Την ώρα που στην Ελλάδα η Βουλή εξετάζει τις διαβόητες «λίστες Πέτσα» προκειμένου να διαπιστώσει με ποια κριτήρια δόθηκαν χρήματα σε ΜΜΕ για την καμπάνια με αφορμή την πανδημία, το Ευρωκοινοβούλιο ζητά απαντήσεις από την κυβέρνηση για συγκεκριμένα περιστατικά που αφορούν δημοσιογράφους και τα οποία δεν παραπέμπουν σε μια σύγχρονη δυτική δημοκρατία όπου η ελευθερία του Τύπου είναι δεδομένη.
Τέσσερα είναι τα περιστατικά για τα οποία η Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων για τη Δημοκρατία, το Κράτος Δικαίου και την Παρακολούθηση των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (DRFMG) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ζητά σαφείς απαντήσεις από τον πρωθυπουργό της χώρας Κυριάκο Μητσοτάκη και τον υπουργό Δικαιοσύνης Κώστα Τσιάρα
– Οι παρακολουθήσεις της ΕΥΠ που αναδείχθηκαν σε ρεπορτάζ της «Εφημερίδας των Συντακτών» και ειδικότερα η αποδεδειγμένη περίπτωση του δημοσιογράφου Σταύρου Μαλιχούδη, μέλους των Reporters United σχετικά με ρεπορτάζ που είχε κάνει για ένα 12χρονο προσφυγόπουλο στην προσφυγική δομή της Κω. Το σήμα της ΕΥΠ που αποκάλυψε η εφημερίδα αποδείκνυε ότι η υπηρεσία γνώριζε για το ρεπορτάζ του δημοσιογράφου πριν αυτός το κάνει και ζητούσε από το αντίστοιχο κλιμάκιο της περιοχής πληροφορίες για το 12χρονο παιδί και για έναν υπάλληλο του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης. Η υπόθεση προκάλεσε αντιδράσεις, κυρίως στο εξωτερικό, με την ΕΣΗΕΑ να καταδικάζει, την Ένωση Ανταποκριτών Ξένου Τύπου να ζητά απαντήσεις, ενώ κατά της κυβέρνησης πήραν θέση διεθνείς δημοσιογραφικοί οργανισμοί όπως η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Δημοσιογράφων και το Διεθνές Ινστιτούτο Τύπου.
– Η υπόθεση της Ολλανδής δημοσιογράφου Ίνγκεμποργκ Μπέουγκελ που έφερε σε δύσκολη θέση τον Κυριάκο Μητσοτάκη κατά την πρόσφατη συνέντευξη Τύπου στο Μέγαρο Μαξίμου με τον Ολλανδό ομόλογό του. Τα όσα συνέβησαν στη συνέχεια, με την Ολλανδή δημοσιογράφο να εγκαταλείπει προσωρινά τη χώρα μας δεχόμενη απειλές για την ακεραιότητά της και η αντιμετώπιση του θέματος από την πλειονότητα των ελληνικών ΜΜΕ που βρέθηκαν απέναντι στη δημοσιογράφο επιβεβαίωσαν την ύπαρξη ενός προστατευτικού κουκουλιού στο πρόσωπο του πρωθυπουργού, με θύμα βέβαια την αντικειμενική ενημέρωση και τη δεοντολογία.
– Η αγωγή εις βάρους δημοσιογράφου ιστοσελίδας της Θεσσαλονίκης η οποία ανέδειξε την καταδίκη μεγαλοστελέχους επενδυτικής εταιρείας στη βόρεια Ελλάδα με το πρόσχημα των προσωπικών δεδομένων.
-Η δολοφονία του δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ και το γεγονός ότι οι έρευνες της Αστυνομίας δεν έχουν επιφέρει κανένα αποτέλεσμα ως σήμερα.
«Πώς σχεδιάζει το ελληνικό Δημόσιο να απαντήσει στις φερόμενες παραβάσεις της ΕΥΠ, για να διασφαλίσει τη σαφήνεια και να αποφύγει την αδικαιολόγητη παρακολούθηση;», σημειώνεται χαρακτηριστικά στην επιστολή που φέρει την υπογραφή της προέδρου της επιτροπής, Σόφι ι΄ντι Βελντ. «Πώς βλέπετε αυτή τη χρήση SLAPP εναντίον δημοσιογράφων και πώς θα μπορούσε η κυβέρνησή σας να αντιμετωπίσει τέτοιες υποθέσεις;», αναφέρεται σε άλλο σημείο για την περίπτωση της ιστοσελίδας altherthess.gr στη Θεσσαλονίκη.
