Σχεδόν τα δύο τρίτα των επιδοτήσεων αφορούν γερμανικές και γαλλικές βιομηχανίες, που θα συνεχίσουν να παράγουν ενεργοβόρα και να αναιρούν στην πράξη τους κλιματικούς στόχους, ενώ τον τελικό λογαριασμό πληρώνουν πάλι οι πολίτες
Η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής καμαρώνει σε κάθε ευκαιρία για το σχέδιο της να κρατήσει τις βιομηχανίες επί ευρωπαϊκού εδάφους, συνδυάζοντας το μάλιστα την επίτευξη των κλιματικών στόχων. Μόνο που όπως αποδεικνύουν έρευνες μεγάλων ΜΚΟ η αφήγηση της κυρία φον ντερ Λάιεν ελάχιστη σχέση έχει με την πραγματικότητα.
Σύμφωνα με μια μελέτη της ολλανδικής οργάνωσης «Follow the Money» αυτό που σχεδιάζει η Κομισιόν είναι να επιτρέψει στις χώρες της Ευρώπης να χρηματοδοτήσουν τη βαριά τους βιομηχανία με δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ την ερχόμενη επταετία, προκειμένου να αποτρέψουν τη μετανάστευση επιχειρήσεων στις ΗΠΑ.
Πώς θα γίνει αυτό; Τα κράτη μέλη έλαβαν από το περασμένο φθινόπωρο την έγκριση να (ανα)χρηματοδοτήσουν ουσιαστικά από τους εθνικούς προϋπολογισμούς τις πιο ρυπογόνες βιομηχανίες όπως η χαλυβουργία, η χημική και η βιομηχανία χαρτιού μέσω του συστήματος εμπορίας των ρύπων. Ως γνωστόν οι εταιρείες ενέργειας δεν πληρώνουν για τους παραγόμενους ρύπους, αλλά μετακυλίουν αυτό το κόστος στις παραγωγικές μονάδες. Δεν είναι όλες οι εταιρείες επιλέξιμες για αυτήν την επιδότηση, μόνο εκείνες που ανταγωνίζονται εταιρείες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το σύστημα αυτό ανεβάζει το κόστος παραγωγής, επιβαρύνει τελικά τους πολίτες και θεωρείται εσχάτως το μεγάλο βαρίδι για τη βαριά βιομηχανία χωρών με μεγάλη κατανάλωση ενέργειας, όπως η Γερμανία. Για αυτό και έρχεται να παρέμβει σωτήρια το κράτος για να βελτιώσει την «ιδιωτική» ανταγωνιστικότητα.
Μια ιδέα «made in Germany»
Αυτός είναι και ο λόγος που η Γερμανία υποστηρίζει εδώ και χρόνια αυτή τη μεθοδολογία κρατικής ενίσχυσης, που ισχύει και για τις αεροπορικές εταιρείες, με τη συμπαράσταση χωρών όπως η Γαλλία, η Πολωνία, η Τσεχία που επίσης διαθέτουν «βρώμικες» παραγωγικές μονάδες. Ενστάσεις για το ζήτημα έχει κεφράσει εσχάτως η Ολλανδία επισημαίνοντας ότι «δεν υπηρετεί τους κλιματικούς στόχους της ΕΕ», αλλά και δεν συνάδει με τη λογική της εσωτερικής αγοράς, αφού δίνει ένα πλεονέκτημα στις χώρες με ισχυρά δημοσιονομικά. Η Ολλανδία είχε αναγκαστεί να το ακολουθήσει, αλλά τώρα αντιστέκεται μαζί με μερικές άλλες χώρες κυρίως της Σκανδιναβίας, όπου η λογική του αντικρατισμού έχει βαθιές ρίζες σε κόμματα και κοινωνίες. Προειδοποιούν ότι η σχετική διευκόλυνση προς τη βιομηχανία και τις εσωτερικές ανισότητες σε βάρος των ασθενέστερων χωρών θα ευνοήσει και τελικά θα αποδειχτεί καταστροφική για την πολυδιαφημισμένη «πράσινη μετάβαση».
