Το θέμα των πλειστηριασμών ήρθε με ένταση στο προσκήνιο αναδεικνύοντας το γεγονός ότι ακόμη και σήμερα, 13 χρόνια από τη μεγάλη κρίση και ύστερα από διαδοχικές τραπεζικές διασώσεις με δημόσιο χρήμα και κρατικές εγγυήσεις, το ζήτημα των κόκκινων δανείων παραμένει άλυτο.
Η έντονη πολιτική αντιπαράθεση που πυροδότησε η διενέργεια ενός και μόνο πλειστηριασμού, αναδεικνύει το μεγάλο κοινωνικό και πολιτικό κόστος που έχει το ζήτημα και τη δυσκολία που θα υπάρξει στο μέλλον εάν δεν γίνουν διορθωτικές κινήσεις.
Είναι ενδεικτικό ότι η σημερινή κυβέρνηση δεν θέλει να αποδεχθεί ευθύνη για την κατάργηση της προστασίας της πρώτης κατοικίας και επιχειρεί να την χρεώσει στο ΣΥΡΙΖΑ. Ο τελευταίος, δια στόματος Ευκλείδη Τσακαλώτου απορρίπτει τον ισχυρισμό λέγοντας αφενός ότι δεν έγιναν τέτοιοι πλειστηριασμοί επί των ημερών του αλλά και ότι ετοίμαζε θεσμικές παρεμβάσεις για νέο σύστημα προστασίας της πρώτης κατοικίας, τις οποίες όμως δεν πρόλαβε να υλοποιήσει επειδή έχασε τις εκλογές, ενώ η κυβέρνηση της Ν.Δ. δεν φρόντισε να θεσπίσει ανάλογη προστασία όταν νομοθέτησε.
Επί της ουσίας και οι δύο τοποθετήσεις συνιστούν παραδοχή ότι χρειάζεται ειδική προστασία για την πρώτη κατοικία, διότι ούτε η κοινωνία ούτε το πολιτικό σύστημα μπορεί να αποδεχθεί το κόστος των πλειστηριασμών οι οποίοι δείχνουν αναπόφευκτοι έτσι όπως έχει διαμορφωθεί το σύστημα.
Το πρόβλημα γίνεται εντονότερο επειδή δεν υπάρχει ένας μηχανισμός που να διασφαλίζει ότι οι πλειστηριασμοί θα γίνονται μόνο όταν είναι απαραίτητοι, με κάποια οικονομικά και κοινωνικά κριτήρια και όχι άκριτα και ενδεχομένως άδικα.
Το σημείο «κλειδί» είναι ότι μέχρι σήμερα η έμφαση δόθηκε στο πρόβλημα που δημιουργούσαν τα κόκκινα δάνεια στο τραπεζικό σύστημα. Στην πραγματικότητα οι τράπεζες δεν μπορούσαν να τα διαχειριστούν αλλά ούτε και να λειτουργήσουν κανονικά προκειμένου να χρηματοδοτήσουν την οικονομία.
Η λύση δόθηκε με τη μεταφορά των κόκκινων δανείων σε εταιρείες και funds που ειδικεύονται στις πτωχεύσεις, ενώ η διαχείρισή τους ανατέθηκε σε εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων (τους λεγόμενους servicers), οι οποίες υποτίθεται ότι θα ήταν πιο ευέλικτες στο να κάνουν ρυθμίσεις, αναδιαρθρώσεις και κουρέματα σε σχέση με τις τράπεζες.
Η μεταφορά έγινε με το πρόγραμμα «Ηρακλής» για το οποίο δόθηκαν κρατικές εγγυήσεις, ύψους 19 δισ. ευρώ, οι οποίες θα καταπέσουν εάν οι servicers δεν καταφέρουν να εισπράξουν τα χρήματα των δανείων, είτε μέσα από ρυθμίσεις είτε μέσα από πλειστηριασμούς.
Με το πρόγραμμα «Ηρακλής», πράγματι, επιτεύχθηκε η αναγκαία «απελευθέρωση» των τραπεζικών ισολογισμών από τα κόκκινα δάνεια, ώστε να εξυγιανθούν οι τράπεζες και να είναι σε θέση να αντλήσουν κεφάλαια από την αγορά για να τα διοχετεύσουν στην οικονομία.
Υπό το πρίσμα αυτό, ο «Ηρακλής» έδωσε λύση σε μια πλευρά του προβλήματος, εκείνη που αφορά στις τράπεζες.
Από εκεί και πέρα, όμως, το πρόβλημα των κόκκινων δανείων δεν λύθηκε. Τα δάνεια παραμένουν προβληματικά, ενώ η κρίση του πληθωρισμού προκαλεί άνοδο των επιτοκίων η οποία θα επιδεινώσει την κατάσταση και πιθανότατα θα δημιουργήσει νέα γενιά κόκκινων δανείων.
Το γεγονός ότι υπάρχουν οι κρατικές εγγυήσεις, προβάλλεται και ως επιχείρημα υπέρ των πλειστηριασμών, με το σκεπτικό ότι μπορεί η δυσκολία αποπληρωμής για τους δανειολήπτες να αυξάνεται, αλλά εάν δεν εισπραχθούν τα χρήματα με αναγκαστικά μέτρα, θα καταπέσουν οι εγγυήσεις και το κόστος θα επιβαρύνει το Δημόσιο.
Αντί για ρυθμίσεις, αναδιαρθρώσεις και κουρέματα, το σύστημα δημιουργεί κίνητρο για πλειστηριασμούς.
Επιπλέον, δεν υπάρχει επαρκής εποπτεία της νέας αυτής αγοράς η οποία δημιουργήθηκε μετά τη μεταφορά των κόκκινων δανείων, ούτε δεσμευτικοί κανόνες για την αναδιάρθρωση των δανείων, τις ρυθμίσεις, τα επιτόκια και τις άλλες πτυχές της διαχείρισης.
Ποιος εποπτεύει τα κριτήρια με τα οποία ένα δάνειο κουρεύεται 50%, ενώ ένα άλλο όχι;
Είναι προφανές ότι χρειάζεται νομοθετική παρέμβαση, η οποία θα εισάγει έστω και εκ των υστέρων δικλείδες ασφαλείας για τη νέα αυτή αγορά στην οποία κινούνται δισεκατομμύρια ευρώ, καθώς και κανόνες προστασίας της πρώτης κατοικίας αλλά και των δικαιωμάτων των δανειοληπτών.