Ο όρος SLAPP αναφέρεται διεθνώς σε αγωγές κατά δημοσιογράφων που έχουν τον χαρακτήρα του εκβιασμού.
Δεν γνωρίζουμε πως προτίθεται ν΄απαντήσει το Μαξίμου σ’ αυτά τα ερωτήματα. Ίσως να προτιμήσει και πάλι τη σιωπή όπως ακριβώς έπραξε επί 48 ώρες όταν αποκαλύφθηκε η υπόθεση της ΕΥΠ, για ν’ αναγκαστεί στη συνέχεια να επιβεβαιώσει έμμεσα το ρεπορτάζ. Μέχρι σήμερα πάντως δεν έχει απαντήσει σε 3 κοινοβουλευτικές ερωτήσεις για το θέμα (από ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ και ΚΚΕ), ενώ δεν έχει κληθεί καν για εξηγήσεις στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής, ο επικεφαλής της ΕΥΠ και προσωπική επιλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη, Παναγιώτης Κοντολέων, παρά το γεγονός ότι υποβλήθηκε σχετικό αίτημα από τους βουλευτές της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Ίσως πάλι να προτιμήσει να βάλει εμπόδια και να πετάξει τη μπάλα στην εξέδρα όπως ακριβώς το έκανε με την υπόθεση της εξεταστικής και την κλήτευση των μαρτύρων. Λίστα Πέτσα χωρίς να εξεταστεί ο αρμόδιος υπουργός εκείνη την περίοδο, Στέλιος Πέτσας, αποτελεί τραγέλαφο και υποβάθμιση της διαδικασίας που διεξάγεται από βουλευτές. Ακόμα και ο πιο αθώα σκεπτόμενος δεν μπορεί να προβληματιστεί από το γεγονός ότι την ίδια ώρα η κυβέρνηση έφερε τροπολογία της τελευταίας στιγμής σύμφωνα με την οποία επιχειρεί να πετάξει από πάνω της το μπαλάκι της ευθύνης για όσα χρήματα έχουν δοθεί ως τώρα. Ειδικότερα, προβλέπεται η δυνατότητα στις διαφημιστικές εταιρείες να πληρώνουν αυτές τα ΜΜΕ και να επιλέγουν πού θα καταχωρίσουν τα διαφημιστικά μηνύματα του δημοσίου. Η ισχύς της έχει αναδρομική ισχύ. Καλό είναι να θυμίσουμε ότι τα ποσά για τα μέσα της λίστας Πέτσα βγήκαν από το Μαξίμου και μάλιστα υπήρξε απίστευτη καθυστέρηση στη δημοσιοποίηση των στοιχείων έπειτα από καταγγελίες για αδιαφάνεια στη διαδικασία.
Από τη μια έχουμε μια ΕΥΠ να παρακολουθεί δημοσιογράφους, από την άλλη εκατομμύρια ευρώ έχουν δοθεί σε φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης που φροντίζουν να παρέχουν επικοινωνιακή ασυλία στον πρωθυπουργό και την κυβέρνησή του. Ο Όρμπαν καλά κρατεί ακόμα στην Ουγγαρία, στην Αυστρία ο καγκελάριος Κουρτς τελείωσε από την πολιτική μετά την αποκάλυψη ότι χρηματοδοτούσε μέσα ενημέρωσης προκειμένου να γράφουν ευνοϊκά για τον ίδιο.
Στην Ελλάδα πάλι βλέπουμε τη χώρα μας να κατρακυλάει στην παγκόσμια λίστα ελευθερίας του Τύπου.
Η φετινή έκθεση των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα είναι πολύ ανησυχητική. Η χώρα βρίσκεται στην 70η θέση, υποχωρώντας 5 θέσεις σε σχέση με το 2020.
Έμφαση δίνεται στον αρνητικό ρόλο της συντηρητικής Κυβέρνησης Μητσοτάκη, καθώς -σύμφωνα με την έρευνα- επιδίωξε να ελέγξει τη ροή της πληροφόρησης προσφέροντας σε πολλά ΜΜΕ διαφημιστικές επιχορηγήσεις επ’ αφορμή της πανδημίας του COVID-19 και της κρίσης στο μεταναστευτικό.
Προφανώς υπάρχουν και χειρότερα και πιθανότατα να τα δούμε στην αντίστοιχη έκθεση για το 2021.
Με όποιο αντίκτυπο έχει όλο αυτό στην ποιότητα της Δημοκρατίας στην Ελλάδα.