Το συγκεκριμένο σύστημα, το οποίο αναφέρεται ως η έμμεση αντιστάθμιση κόστους για το σύστημα εμπορίας εκπομπών της ΕΕ (EU ETS) είχε κοστίσει στα ευρωπαϊκά κράτη περίπου 7,5 δισ. την τελευταία οκταετία, αλλά τώρα αναμένεται να εκτιναχτεί στα 65 δισεκατομμύρια ως το 2030, για 15 χώρες της ΕΕ, που έχουν ανακοινώσει ότι θα το υιοθετήσουν.
Μια κούρσα εθνικών επιδοτήσεων
Από την πρώτη μέρα εφαρμογής του, το πρόγραμμα αυτό, όπως αναμενόταν πυροδότησε μια κούρσα επιδοτήσεων μεταξύ των κρατών της ΕΕ. Ο αριθμός των χωρών που παρείχαν κρατική βοήθεια αυξανόταν χρόνο με τον χρόνο, όπως και τα ποσά που εκταμιεύθηκαν. Ο κύριος λόγος είναι ότι η επιδότηση συνδέεται με την τιμή των δικαιωμάτων εκπομπών. Αρχικά το πρόγραμμα επιδοτήσεων κόστιζε στη Γερμανία μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ κάθε χρόνο, αλλά το 2020 ο λογαριασμός ξεπέρασε το ένα δισεκατομμύριο ευρώ. Τελικά το συνολικό ύψος των επιδοτήσεων μεταξύ 2014 και 2021, έφτασε τα 3,6 δισεκατομμύρια ευρώ. Η Γαλλία παρείχε σχεδόν 1,2 δισ. ευρώ σε επιδοτήσεις.
Το 2022 οι χώρες έπρεπε να ζητήσουν και πάλι έγκριση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την παροχή οικονομικής υποστήριξης στις βιομηχανίες έως το 2030.
Στις 19 Αυγούστου, η Επιτροπή ανέφερε ότι είχε συμφωνήσει με το αίτημα του Βερολίνου να ενισχύσει με 27,5 δισεκατομμύρια ευρώ για τη γερμανική βιομηχανία. Την ίδια μέρα, η Φινλανδία είχε εγκρίνει 678 εκατομμύρια ευρώ. Μια μέρα αργότερα εγκρίθηκε και το αίτημα της Ολλανδίας: 834 εκατ. ευρώ. Οι εγκρίσεις από τις Βρυξέλλες συνέχισαν να πέφτουν βροχή όλο το φθινόπωρο και τους πρώτους μήνες του 2023. 10 δισεκατομμύρια ευρώ στην Πολωνία, 13,5 δισ. στη Γαλλία, 2,1 δισ. στη Φλάνδρα (Βέλγιο). Το συνολικό ποσό ανέρχεται επί του παρόντος σε σχεδόν 65 δισεκατομμύρια ευρώ.
Αυτή είναι η φιλόδοξη «πράσινη» ευρωπαϊκή βιομηχανική πολιτική. Διάφορες μελέτες που έγιναν από την ίδια την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναγνώρισαν ήδη από το 2015 ότι η επιδότηση δεν συνάδει με την ευρωπαϊκή πολιτική για το κλίμα. Eιδικοί του χώρου αποκαλούν τη μέθοδο αυτή από στρεβλή έως διεστραμμένη. «Ενώ δηλώνουν ότι θέλουν οι εταιρείες να συμπεριλάβουν το κόστος των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στις τιμές των προϊόντων τους, σχεδιάζουν μια επιδότηση που αντισταθμίζει αυτό». Αρα οι εταιρείες δεν έχουν κανένα κίνητρο να «κοπιάσουν» για να περιορίσουν τις εκπομπές τους. Αυτό πάντως δεν ενοχλεί τις κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Γαλλίας, που και στην περίοδο της πανδημίας έκαναν ότι μπορούσαν για να στηρίξουν πολύ στοχευμένα τις «εθνικές» τους βιομηχανίες, άσχετα αν μπορεί να μιλούν για την ευρωπαϊκή βιομηχανία γενικά και αόριστα. Αν και πλέον έχουν εγκαταλείψει αυτή τη φρασεολογία. Εχουν αναθέσει το καθήκον της διάδοσης παραμυθιών στην κυρία φον ντερ Λάιεν.
Συμβούλιο Ενέργειας ΕΕ-ΗΠΑ – Στο τραπέζι η ενεργειακή ασφάλεια και η πράσινη μετάβαση