πορεί η σουηδική, όμως η ίδια είναι υπερχρεωμένη και
Μια δύσκολη μάχη για να εξυγιάνει τα οικονομικά της δίνει η μεγαλύτερη εταιρεία διαχείρισης κόκκινων δανείων στην Ευρώπη, η Intrum καθώς είναι υπερχρεωμένη, με τους οίκους αξιολόγησης να πιθανολογούν ότι θα υποχρεωθεί να αναδιαρθρώσει το χρέος της, κουρεύοντας τους κατόχους ομολόγων.
Η Intrum έχει κεντρικό ρόλο στη διαχείριση κόκκινων δανείων στην ελληνική αγορά. Ήταν ο πρώτος ξένος servicer που εισήλθε στην Ελλάδα, το 2019, και προχώρησε σε στρατηγική συνεργασία με συστημική τράπεζα, την Πειραιώς. Από την απόσχιση του τμήματος διαχείρισης δανείων της Πειραιώς δημιουργήθηκε η Intrum Hellas, που σήμερα διαχειρίζεται όλα τα κόκκινα δάνεια της Τρ. Πειραιώς και συνολικά έχει υπό τη διαχείρισή της δάνεια ύψους περίπου 25 δισ. ευρώ.
Όμως, η σουηδική εταιρεία έχει απογοητευτικές οικονομικές επιδόσεις εδώ και αρκετό καιρό, ενώ βαρύνεται με μεγάλα χρέη. Η μετοχή της είχε μέχρι χθες απώλειες που πλησίαζαν το 90% σε 12μηνη βάση και σήμερα έπεσαν κάτω από το -80% με μια άνοδο κατά 14%, που αποδίδεται σε προσδοκίες για κάποιο επικείμενο deal διάσωσης. Τα ομόλογά της που λήγουν το 2025 διαπραγματεύονται κάτω από 70% της ονομαστικής τους αξίας, κάτι που υποδηλώνει ότι οι επενδυτές φοβούνται κούρεμα.
Η Intrum υποβαθμίστηκε πρόσφατα από την S&P σε “Β”, δηλαδή σε κατηγορία πολύ υψηλού κινδύνου, μετά την ανακοίνωση ότι προσέλαβε δύο συμβούλους για να αξιολογήσουν την κεφαλαιακή της διάρθρωση. «Θεωρούμε ότι η ανακοίνωση σηματοδοτεί μια αυξημένη πιθανότητα αναδιάρθρωσης του χρέους που μπορεί να θεωρήσουμε προβληματική», ανακοίνωσε η S&P, σημειώνοντας ότι: «Ενώ η διοίκηση δεν παρείχε καθοδήγηση σχετικά με τις επιλογές που θα εξετάσει, πιστεύουμε ότι ο διορισμός εξωτερικών συμβούλων συνεπάγεται αυξημένη πιθανότητα προβληματικής ανταλλαγής χρέους χρέους που προηγουμένως θεωρούσαμε απίθανη».
Η Intrum είχε ήδη, πριν ανακοινώσει την πρόσληψη συμβούλων, προχωρήσει σε μια συναλλαγή με την Cerberus, σε μια προσπάθεια να αντλήσει ρευστότητα για την κάλυψη των υποχρεώσεών της. Το γνωστό fund αγόρασε ένα μεγάλο χαρτοφυλάκιο δανείων, που αντιστοιχούσε στο 30% του συνόλου των δανείων που κατείχε η Intrum. Η συναλλαγή πρόσφερε μεν ρευστότητα στη σουηδική εταιρεία, όμως δεν ήταν ευνοϊκή για τη συνολική κεφαλαιακή της διάρθρωση, αφού της στερεί έσοδα και κέρδη από ένα μεγάλο χαρτοφυλάκιο δανείων.
Πώς έπεσε η Intrum σε παγίδα χρέους
Εξηγώντας τη δεινή θέση στην οποία έχει βρεθεί η Intrum, το Bloomberg σημειώνει ότι η Intrum έχει αναδειχθεί την τελευταία δεκαετία ως ένας από τους μεγαλύτερους διαχειριστές χρέους της Ευρώπης, ένας κλάδος που απογειώθηκε μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, αποσπώντας τμήματα επισφαλών δανείων από μεγάλες τράπεζες. Στην εποχή του φθηνού χρήματος, αυτές οι επιχειρήσεις δανείστηκαν μαζικά για να τροφοδοτήσουν την επέκτασή τους.
Τώρα, όπως και άλλες εταιρείες του κλάδου, μεταξύ των οποίων και η doValue, που επίσης έχει ισχυρή παρουσία στην Ελλάδα, η Intrum αγωνίζεται να προσαρμοστεί σε μια σκληρή νέα πραγματικότητα. Η εισροή μη εξυπηρετούμενων δανείων, που κάποτε τροφοδοτούσαν την επιχείρηση, δεν είναι τόσο άφθονη σήμερα, καθώς οι οικονομίες πάνε καλύτερα από το αναμενόμενο. Και τα 5,4 δισ. ευρώ χρέους της Intrum αποτελούν θηλιά στον λαιμό της εταιρείας. Οι επενδυτές έχουν βαρεθεί τις επανειλημμένες ανεκπλήρωτες υποσχέσεις της Intrum ότι θα μειώσει τη μόχλευση.
