τη σωστή πλευρά: στη διαμάχη Ελλάδας και Τουρκίας είμαστε με τους πρόσφυγες.
Ο Δημήτρης Κόρος είναι δρ. Σωφρονιστικής Πολιτικής και δικηγόρος
Πηγή: epohi.gr