Συμφώνησε σε διακανονισμό ύψους 391,5 εκατ. δολαρίων για να σταματήσει η έρευνα
Βαθιά στην τσέπη θα κληθεί να βάλει το χέρι η Google που παρακολουθούσε εκατομμύρια χρήστες της στις ΗΠΑ χωρίς τη συγκατάθεσή τους. Η εταιρεία συμφώνησε χθες σε διακανονισμό ύψους 391,5 εκατομμυρίων δολαρίων με 40 αμερικανικές Πολιτείες προκειμένου να τερματιστεί σχετική έρευνα των δικαστικών αρχών σε βάρος της. Η έρευνα των Πολιτειών ξεκίνησε ύστερα από δημοσίευμα του Associated Press (ΑΡ) το 2018, το οποίο αποκάλυπτε ότι η Google συνέχιζε να παρακολουθεί τα δεδομένα τοποθεσίας των χρηστών της, ακόμη και έπειτα από επιλογή τους να εξαιρεθούν από αυτή την παρακολούθηση, με απενεργοποίηση της λειτουργίας «ιστορικό τοποθεσίας». Οι γενικοί εισαγγελείς διαπίστωσαν ότι η εν λόγω παραπλάνηση των χρηστών είχε ξεκινήσει τουλάχιστον από το 2014. Χαρακτήρισαν τον διακανονισμό ιστορική νίκη για τους καταναλωτές και τον μεγαλύτερο πολυ-πολιτειακό διακανονισμό στην ιστορία των ΗΠΑ για ζήτημα ιδιωτικότητας.
Η παρακολούθηση τοποθεσίας βοηθά τις εταιρείες υψηλής τεχνολογίας να πουλήσουν ψηφιακές διαφημίσεις σε εταιρείες που θέλουν να συνδεθούν με καταναλωτές που βρίσκονται κοντά τους. Αποτελεί σημαντικό γρανάζι της μηχανής συλλογής προσωπικών δεδομένων που φέρνει κάθε χρόνο στην Google διαφημιστικά έσοδα μεγαλύτερα των 200 δισ. δολαρίων. Συνιστά το μεγαλύτερο μέρος των κερδών που εισρέουν στα ταμεία της μητρικής εταιρείας Alphabet. Το AP ανέφερε στο δημοσίευμα του 2018 ότι πολλές υπηρεσίες που παρείχε η Google σε συσκευές Android και iPhone αποθήκευαν τα δεδομένα τοποθεσίας των χρηστών, ακόμη και αν αυτοί χρησιμοποιούσαν τη ρύθμιση απορρήτου. Ερευνητές πληροφορικής του Πανεπιστημίου Πρίνστον είχαν επιβεβαιώσει τα ευρήματά του. Το AP είχε αναφέρει ακόμη ότι από το σύστημα παρακολούθησης τοποθεσίας επηρεάστηκαν περίπου 2 δισεκατομμύρια χρήστες συσκευών που εκτελούν το λειτουργικό λογισμικό Android της Google και εκατοντάδες ακόμη εκατομμύρια χρήστες iPhone παγκοσμίως οι οποίοι βασίζονται στο Google για χάρτες ή αναζήτηση. Η Google διεμήνυσε από την πλευρά της ότι το πρόβλημα αφορά ξεπερασμένες πολιτικές προϊόντων που η ίδια άλλαξε πριν από χρόνια.