Πριν ακόμα το «φάντασμα» της γαλλικής ακροδεξιάς απλωθεί απειλητικό πάνω από την Ευρώπη, στην Αθήνα άρχισαν να ηχούν τα καμπανάκια κινδύνου. Οι αναλύσεις που είχαν τα χέρια τους τις τελευταίες ημέρες οι επιτελείς του Μαξίμου για τις γαλλικές εκλογές, επιβεβαίωναν ότι η ενίσχυση της άκρας δεξιάς στην Γαλλία, με την παράλληλη μείωση της απήχησης του Εμανουέλ Μακρόν οφειλόταν κατά βάση σε ένα μεγάλο ρεύμα αμφισβήτησης έως αντίθεσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ακόμα πιο συγκεκριμένα: ο ήδη υπάρχον ευρωσκεπικισμός τροφοδοτείται πλέον από την αδυναμία τη Ένωσης να αντιμετωπίσει προβλήματα όπως η ακρίβεια και η ενεργειακή φτώχεια. Οι Γάλλοι ψήφισαν σε αυτές τις εκλογές, σύμφωνα με όσα λένε οι αναλυτές, με βάση της «αγοραστική τους δύναμη». Η οποία έχει πληγεί τα τελευταία χρόνια με βάναυσο τρόπο, με την ευθύνη να βαραίνει, κατά ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης, τον Μακρόν και τις ευρωπαϊκές πολιτικές (…ή αδυναμίες). Ο Μακρόν έτσι κι αλλιώς θεωρείται και είναι στη Γαλλία ο πιο ταυτισμένος πολιτικός με την ενωμένη Ευρώπη. Και μπορεί να προηγήθηκε στον πρώτο γύρο των εκλογών, αλλά η επικράτησή του ήταν αγχωτική, πολύ μακριά από τα προσδοκώμενα προ μηνών επίπεδα και πάντως οδεύει σε μία οριακή νίκη στο δεύτερο γύρο, έχοντας απέναντί του ένα μεγάλο μέτωπο αμφισβήτησης. Προς τον ίδιο και προς την ενωμένη Ευρώπη!
Αυτό το τελευταίο είναι που ανησυχεί τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Ο Έλληνας πρωθυπουργός έτσι κι αλλιώς βλέπει στον εαυτό του «κάτι από Μακρόν»: θεωρεί ότι αντιπροσωπεύουν και οι δύο τον τύπο του «σύγχρονου, μεταρρυθμιστή, κεντρώου και ολίγον ακομματίκ ηγέτη», που είναι η επιτομή του «ευρωπαϊστή πολιτικού».
Αυτό το τελευταίο είναι όμως και το «προβληματικό», έτσι όπως το κατέδειξαν οι γαλλικές εκλογές.
Η Ελλάδα δεν έχει προφανώς το ισχυρό αίτημα της «επιστροφής στο (μεγάλο) Έθνος», που διαπερνά την γαλλική κοινωνία, αλλά ο σκεπτικισμός και η κριτική για την αποτελεσματικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι έντονα στοιχεία, που αφορούν τόσο το πεδίο της εξωτερικής πολιτικής (ελληνοτουρκικά), όσο και της οικονομίας. Το τελευταίο που χρειάζονται οι Βρυξέλλες είναι να εκτεθούν και στο μέτωπο του πληθωρισμού, που αποψιλώνει το εισόδημα των αδύναμων, αλλά και μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης φοβάται ότι το κίνημα της αμφισβήτησης προς την ενωμένη Ευρώπη, όπως εκδηλώνεται στη Γαλλία μπορεί να χτυπήσει και την Ελλάδα. Με έναν επιπλέον φόβο για την κυβερνητική παράταξη, της οποίας ηγείται: ότι ενισχύεται και στη χώρα μας, αναλογικά πάντα, η απειλή από τα ακροδεξιά. Διότι πέραν του Κυριάκου Βελόπουλου, υπάρχουν τουλάχιστον δύο ακόμα σχήματα (η συμμαχία Μπογδάνου-Τζήμερου- Κρανιδιώτη και το μόρφωμα Κασιδιάρη), που διεκδικούν είσοδο στη Βουλή, ενώ και στις γραμμές της ΝΔ η πίεση προς τον «εθνο-απομονωτισμό» δεν είναι αμελητέα, ιδίως από τη βάση της λαϊκής δεξιάς.
Γι’ αυτό και έσπευσε να κάνει κινήσεις αμέσως μετά τις γαλλικές εκλογές, διαχωρίζοντας κατ’ αρχάς τη θέση του από τις όποιες «μη» ευρωπαϊκές παρεμβάσεις στο μέτωπο της ακρίβειας. Το τελευταίο που θα ήθελε ο κ. Μητσοτάκης είναι να χρεωθεί την αβελτηρία των Βρυξελλών στο μέτωπο του πληθωρισμού, καταδικάζοντας τον εαυτό του να περιμένει την περίφημη «ευρωπαϊκή παρέμβαση». Η χθεσινή κυβερνητική σύσκεψη στο Μαξίμου για την έκρηξη τιμών στην ενέργεια είχε, τρόπον τινά, τίτλο «λύση από Ευρώπη ή εθνική παρέμβαση», ακριβώς για να δοθεί το σήμα ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν θα στηριχθεί αποκλειστικά στις ευρωπαϊκές διορθωτικές κινήσεις.
Και στη συνέχεια ο κ. Μητσοτάκης προσπάθησε να υπερβεί τις διαχωριστικές ιδεολογικές και πολιτικές γραμμές, λέγοντας ότι το δίλλημα στις εκλογές δεν θα είναι «δεξιά – αριστερά», αλλά τι είναι «σωστό και προοδευτικό», επιδιώκοντας έτσι να συσπειρώσει γύρω του τον πολυπληθή κεντρώο χώρο, ακριβώς όπου κινήθηκε ο Μακρόν βέβαια για να καταφέρει να επικρατήσει τελικά της Λεπέν.
Διαβάστε επίσης:
Καταποντίστηκε η Γαλλική Δεξιά – «Εξατμίστηκαν» οι Γάλλοι σοσιαλιστές