Σε τουλάχιστον 40 δισ. ευρώ υπολογίζει την παραοικονομία-φοροδιαφυγή η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης και Ερευνας Διεθνών Κεφαλαιαγορών της Eurobank, εξέλιξη που οδηγεί σε απώλεια εσόδων – με πρόχειρους υπολογισμούς– της τάξης των 10-12 δισ. ευρώ.
Η φοροδιαφυγή συντελείται κατά κύριο λόγο από τους ελεύθερους επαγγελματίες, όπως προκύπτει από την ανάλυση, αλλά όχι μόνο. Μερίδιο φαίνεται ότι έχουν και μεγάλες επιχειρήσεις.
Σε ό,τι αφορά τους επαγγελματίες, τονίζεται ότι στην Ελλάδα έχουμε μακράν το μεγαλύτερο ποσοστό ελευθέρων επαγγελματιών και αυτοαπασχολουμένων, κοντά στο 26% της απασχόλησης, επισημαίνοντας ότι αυτή η μορφή είναι προτιμητέα διότι εξασφαλίζει φορολογικό πλεονέκτημα (φοροδιαφυγής).
Οι αναλυτές της Eurobank σημειώνουν πάντως ότι η διαφορά μεταξύ δηλουμένων εισοδημάτων και κατανάλωσης δείχνει φοροδιαφυγή. Οι εικασίες ότι η κατανάλωση είναι μεγαλύτερη λόγω τουριστών δεν ισχύουν, καθώς η κατανάλωση των τουριστών καταγράφεται στις εξαγωγές. Επίσης έχει αναφερθεί ότι η κατανάλωση τροφοδοτείται από μετρητά εκτός τραπεζικού συστήματος, ωστόσο οι αναλυτές απαντούν ότι τα μετρητά σε κυκλοφορία είναι σε χαμηλά επίπεδα σε σχέση με προηγούμενα χρόνια.
Από την ανάλυση των στοιχείων της ΑΑΔΕ για τα εισοδήματα του 2021, προκύπτει ότι συνολικά δηλώθηκαν 84 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 66 δισ. (78%) προήλθαν από μισθούς και συντάξεις και μόλις τα 4,3 δισ. (5%) από επιχειρηματική δραστηριότητα (7% αν συμπεριληφθεί και η αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα). Μάλιστα, το 80% των νοικοκυριών που έχει επιχειρηματική δραστηριότητα δηλώνει εισοδήματα λιγότερα από 10.000 ευρώ. Αυτή η στρέβλωση δημιουργεί με τη σειρά της μια νέα συνθήκη και συγκεκριμένα τη μετατόπιση της οικονομίας σε ένα μοντέλο βασισμένο υπέρμετρα στην αυτοαπασχόληση.
Ενα μέρος της παραοικονομίας αντανακλάται στο λεγόμενο κενό του ΦΠΑ, ήτοι τη διαφορά μεταξύ των πραγματικών εσόδων από ΦΠΑ από τα θεωρητικώς αναμενόμενα. Τα στοιχεία της Ε.Ε. δείχνουν ότι το κενό ΦΠΑ για την Ελλάδα κατέγραψε σημαντική μείωση μεταξύ 2017 και 2020, κατά 2,8 δισ. ευρώ ή 9,4 ποσοστιαίες μονάδες των πραγματικών εσόδων. Οι αναλυτές συγκλίνουν στο γεγονός ότι η φοροδιαφυγή από τους άμεσους φόρους είναι μεγαλύτερη από ό,τι στους έμμεσους.