Αναλυτές εκτιμούν ότι η Intrum δεν θα αποφύγει τελικά κάποια δυσάρεστη για μετόχους και πιστωτές κεφαλαιακή αναδιάρθρωση, αφού, όπως λένε, η εταιρεία χρειάζεται οπωσδήποτε νέα κεφάλαια. Η πώληση περιουσιακών στοιχείων, όπως τα δάνεια που πωλήθηκαν στην Cerberus, είναι μόνο ένας προσωρινός επίδεσμος. Έτσι, οι πιστωτές προετοιμάζονται για μια πρόταση κουρέματος και ήδη βρίσκονται σε διαβουλεύσεις με δικηγόρους, ενώ και οι μέτοχοι θεωρείται βέβαιο ότι θα χρειασθεί να συνεισφέρουν, αν και ως τώρα η διοίκηση της Intrum διαψεύδει ότι συζητάει το θέμα μαζί τους.
Το σχέδιο της διοίκησης της Intrum είναι να επιστρέψει στα βασικά: δηλαδή, στις αρχικές της δραστηριότητες της είσπραξης χρεών, χωρίς πλέον να δίνει έμφαση στην απόκτηση δανείων για δικό της λογαριασμό. Πρόκειται για δραστηριότητα που παραδοσιακά χρειαζόταν πολύ προσωπικό αλλά όχι πολύ κεφάλαιο. «Έχουμε 80.000 πελάτες, έχουμε και τις 25 κορυφαίες τράπεζες στην Ευρώπη», λέει ο CEO της Intrum, Αντρές Ρούμπιο. Η μονάδα διαχείρισης δανείων «θα είναι πιο σημαντική στο μέλλον από ό, τι ήταν στο παρελθόν», προσθέτει.
Για την «επενδυτική» πλευρά της επιχείρησης – το κομμάτι που αγοράζει μεγάλα χαρτοφυλάκια επισφαλών δανείων από τράπεζες και άλλες εταιρείες – η ιδέα είναι να αναζητηθούν περισσότερες εταιρείες όπως η Cerberus που μπορούν να παρέχουν τη χρηματοδότηση, ενώ η Intrum θα κάνει τις εισπράξεις. «Θέλουμε να αναπτύξουμε την επενδυτική μας δραστηριότητα συνεργαζόμενοι με κεφάλαια τρίτων σε αντίθεση με τη χρήση του δικού μας ισολογισμού», λέει ο Ρούμπιο.
Όλα δύσκολα για τους servicers
Μια παγίδα που αντιμετωπίζουν οι διαχειριστές χρέους της Ευρώπης είναι ότι όταν αγοράζουν ένα χαρτοφυλάκιο επισφαλών δανείων, μόνο τα πρώτα δύο χρόνια μπορούν να είναι πιο σίγουροι ότι θα πείσουν τους οφειλέτες να τα αποπληρώσουν. Καθώς το χαρτοφυλάκιο δανείων μεγαλώνει, οι αποπληρωμές από τη «μακριά ουρά» είναι πιο δύσκολο να ληφθούν. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να συνεχίσουν να αγοράζουν νέα χαρτοφυλάκια για να βεβαιωθούν ότι τα δάνειά τους ήταν φρέσκα, κάτι που ήταν πολύ πιο εύκολο να χρηματοδοτηθεί όταν τα επιτόκια ήταν κοντά στο μηδέν, αλλά όλα έγιναν πολύ πιο δύσκολα όταν τα επιτόκια της ευρωζώνης αυξήθηκαν σε ιστορικά υψηλά επίπεδα.
Επιπλέον, σήμερα υπάρχουν λιγότερα κόκκινα δάνεια για αγορά. Μετά την κρίση δημόσιου χρέους της περασμένης δεκαετίας, η Intrum εξασφάλισε μη εξυπηρετούμενα δάνεια σε όλη την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένου μέρους ενός χαρτοφυλακίου 10,8 δισ. ευρώ από την ιταλική Intesa Sanpaolo SpA, σε μια συμφωνία που αποτίμησε το χαρτοφυλάκιο στο 29% της λογιστικής του αξίας. Ωστόσο, οι ιταλικές τράπεζες έχουν καθαρίσει τους ισολογισμούς τους, ενώ η επιβολή αυστηρότερων κανόνων δανεισμού, η βελτίωση της οικονομίας και οι εγγυήσεις δανείων στην περίοδο της πανδημίας έχουν μειώσει σημαντικά τα ποσά των νέων επισφαλών δανείων. Το ίδιο συνέβη και στις περισσότερες άλλες οικονομίες της Ευρώπης.