Η ΕΕ εκπλήρωσε την Παρασκευή την δέσμευσή της να εφαρμόσει ανώτατο όριο (πλαφόν) στην τιμή του ρωσικού πετρελαίου, πριν τεθεί σε ισχύ η απαγόρευση που η ίδια επέβαλε στις θαλάσσιες εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου, που ισχύει από σήημερα Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου. Την απόφαση της ΕΕ ακολούθησαν ανακοινώσεις, ότι τόσο η G7 όσο και η Αυστραλία επιβάλλουν επίσης πλαφόν στα 60 δολάρια το βαρέλι για το ρωσικό αργό.
Αυτό που, ωστόσο, αναμένεται να απαντηθεί τώρα είναι το τι αποτελέσματα θα φέρουν τα μέτρα κατά της Ρωσίας και κυρίως εάν θα έχουν επιπτώσεις στη ρωσική οικονομία, που είναι ο στόχος, ή αν θα επιβεβαιώσουν τις εκτιμήσεις κάποιον αναλυτών για ετεροβαρείς επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία και ιδιαίτερα την ευρωπαϊκή.
Οι Ευρωπαίοι πιστεύουν ότι με την απόφασή τους στέλνουν ένα ισχυρό μήνυμα στον Πούτιν. Αυτό τουλάχιστον πιστεύει η πρόεδρος της Κομισιόν. Για να ληφθεί, ωστόσο, η απόφαση για πλαφόν 60 δολάρια το βαρέλι, που ήταν πρόταση της G7, χρειάστηκε να καμφθούν οι αντιρρήσεις της Πολωνίας και των χωρών της Βαλτικής που το ήθελαν στα 30 δολάρια.
Το πρώτο ερώτημα που ανακύπτει βεβαίως είναι το εάν η τιμή στην οποία ορίστηκε το πλαφόν πονάει, όντως τη Μόσχα και τη ρωσική οικονομία. Και κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει όμως, καθώς με την απόφαση η Ρωσία χάνει μεν έσοδα, αλλά δεν τα αποστερείται πλήρως, αφού θα μπορεί να συνεχίσει να πουλά πετρέλαιο, αρκεί αυτή η πώληση να είναι σε τιμές κάτω από τα επίπεδα της αγοράς.
Αυτό ήταν άλλωστε και το επιχείρημα των ευρωπαίων αξιωματούχων που ήταν αντίθετοι στην πρόταση της Βαρσοβίας, η οποία πραγματικά θα πονούσε τον Πούτιν, καθώς, με βάση το κόστος παραγωγής πετρελαίου στη Ρωσία, το οποίο υπολογίζεται στα 20 δολάρια το βαρέλι, θα άφηνε εξαιρετικά μικρά περιθώρια κέρδους. Η πρόταση αυτή θα μπορούσε όμως να οδηγήσει σε τερματισμό των εξαγωγών από τη Ρωσία, κάτι που είναι ο μεγάλος φόβος της ΕΕ, η ακόμη και σε άλλες αντιδράσεις από την πλευρά της Μόσχας. Οι Ευρωπαίοι συνυπολόγισαν αυτές τις παραμέτρους και μάλλον δεν ήθελαν τη Μόσχα μπροστά σε αδιέξοδα, στα οποία θα μπορούσε να οδηγήσει η πολωνική πρόταση. Ο τρόπος, ωστόσο που το έκαναν, δεν αποτελεί επίτευγμα στρατηγικής, αλλά μάλλον μικρομπακαλική λογική.
Το δεύτερο ερώτημα που ανακύπτει είναι εάν τα μέτρα αυτά θα έχουν επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία και ιδιαίτερα στην ευρωπαϊκή, κυρίως ως επίπτωση του ομαλού ή όχι εφοδιασμού, αλλά και του κόστους μεταφοράς. Ήδη πολλοί ειδικοί αναλυτές έχουν εκφράσει φόβους για αποσταθεροποίηση της αγοράς, ενώ διεθνείς παράγοντες εκτιμούν ότι θα οδηγήσει σε αύξηση των τιμών, όχι μόνον εξαιτίας των ναύλων αλλά και εξαιτίας των πρόσθετων ενεργειών ελέγχου που θα απαιτούνται, προκειμένου να φορτωθεί και να εξαχθεί το ρωσικό πετρέλαιο. Ερωτήματα προκύπτουν όμως και για το πόσο πραγματικοί θα είναι αυτοί οι έλεγχοι σε ό,τι αφορά την τιμή στην οποία αγοράστηκε το ρωσικό αργό.
Τρύπα, στο ευρωπαϊκό εμπάργκο υπάρχει όμως και σε ότι αφορά τις χερσαίες, μέσω αγωγών, παραδόσεις ρωσικού πετρελαίου, κυρίως σε χώρες της πρώην ανατολικής Ευρώπης, με πρώτη την Ουγγαρία, η οποία έχει λάβει, κατά την Βουδαπέστη τουλάχιστον, εξαίρεση. Κανονικά συνεχίζονται όμως και οι ρωσικές εξαγωγέςπρος την Τσεχία, τη Σλοβακία και τη Βουλγαρία, ενώ συνολικά οι Ευρωπαίοι έχουν αυξήσει κατά 460% τις εισαγωγές ρωσικού LNG, σε σχέση με πέρυσι.
Άλλος, αστάθμητος για την ώρα παράγοντας, είναι το πως θα αντιδράσουν μεγάλοι καταναλωτές ρωσικής ενέργειας, όπως η Ινδία, κυρίως όμως η Κίνα, η οποία έχει αυξήσει τις εισαγωγές και από τα 1,5 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως, που ήταν το καλοκαίρι, έχει φτάσει πλέον κοντά στα δύο εκατομμύρια.
Σημειώνεται ότι η Μόσχα έχει προειδοποιήσει για επιπτώσεις στην περίπτωση επιβολής πλαφόν στην τιμή του ρωσικού πετρελαίου. Μέχρι στιγμής πάντως αυτές περιορίζονται σε μια γενική κατηγορία προς την ΕΕ ότι θέλει να εισάγει ρωσική ενέργεια σε τιμές κάτω της αγοράς. Από την άλλη, ο ΟΠΕΚ+, τα μέλη του οποίου συνεδρίαζαν σήμερα, επέλεξε τη διατήρηση του υφιστάμενου στάτους, το οποίο μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα στον εφοδιασμό και να απειλήσει την ενεργειακή ασφάλεια, σε περίπτωση που η Ρωσία, ακόμη και μόνο για λόγους γοήτρου, προχωρήσει σε προσωρινό πάγωμα των εξαγωγών.
Η στάση του ΟΠΕΚ+ και η απόφασή του, τον περασμένο Οκτώβριο, να μειώσει την παραγωγή πετρελαίου, από τον Νοέμβριο έως και το τέλος του 2023, κατά 2 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα, προκάλεσε έντονες αμερικανικές αντιδράσεις. Η Ουάσιγκτον κατηγόρησε μάλιστα τον Οργανισμό, ακόμη και την ιστορική σύμμαχό της στην περιοχή του Κόλπου, τη Σαουδική Αραβία, ότι παίρνουν το μέρος της Ρωσίας παρά τον πόλεμο εναντίον της Ουκρανίας. Στο πλαίσιο αυτό, η σημερινή εμμονή του ΟΠΕΚ+ στο υφιστάμενο στάτους αναμένεται να προκαλέσει πρόσθετες αντιδράσεις.
Παρατείνεται η σύγχυση για τον χρόνο προκήρυξης των εκλογών – Νέες ανασκευαστικές δηλώσεις Οικονόμου