Συγκεκριμένα στη μελέτη τονίζεται ότι η χρήση των έμμεσων φόρων σε μεγαλύτερο βαθμό σε σχέση με τους άμεσους για την επίτευξη του στόχου των φορολογικών εσόδων αποτελεί χαρακτηριστικό χωρών με εκτεταμένη φοροδιαφυγή και αδυναμίες στη φορολογική διοίκηση. Οι χαμηλές εισπράξεις άμεσων φόρων στην Ελλάδα δεν οφείλονται στην ύπαρξη χαμηλών συντελεστών του φόρου εισοδήματος. Αντίθετα, ενώ αυτοί οι συντελεστές είναι συγκρίσιμοι με τους μέσους ευρωπαϊκούς, ο υψηλός συντελεστής εφαρμόζεται από ένα εξωφρενικά χαμηλότερο επίπεδο εισοδήματος (40.000 ευρώ ετησίως έναντι 300.000 ευρώ ή και περισσότερο σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες). Επιπλέον, τα έσοδα του φόρου εισοδήματος προέρχονται κατά κύριο λόγο από ένα σχετικά μικρότερο τμήμα του πληθυσμού, κυρίως τους μισθωτούς.
Αντίθετα, άλλες κατηγορίες φορολογουμένων φυσικών προσώπων που υπερεκπροσωπούνται στην Ελλάδα έχουν μικρότερη συμμετοχή στα έσοδα φόρων εισοδήματος. Συνεπώς, ενώ τα έσοδα από τους άμεσους φόρους είναι σημαντικά χαμηλότερα από τα αντίστοιχα έσοδα της Ευρωζώνης, τα συνολικά φορολογικά έσοδα είναι κοντά σε αυτά της Ευρωζώνης, επειδή τα έσοδα από τους έμμεσους φόρους είναι σημαντικά μεγαλύτερα από τα αντίστοιχα της Ευρωζώνης. Τεκμαίρεται ότι η φοροδιαφυγή στους άμεσους φόρους είναι πιθανότατα ακόμη μεγαλύτερη από αυτή στους έμμεσους φόρους, όπως οι δεύτεροι προσεγγίζονται από το κενό ΦΠΑ.
Οπως προαναφέρθηκε, φοροδιαφυγή συντελείται και από τις επιχειρήσεις. Για παράδειγμα, το 2022 (φορολογικό έτος 2021) οι εταιρείες συνολικά δήλωσαν στην ΑΑΔΕ ακαθάριστα κέρδη περίπου 14,2 δισ. ευρώ και πλήρωσαν φόρους 3,5 δισ. ευρώ, δηλαδή καθαρά κέρδη 10,7 δισ ευρώ. Ωστόσο, κατά το ίδιο έτος, μόνο οι καταθέσεις των επιχειρήσεων στις ελληνικές τράπεζες αυξήθηκαν κατά το ίδιο ποσό, 10,5 δισ. ευρώ.
Αν και μέρος της αύξησης των καταθέσεων των επιχειρήσεων τα τελευταία έτη σχετίζεται και με την πιστωτική επέκταση, από την άλλη πλευρά τα κέρδη χρησιμοποιούνται για τη διανομή μερισμάτων, την αγορά επενδυτικών προϊόντων, επανεπενδύσεις κτλ. Επιπλέον, το 20202021 δόθηκαν και 8,1 δισ. ευρώ επιστρεπτέες προκαταβολές και άλλα 2 δισ. ευρώ από το ΤΕΠΙΧ, εκτός από τη μόχλευση με τραπεζικά κεφάλαια. Οι αριθμοί λοιπόν δεν συμβαδίζουν, σύμφωνα με τους αναλυτές.
Μια άλλη ένδειξη για το μέγεθος της παραοικονομίας παρέχεται από τα στοιχεία της αγοράς εργασίας, καθώς προκύπτει σημαντική διαφορά της τάξης του 17% μεταξύ του ύψους της απασχόλησης, όπως αποτυπώνεται στην έρευνα εργατικού δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ και της απασχόλησης που θα ήταν συνεπής με τα στοιχεία για το ΑΕΠ. Επιπλέον, ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι δεν υπάρχει μεγάλη συσχέτιση των δηλωθέντων εισοδημάτων με τις διακυμάνσεις της οικονομικής δραστηριότητας. Για παράδειγμα, το 2020, έτος μεγάλης ύφεσης λόγω της πανδημίας, δηλώθηκαν 1,3 δισ. ευρώ παραπάνω σε σχέση με το 2019, καθώς χρησιμοποιήθηκαν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό οι ηλεκτρονικές συναλλαγές.