«H Ελλάδα σε ζητήματα κράτους Δικαίου δεν κάνει εκπτώσεις», τόνισε η ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας Άννα Μισέλ – Ασημακοπούλου μιλώντας στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στηλιτεύοντας τους «εχθρούς της Ελλάδας, όπου και αν βρίσκονται», όπως είπε χαρακτηριστικά, με αφορμή την υπόθεση των παρακολουθήσεων.
Σημείωσε επίσης πως: «Η τιμή και η υπόληψη των Ελλήνων πολιτών, αλλά και του δημοκρατικά εκλεγμένου πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, δεν είναι διαπραγματεύσιμη και θα τη φυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού».
Σημείωσε επίσης ότι «η ελληνική κυβέρνηση δεν χρησιμοποιεί κακόβουλο λογισμικό, έχει ενισχύσει το νομοθετικό πλαίσιο άρσης απορρήτου, έχει διερευνήσει θεσμικά και πλήρως τη νόμιμη επισύνδεση του κινητού του κ. Ανδρουλάκη και πρωτοπορεί και πάλι πανευρωπαϊκά, απαγορεύοντας καθολικά τη χρήση κακόβουλου λογισμικού στην Ελλάδα».
Και συνέχισε: «Δεν θα επιτρέψουμε, λοιπόν, σε όσους σπεκουλάρουν πάνω στην Ελλάδα για μικροκομματικούς λόγους και για προσωπική προβολή, σε εχθρούς της Ελλάδας όπου και αν βρίσκονται, σε όσους υπηρετούν σκοτεινές ατζέντες, σε όσους δηλητηριάζουν τον δημόσιο βίο της Ελλάδος με τοξικότητα να συκοφαντούν την Ελλάδα χωρίς αποδείξεις και πειστήρια. Προφανώς, δεν θα ανεχτούμε την παντελώς ανυπόστατη προπαγάνδα ενός ελληνικού μέσου ενημέρωσης, του οποίου ο εκδότης συνδέεται με τη χρηματοδότηση τηλεοπτικού δικτύου, εντός Ελλάδος, με ρωσικά κεφάλαια». Και κατέληξε: «Για να συνεννοηθούμε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, κάτω τα χέρια σας από την Ελλάδα».
Ο πολύπειρος πολιτικός συντάκτης των Financial Times για ευρωπαϊκά θέματα Τόνι Μπάρμπερ, ο οποίος στο παρελθόν έχει θητεύσει ως ανταποκριτής σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, τις ΗΠΑ και την πρώην Σοβιετική Ένωση αρθρογραφεί για το σκάνδαλο των υποκλοπών στην Ελλάδα.
Ξεκινώντας, ο Μπάρμπερ θυμίζει ότι πριν τρεις δεκαετίες το τότε ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου «την χάρισε» στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη παρά την ψηφοφορία στη Βουλή να παραπεμφθεί σε δίκη για τις τηλεφωνικές παρακολουθήσεις πολιτικών αντιπάλων και δημοσιογράφων.
Σημειώνεται ότι μετά την πτώση της κυβέρνησης Κωνσταντίνου Μητσοτάκη το 1993, συστήθηκε προανακριτική για τις τηλεφωνικές υποκλοπές με κατηγορούμενους τόσο τον πρωθυπουργό της ΝΔ όσο και την Ντόρα Μπακογιάννη. Η διαδικασία κατέληξε σε παραπομπή στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, αλλά ένα χρόνο μετά ο πρωθυπουργός της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ Ανδρέας Παπανδρέου ζήτησε αναστολή διώξεων για πολιτικά πρόσωπα. Η πρόταση επικυρώθηκε στη Βουλή με μυστική ψηφοφορία, παρά τις αντιδράσεις της ΝΔ.
Τώρα είναι ο γιος του Κυριάκος Μητσοτάκης που ως πρωθυπουργός βρίσκεται στο επίκεντρο παρόμοιου σκανδάλου και όπως λένε χαρακτηριστικά οι FT, «o χρόνος θα δείξει» αν θα υπάρξει στο μέλλον παραπομπή του σε νομικές διαδικασίες.
Ο Μπάρμπερ περιγράφει πως επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ η Ελλάδα βγήκε από την καταστροφική περίοδο των μνημονίων και επί κυβέρνησης Μητσοτάκη από την «ενισχυμένη εποπτεία», υπογραμμίζοντας επίσης την σημασία της Συμφωνίας των Πρεσπών και την αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης, όπως και την πλήρη εναρμόνιση με τη Δύση στο θέμα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Αλλά «δυστυχώς, το σκάνδαλο των υποκλοπών υποδηλώνει πως δεν είναι όλα ρόδινα στην πολιτική και στη διακυβέρνηση της Ελλάδας μετά την κρίση», γράφει χαρακτηριστικά.
Στο άρθρο των FT περιγράφεται το πώς ο Μητσοτάκης ανέλαβε άμεσα τον έλεγχο της ΕΥΠ το 2019, τοποθέτησε «δικό του» άνθρωπο επικεφαλής και τον ξήλωσε, μαζί με τον επικεφαλής του γραφείου του και ανιψιό του, όταν έγινε παραδεκτό ότι παρακολουθείτο ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ Νίκος Ανδρουλάκης. Στην συνέντευξή του την Δευτέρα επέμεινε ότι δεν εμπλέκεται στις υποκλοπές, αλλά «το σκάνδαλο αρνείται να καταλαγιάσει, επειδή η υπόθεση Ανδρουλάκη δεν είναι μια μεμονωμένη περίπτωση», όπως τονίζεται. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται και στην διαμαρτυρία της Σοφί Ιν’τ Φελντ της PEGA ότι οι ελληνικές αρχές δεν πραγματοποιούν «ενεργητική έρευνα για τους ενόχους».
«Στο τρέχον σκάνδαλο, οι Έλληνες αξιωματούχοι ρίχνουν “σκοτεινά” υπονοούμενα περί εχθρικής ξένης ανάμειξης και επικαλούνται τους κανόνες περί κρατικών μυστικών για να δικαιολογήσουν τη συγκάλυψη των πραγμάτων. Αλλά όσο περισσότερο καθυστερεί η κυβέρνηση να δώσει εξηγήσεις τόσο περισσότερο φαίνεται ότι έχει κάτι να κρύψει», τονίζει ο Μπάρμπερ.