Η επαναστατική γυμναστική από το… σαλόνι μοιάζει συχνά το ίδιο αστεία με την «κανονική» γυμναστική στο σαλόνι. Είναι η πρώτη σκέψη που γεννιέται όταν ακούει κανείς ότι η Αν Ινταλγκό, δήμαρχος του Παρισιού και υποψήφια για την προεδρία της Δημοκρατίας της Γαλλίας, αναφώνησε το ιστορικό σύνθημα «No Passaran» (Δεν θα Περάσουν) στην πρώτη της συγκέντρωση για τις προεδρικές εκλογές του Απριλίου.
Δυστυχώς ακούγεται ως κακόγουστο αστείο να το ακούς από μια υποψήφια, που σε όλες τις δημοσκοπήσεις κινείται μεταξύ 3 και 6% και η οποία μάλλον δεν έχει καμιά ιδιαίτερη δημοφιλία, ίσως ούτε καν και αναγνωρισιμότητα εκτός της γαλλικής πρωτεύουσας.
Το «δεν θα περάσουν» αφορά «τους εκπροσώπους της μισαλλοδοξίας», όπως τους αποκάλεσε, εννοώντας την Μαρίν Λεπέν, τον Ερίκ Ζεμούρ και ίσως υπό μια έννοια και τη Βαλερί Πεκρές. Οι δύο υποψήφιοι της ακροδεξιάς και η «εκλεκτή» των συντηρητικών Ρεπουμπλικάνων συναγωνίζονται για το ποιός θα είναι αυτός, που θα μονομαχήσει με τον Εμανουέλ Μακρόν στο δεύτερο γύρο.
Βεβαίως το σύνθημα αυτό θα έπρεπε να είχε ειπωθεί αρκετά χρόνια νωρίτερα. Πολύ νωρίτερα και από την τελευταία εκλογική αναμέτρηση προ πενταετίας, τότε που η Λεπέν είχε ήδη καταφέρει να περάσει στο δεύτερο γύρο. Γιατί η άνοδος του ακραίου εθνικισμού δεν είναι κάτι που προέκυψε σήμερα από το πουθενά. Και δεν είναι άμοιροι ευθυνών για την τάση αυτή και οι Γάλλοι Σοσιαλιστές, που υποτίθεται ότι είχαν εναποθέσει τις ελπίδες «ανάστασής» τους στην κυρία Ινταλγκό.
Τώρα η υποψήφια πρόεδρος αποφάσισε να υποστηρίξει και μια πρόταση που αρχικά απέρριπτε, συνειδητοποιώντας ότι είναι λιγοστές οι ελπίδες της να έχει κάποια σημαντική παρέμβαση σε αυτή την προεκλογική μάχη. Ζήτησε να υπάρξει ένα είδος προκριματικών εκλογών μεταξύ των υποψηφίων της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς, έτσι ώστε να συσπειρώσει όλες τις αντιδεξιές δυνάμεις, ενάντια και στη Δεξιά αλλά και στον μακρονισμό.
Μόνο που η πρότασή της δε μπορεί να ληφθεί σοβαρά για πολλούς και διάφορους λόγους, όχι μόνο τεχνικής φύσεως. Δεν είναι δηλαδή το μοναδικό πρόβλημα το πώς θα μπορούσε να οργανωθεί αξιόπιστα μια τέτοια διαδικασία μεταξύ των επτά υποψηφίων, που ανήκουν θεωρητικά σε αυτό το χώρο, αλλά από διαφορετικές αφετηρίες και όλοι μαζί δε μπορούν να ξεπεράσουν ούτε το 25%. Είναι κυρίως το γεγονός ότι η πρότασή της έρχεται τώρα, που βρήκε τα σκούρα και μοιάζει να αποδέχεται ότι δεν θα μπορέσει να είναι τελικά η «ιεραπόστολος», που θα ανατρέψει την πορεία εξαΰλωσης της Αριστεράς στη Γαλλία.
Με άλλα λόγια η πρότασή της δεν μοιάζει και τόσο ειλικρινής ή αποτέλεσμα κάποιου πραγματικού σχεδίου για την ενότητα του προοδευτικού χώρου και την απόκρουση του ακροδεξιού παλιρροιακού κύματος, που έρχεται με ορμή. Είναι μια τακτικού χαρακτήρα κίνηση απόγνωσης, που στην καλύτερη περίπτωση θα την αναδείκνυε αυτή ως εκπρόσωπο της Αριστεράς έστω και με την προοπτική μιας αξιοπρεπούς ήττας ή το πιθανότερο θα έδινε το χρίσμα σε κάποιον άλλον και θα την απάλλασσε από τον εξευτελισμό ενός αποκαρδιωτικού αποτελέσματος σε περίπτωση αυτόνομης καθόδου. Τελικά αυτό το τελευταίο μάλλον δεν θα μπορέσει να το αποφύγει, όπως δείχνει και η ψυχρή αντίδραση ή μάλλον αγνόηση της πρότασής της από τον Αριστερό Ζαν-Λουκ Μελανσόν και τον Πράσινο Γιανίκ Ζαντό, που είναι λίγο πάνω από αυτή στις δημοσκοπήσεις.
Η καταβύθιση της Αριστεράς στη Γαλλία είναι μια εξέλιξη που έχει πολύ βαθύτερες αιτίες και χρήζει πολύ σοβαρότερης ανάλυσης και αυτοκριτικής, για να μπορέσει να αναστραφεί με κάποιες σπασμωδικές προεκλογικές κινήσεις και με συμμαχίες «στο πόδι».
Με δεδομένο το πολιτικό κλίμα στη χώρα και τα «κατορθώματα» του Εμανουέλ Μακρόν η Αριστερά μοιάζει να πρέπει να αποδεχτεί ότι σε αυτές τις εκλογές δεν της επιφυλάσσεται κάποιος άλλος ρόλος από εκείνον του «παρατηρητή». Αυτό θα έπρεπε να το έχει καταλάβει εδώ και τουλάχιστον μια πενταετία. Πιθανότατα θα έχει τώρα άλλα πέντε χρόνια για να το συνειδητοποιήσει και να επιχειρήσει να κάνει κάτι.