Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία πριν 10 περίπου μήνες και οι αποφάσεις που έλαβαν οι σημαντικότεροι διεθνείς δρώντες έκτοτε πείθουν τους προσεκτικούς παρατηρητές των παγκόσμιων εξελίξεων ότι η εποχή που άνοιξε το 1989 με την παγκοσμιοποίηση βρίσκεται σε σταδιακή αποδρομή.
Πίσω στο 1989 όταν ο υπαρκτός σοσιαλισμός έδωσε την θέση του στην οικονομία της αγοράς και όταν η κομμουνιστική Κίνα χάραξε νέο δρόμο για το οικονομικό της μέλλον, ανοικτό σε ξένα κεφάλαια και τεχνογνωσία , επικράτησε αισιοδοξία και πίστη σε κατακτήσεις νέων, πολύ υψηλότερων, επιπέδων οικονομικής ευημερίας παγκοσμίως.
Ο καταμερισμός εργασίας προωθήθηκε παντού, αχανείς αγορές άνοιξαν για τα καταναλωτικά προϊόντα της αναπτυγμένης Δύσης και τα θετικά της επικράτησης της ελεύθερης διακίνησης αγαθών υπηρεσιών και συντελεστών παραγωγής υμνήθηκαν από οικονομολόγους, πολιτικούς και διαμορφωτές γνώμης. Η κερδοφορία των συμμετεχόντων στο παγκόσμιο εμπόριο ανερχόταν με σταθερό ρυθμό για 20 περίπου χρόνια.
Πρόσκαιρες κρίσεις όπως εκείνες του 1997 στη ΝΑ Ασία , καθώς και άλλες στην Λατινική Αμερική ,και αλλού , δεν ανέστειλαν την πίστη για περισσότερη οικονομική μεγέθυνση , καθώς η φτώχεια παγκοσμίως περιοριζόταν ,και οι οικονομικές πολιτικές βάδιζαν στην οδό των ιδιωτικοποιήσεων, της διακριτικής νομισματικής πολιτικής και του ελεγχόμενου και χαμηλού πληθωρισμού. Οι αναδυόμενες οικονομίες (BRICS ) έγιναν παράδειγμα μίμησης, ενώ η οικονομική τους εξωστρέφεια προβλήθηκε ως κλειδί κατάκτησης πλούτου .
Ο παγκόσμιος καταμερισμός εργασίας εξαπλωνόταν όλο και περισσότερο βρίσκοντας όλους τους συμμετέχοντες στην αγορά ευχαριστημένους. Εύθραυστα κράτη στην Αφρική, περιπτώσεις όπως εκείνες του Αφγανιστάν, της Συρίας και του Ιράκ αποτελούσαν μια περιορισμένη εξαίρεση στον κανόνα.
Σε αυτό το ανέμελο περιβάλλον είχαν όμως κατακτήσει περίοπτη θέση χρηματοπιστωτικοί οίκοι που σταδιακά μόχλευαν όλο και περισσότερο κερδοσκοπικές συναλλαγές παγκοσμίως. Τα συμφέροντα των ίδιων και των πελατών τους επηρέαζαν όλο και εντονότερα τις αποφάσεις των Κεντρικών Τραπεζών με τα συμφέροντα της παραγωγής , της βιομηχανίας , καθώς και εκείνα του διεθνούς εμπορίου να περνούν πολλές φορές σε δεύτερη μοίρα.
Έτσι ξέσπασε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 . Το μέγεθος της τρόμαξε τους πάντες και για το κοινό συμφέρον ξεκίνησε μια πρωτοφανής επεκτατική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική παγκοσμίως προκειμένου να διασωθούν τράπεζες, επιχειρήσεις και νοικοκυριά από τις συνέπειες χρεοκοπιών και δυσπραγίας. Μερικές στάθηκαν τυχερές στο ότι ανέκαμψαν σχετικά γρήγορα. Άλλες, όπως η Ελλάδα, ατύχησαν περισσότερο του δέοντος.
Η νομισματική πολιτική έγινε ,όπως λεγόταν , «μη συμβατική» (unconventional) με την έννοια ότι τα επιτόκια παρέμεναν χαμηλά επι μια 10ετια περίπου , χωρίς η υπερβάλλουσα χρηματοπιστωτική ρευστότητα που τα συνόδευε να προκαλεί πληθωρισμό. Έμφαση τώρα δινόταν στο να διατηρηθεί όσο ποιο αλώβητο γινόταν το διεθνές εμπόριο και να μην θιγούν οι συμφωνημένες αρχές του. Οι οικονομολόγοι σχεδίαζαν αναθεωρήσεις των εγχειριδίων ,με ελάχιστους να προβληματίζονται για το ανορθόδοξο του τόσο μακροχρόνιου χαμηλού επιπέδου επιτοκίων. Και εδώ τα συμφέροντα των χρηματοπιστωτικών οίκων που αναχρηματοδοτούσαν ζημιές τους από υπερέκθεση σε κινδύνους έπαιξαν το ρόλο τους.
