Βλέποντας τις δύο δημοσκοπήσεις που δημοσιεύτηκαν το προηγούμενο διήμερο, κάποιοι ρεαλιστές παράγοντες του κυβερνητικού στρατοπέδου παραδέχθηκαν ότι η ηγεσία της ΝΔ και ο Κυριάκος Μητσοτάκης οφείλουν πλέον να αλλάξουν στρατηγική για τις επόμενες εκλογές. Και να διαμορφώσουν, όπως έλεγαν, εναλλακτικό σχέδιο για την περίπτωση που δεν καταστεί εφικτή η αυτοδυναμία, διότι πρόκειται για ένα εξαιρετικά φιλόδοξο, αν μη τι άλλο, στόχο.
Στο μέγαρο Μαξίμου είναι νωρίς να γίνει τέτοια παραδοχή. Τουλάχιστον επισήμως είναι δύσκολο να αλλάξει η ρητορική περί της απόλυτης βεβαιότητας ότι η ΝΔ θα καταφέρει στις δεύτερες εκλογές με την ενισχυμένη αναλογική (οι πρώτες με την απλή αναλογική είναι σαν να μην μετράνε καν για την κυβέρνηση – κάτι σαν «αόρατες εκλογές»), έστω κι ο… σπόρος της αμφιβολίας έχει πια φυτρώσει για τα καλά.
Αλλά οι αριθμοί, ήτοι τα δημοσκοπικά ευρήματα που με τόση ζέση επικαλούνταν δυόμιση χρόνια το Μαξίμου για να καταδείξει την συντριπτική υπεροχή του Κυριάκου Μητσοτάκη στο πολιτικό σκηνικό είναι ενδεικτικοί – αλλά από την ανάποδη πλέον. Και αδυσώπητοι, όσο κι αν οι εκλογολόγοι λένε ότι άλλες οι σημερινές συνθήκες και άλλες εκείνες που επικρατούν σε κάθε προεκλογική περίοδο.
Οι εταιρίες MARC και Metron Analysis κατέγραψαν μία ραγδαία πτώση της ΝΔ μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα. Και επειδή η κύρια αιτία της πτώσης αυτής εντοπίζεται στο μέτωπο της ακρίβειας, ουδείς είναι βέβαιος ότι θα υπάρξει σοβαρή ανάταξη των γαλάζιων ποσοστών, ακριβώς επειδή οι ανατιμήσεις και ο πληθωρισμός δεν προβλέπεται ότι θα υποχωρήσουν τους πολλούς επόμενους μήνες.
Η έρευνα της Metron Analysis στέλνει εκκωφαντικά μηνύματα στην κυβέρνηση, καθώς καταγράφει το χαμηλότερο ποσοστό της ΝΔ σε έρευνες από τις εκλογές του 2019, όπως και την χαμηλότερη διαφορές με τον ΣΥΡΙΖΑ, εάν εξαιρέσει κανείς κάποια ευρήματα της Prorata προ καιρού.
Σύμφωνα με το γκάλοπ της Metron Analysis η ΝΔ έχει 27%, χάνοντας μιάμιση μονάδα από τον Φεβρουάριο (28,5%). Και μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να παραμένει χαμηλά (19,4%) τσιμπώντας ελάχιστα από την προηγούμενη έρευνα (19,1%), ωστόσο το βασικό συμπέρασμα είναι ότι το κυβερνών κόμμα απομακρύνεται κι άλλο από το όριο της αυτοδυναμίας (28%), παγιώνοντας μία πτήση αισθητά κάτω από τα επίπεδα του 30%.
Σε αυτά τα επίπεδα βρίσκουν τη ΝΔ κι άλλες εταιρίες, που παραδοσιακά της έδιναν ισχυρά ποσοστά και μεγάλες διαφορές από τον ΣΥΡΙΖΑ. Η προχθεσινή έρευνα της MARC έδινε τη ΝΔ μόλις στο 30,8% (με πτώση 1,7% από την προηγούμενη μέτρηση).
Αλλά και άλλες εταιρίες που κάνουν αυτό τον καιρό μετρήσεις καταγράφουν την ίδια, ίσως και χειρότερη εικόνα για τη ΝΔ.
Τι σημαίνει αυτό εάν συνυπολογιστεί και το γεγονός ότι πρόκειται για μία καθοδική τάση, την πλήρη κίνηση της οποίας δεν έχουν δει ακόμα και τίποτα στον ορίζοντα δεν φαίνεται να παρέχει σημείο στήριξης στον Κ. Μητσοτάκη; Ότι οι πιθανότητες για ανάταξη, ώστε η ΝΔ να φτάσει στις εκλογές της απλής αναλογικής στα επίπεδα του 35%-36%, μία επίδοση που θεωρείται ότι δίνει το επιχείρημα στον κ. Μητσοτάκη να προκαλέσει δεύτερες εκλογές με το διακύβευμα της αυτοδυναμίας, είναι από ελάχιστες έως ανύπαρκτες. Έτσι κι αλλιώς οι εκλογές της απλής αναλογικής μπορεί να ευνοήσουν μία «χαλαρή ψήφο» ή μία «διασπορά ψήφων». Και η ΝΔ είναι πλέον πολύ ευάλωτη σε τέτοιου είδους εκλογικές συμπεριφορές, εάν συνδυάσει κανείς και το γεγονός ότι τα ποιοτικά στοιχεία με την διογκούμενη κοινωνική δυσφορία για τις κυβερνητικές πολιτικές και συμπεριφορές οδηγούν μέρος της εκλογικής της βάσης σε τέσσερις κατευθύνσεις, σαν ένα φαινόμενο «ξηλώματος του πουλόβερ»: Προς τον ΣΥΡΙΖΑ για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό, αφού ένα 3% των γαλάζιων ψηφοφόρων του 2019 πάει απευθείας στον Α. Τσίπρα, όπως έδειξε η Metron Analysis. Προς το ΚΙΝΑΛ σε ποσοστό 7,5% της εκλογικής βάσης της ΝΔ, σύμφωνα με την ίδια δημοσκόπηση. Η τρίτη κατεύθυνση προς την οποία κινούνται κάποιοι σκληροί δεξιοί ψηφοφόροι είναι τα σχήματα της ακροδεξιάς, ενώ μία τέταρτη είναι όσο περνά ο καιρός όλο και πιο εμφανής και πρόκειται για την αποχή. Σύμφωνα με στοιχεία ερευνών, το ποσοστό της αποχής έχει τριπλασιαστεί σε σχέση με τα ευρήματα πριν ένα και δύο χρόνια και αυτό οφείλεται κυρίως σε δυσαρεστημένους από την κυβέρνηση δεξιούς ψηφοφόρους.
Διαβάστε επίσης:
Ο πληθωρισμός και η αλλαγή του εκλογικού νόμου έκαψαν τις πρόωρες εκλογές