Το ενδιαφέρον με το άνοιγμα που έκανε ο Αλέξης Τσίπρας από το βήμα του συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ στις «προοδευτικές δυνάμεις», ήταν αφενός ότι περιέγραψε ένα απολύτως ρεαλιστικό μίνιμουμ κυβερνητικό πρόγραμμα και αφετέρου ότι επέμεινε στη συνεργασία από την «πρώτη» Κυριακή των εκλογών, δηλαδή με βάση τους συσχετισμούς που θα βγάλει στη Βουλή η απλή αναλογική, καθιστώντας εκτός παιχνιδιού το (όποιο τελικά) σύστημα ενισχυμένης αναλογικής έχει νομοθετήσει ή πρόκειται να νομοθετήσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Ο Αλέξης Τσίπρας επιμένει στο άνοιγμα προς τα κόμματα της κεντροαριστεράς και αριστεράς, εκτιμώντας ότι είναι μία τακτική «win-win» για τον ίδιο και τον ΣΥΡΙΖΑ. Υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι η δυναμική που δείχνουν τα γκάλοπ το τελευταίο διάστημα και η αδυναμία του Κυριάκου Μητσοτάκη να ανατάξει τη φθορά που έχει η κυβέρνησή του, θα αποτυπωθούν σε ένα σημαντικό βαθμό και στις κάλπες. Ήτοι, να μπορούν, τουλάχιστον ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΙΝΑΛ και το ΜΕΡΑ25 να διαμορφώσουν κοινοβουλευτική πλειοψηφία στην επόμενη Βουλή (με αθροιστικό ποσοστό περίπου ή άνω του 45%-46%), δίνοντας το περιθώριο είτε να συγκροτηθεί μία τρικομματική κυβέρνηση με ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα, είτε να αναλάβει μία κυβέρνηση «ανοχής» – ουσιαστικά δηλαδή στην περίπτωση που δεν θέλει να συμμετέχει ο Γιάνης Βαρουφάκης, να επιτρέψει έστω την ανάληψη της διακυβέρνησης από ένα σχήμα μειοψηφίας ΣΥΡΙΖΑ-ΚΙΝΑΛ. Σε αυτή την περίπτωση, η ίδια πρόκληση θα απευθυνθεί και στο ΚΚΕ – να παράσχει δηλαδή την ανοχή του, δια της μη καταψήφισης της κυβέρνησης συνεργασίας.
Ο κ. Τσίπρας γνωρίζει ότι «πετώντας το μπαλάκι» για τη διακυβέρνηση της χώρας στα άλλα προοδευτικά και αριστερά κόμματα, κάνοντας και ο ίδιος βεβαίως «ρεαλιστικές και εφαρμόσιμες προτάσεις», στις οποίες μπορούν να συγκλίνουν αυτές οι δυνάμεις (π.χ αύξηση του βασικού μισθού, αντιμετώπιση της ακρίβειας, κατάργηση αντεργατικών νόμων κλπ), αποκτά την πρωτοβουλία των κινήσεων και την πίεση την έχουν πλέον οι χώροι στους οποίους απευθύνεται.
Εάν ανταποκριθούν και συγκροτηθεί μία κυβέρνηση, τότε ο ΣΥΡΙΖΑ επιστρέφει στην εξουσία, ο ίδιος ο κ. Τσίπρας θα είναι η λογική λύση για την πρωθυπουργία και ο Κυριάκος Μητσοτάκης με τη ΝΔ μπαίνουν σε μία βαθιά κρίση, εξοβελιζόμενοι από την διακυβέρνηση. Οι προοδευτικές δυνάμεις έχουν μία ευκαιρία να εφαρμόσουν πολιτικές, που θα αποτελούν την κοινή συνισταμένη των θέσεών τους μεν, αλλά σίγουρα θα είναι στον αντίποδα των σημερινών κυβερνητικών επιλογών. Και η καθεμία θα κριθεί με βάση τις κινήσεις της. Το παράδειγμα της Πορτογαλίας δεν είναι μακριά.
Εάν, αντιθέτως αρνηθούν τότε η χώρα θα οδηγηθεί σε νέες εκλογές, αφού αρχικό δεδομένο αυτού του σεναρίου είναι ότι η ΝΔ δεν μπορεί (ή δεν θέλει κιόλας) να συγκροτήσει κυβέρνηση συνεργασίας.
Σε αυτή την περίπτωση, ο κ. Τσίπρας εκτιμά (και μαζί του οι περισσότεροι δημοσκόποι) ότι ο «δικομματισμός» θα ενισχυθεί, το δίλημμα ΝΔ ή ΣΥΡΙΖΑ θα συμπιέσει ασφυκτικά τους ενδιάμεσους και παράπλευρους χώρους και ουσιαστικά, ανεξαρτήτως του τελικού αποτελέσματος τα μικρότερα κόμματα θα χάσουν δυνάμεις. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δηλαδή ποντάρει ακριβώς σε αυτό: ότι μία επαναληπτική αναμέτρηση με τόσο οξυμένο πολιτικό κλίμα και συσπείρωση στους δύο μονομάχους για την εξουσία, δεν συμφέρει ούτε το ΚΙΝΑΛ, ούτε το ΜΕΡΑ25, ενδεχομένως ούτε καν το ΚΚΕ. Καθώς ο ίδιος θα έχει κάνει την πρόταση και θα έχει παρουσιάσει ένα πρόγραμμα βασικών προοδευτικών πολιτικών, με κυρίαρχο το διακύβευμα της απαλλαγής από τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τη δεξιά διακυβέρνηση, εκτιμά ότι θα συσπειρώσει στη συνέχεια τον προοδευτικό χώρο, αφού τα άλλα κόμματα της κεντροαριστεράς και της αριστεράς θα έχουν αποποιηθεί την ευθύνη της διακυβέρνησης ή θα έχουν επιτρέψει στον σημερινό πρωθυπουργό να οδηγήσει τη χώρα σε κάλπες με ενισχυμένη αναλογική.
Καταβάλλεται σήμερα η έκτακτη οικονομική ενίσχυση σε χαμηλοσυνταξιούχους