Οι οικονομικές ωστόσο δυσκολίες έφεραν στην πάροδο της τελευταίας δεκαετίας αρκετές διαφωνίες που σταδιακά οξύνονταν. Η προσπάθεια να αποτραπεί η παραγωγή και διάχυση προϊόντων 5G τεχνολογίας από την Κίνα ήταν ένα πρωτο φαινόμενο. Στη συνέχεια άρχισε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ) , ο θεσμός επίλυσης εμπορικών διαφορών διεθνώς, να δυσλειτουργεί, με τα διαιτητικά του όργανα να μην μπορούν να λειτουργήσουν λόγω λήξης θητείας και αποφυγής από τους διεθνείς δρώντες να διορίσουν νέους διαιτητές στη θέση τους, ενώ οι προσφυγές πολλαπλασιάζονταν. Η παρατεινόμενη παράλυση του ΠΟΕ είναι αρκετά εύγλωττη για το ότι προφανώς ο νέος παγκόσμιος καταμερισμός εργασίας πλησίαζε/πλησιάζει τα όρια του.
Σε αυτή τη συγκυρία γεωπολιτικοί παράγοντες επιτάχυναν τις εξελίξεις. Χωρίς καλά καλά να εξέλθει η παγκόσμια κοινωνία από την πανδημία ξέσπασε η κρίση στην Ουκρανία και απειλείται κρίση της Δύσης και με την Κίνα λόγω Ταιβάν. Το διπλό σοκ προσφοράς/ ζήτησης λόγω κόβιντ συμπληρώνεται με ενεργειακό σοκ καθώς αποφασίζονται οικονομικά αντίποινα κατά της επιτιθέμενης Ρωσίας. Η τροφοδοσία της παραγωγικές μηχανής στην Ευρώπη με φθηνή ενέργεια αναστέλλεται προς το παρόν , με τις τιμές να ανέρχονται , και πριν την Ρωσική επιθετική κίνηση και να εντείνονται περισσότερο στη συνέχεια . Ο πληθωρισμός λοιπόν επανακάμπτει και απειλεί εισοδήματα και κατακτήσεις δεκαετιών. Η αναζήτηση εθνικών λύσεων δεν αφορά μόνο ιδεολογικά αντίπαλα στρατόπεδα. Η αμερικανική αναζήτηση πλεονεκτημάτων για την εγχώρια ηλεκτροκίνητη αυτοκινητοβιομηχανία έχει θορυβήσει τους Ευρωπαίους ηγέτες και μπορεί να οδηγήσει πιθανά σε καταγγελίες περί αθέμιτου ανταγωνισμού και σε εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ με ΕΕ.
Σε κάθε περίπτωση πρέπει υπό τις παρούσες συνθήκες κάθε χώρα να ετοιμάζεται για δυσμενείς οικονομικές εξελίξεις οχυρώνοντας την εθνική οικονομία όσο είναι δυνατό και εξασφαλίζοντας απαραίτητα στρατηγικά αποθέματα αγαθών και πρώτων υλών.
Η Ελλάδα γιόρτασε πρόσφατα τα 40 χρόνια ένταξης στην ΕΕ και τα 20 στο Ευρώ. Η θετική αποτίμηση παράκαμψε όμως την σκληρή αλήθεια ότι η χώρα θυσίασε αυτά τα χρόνια μέρος την γεωργίας και της βιομηχανίας της υπερ των υπηρεσιών που σήμερα αποτελούν το 80% του ΑΕΠ. Ευρωπαϊκοί πόροι συνέβαλαν να ξεχαστεί το λεγόμενο «πρόβλημα του ισοζυγίου πληρωμών» που τόσο ταλαιπωρούσε την ελληνική οικονομική πολιτική πριν το 1980.
Η οικονομική ζωή της χώρας περιστρεφόταν αυξανόμενα περί την απορρόφηση ευρωπαϊκών πόρων παρά στην αναζήτηση αγορών για εξαγωγές. Κάτω από συνθήκες αναστολής του καταμερισμού εργασίας παγκοσμίως θα ήταν ευπρόσδεκτο να ξεκινήσει διάλογος και αναζήτηση αναπτυξιακών διεξόδων για την ελληνική οικονομία . Οι προτάσεις που θα υποβληθούν πρέπει να έχουν ως αφετηρία την δύση της παγκοσμιοποίησης των τελευταίων 30 ετών και την μετάβαση σε νέα κανονικότητα. Η συζήτηση αυτή επιβάλλεται και από την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους της Ελλάδας που θα βαίνει αυξανόμενη μετά το 2033. Η τρέχουσα διαχείριση της ελληνικής οικονομίας δεν πρέπει να λησμονεί την μακροχρόνια περίοδο.
Ο Μιχάλης Ψαλιδόπουλος είναι σύμβουλος στο Ινστιτούτο Ελληνικής Ανάπτυξης και Ευημερίας (ΙΗGP), Αμερικανικό Κολέγιο Ελλάδας και ομότιμος καθηγητής ΤΟΕ/ΕΚΠΑ
Πηγή: OT.gr