Προδημοσίευση από το βιβλίο του Γκάι Στάντινγκ που μεταφράζεται και κυκλοφορεί για πρώτη φορά στα ελληνικά, στο πλαίσιο της σειράς εκδόσεων του mέta
Αγχος, αποξένωση, ανομία και αγανάκτηση. Είναι τα τέσσερα «Α» που βιώνει το πρεκαριάτο (από τις λέξεις precariοus/επισφαλής + προλεταριάτο), η νέα επικίνδυνη τάξη, σύμφωνα με τον Γκάι Στάντινγκ, οικονομολόγο, ερευνητικό εταίρο του SOAS (Σχολή Ανατολικών και Αφρικανικών Σπουδών) στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, καθηγητή και διδάκτορα στα Πανεπιστήμια του Σίδνεϊ και του Κέιμπριτζ.
Ο Στάντινγκ είναι κυρίως γνωστός από τις θέσεις και τις δράσεις του για το Παγκόσμιο Βασικό Εισόδημα, ωστόσο είναι το βιβλίο του «Το πρεκαριάτο, η νέα επικίνδυνη τάξη» που το 2010, στην κορύφωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης, προκάλεσε έντονες συζητήσεις γύρω από τα χαρακτηριστικά του νέου, διευρυνόμενου κοινωνικού στρώματος που κινείται μεταξύ εργασίας, ανεργίας και επαγγελματικής περιπλάνησης, παρά το υψηλό επίπεδο μόρφωσης και δεξιοτήτων.
«Το πρεκαριάτο» του Στάντινγκ μεταφράστηκε (από τη Μαρίνα Τουλγαρίδου) και κυκλοφορεί στην Ελλάδα από τις εκδόσεις «Τόπος», στο πλαίσιο της σειράς του mέta | Κέντρο Μετακαπιταλιστικού Πολιτισμού. Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από τον «Πρόλογο κορονοϊού», ένα επικαιροποιημένο κεφάλαιο που πρόσθεσε ο Στάντινγκ στο βιβλίο με τα δεδομένα της πανδημίας.
Εκείνο που διαχωρίζει το πρεκαριάτο περισσότερο από τη θέση του σε επίπεδο δουλειάς είναι η έλλειψη επαγγελματικής ταυτότητας ή αφηγήματος που μπορεί να δώσει στον εαυτό του.
Για πολλούς στο πρεκαριάτο, η δουλειά που κάνουν σε οποιαδήποτε δεδομένη στιγμή είναι απλώς διεκπεραιωτική και είναι μάλλον απίθανο να αποτελέσει πηγή της επιθυμητής ταυτότητάς τους ή ικανοποίησης εφ’ όρου ζωής. Η εταιρεία δημοσκοπήσεων Gallup διενεργεί συστηματικά έρευνες για την Κατάσταση του Παγκόσμιου Χώρου Εργασίας σε 150 χώρες.
Το 2019 βρήκε ότι σε παγκόσμιο επίπεδο μόλις το 15% από αυτές τις δουλειές ήταν ενδιαφέρουσες για το πρεκαριάτο και σε καμία χώρα αυτός ο δείκτης δεν ξεπέρασε το 40%. Μια άλλη έρευνα στη Βρετανία έδειξε ότι 37% από τους έχοντες εργασία πίστευαν ότι η δουλειά τους δεν έπαιζε σημαντικό ρόλο. Η αποστασιοποιημένη αντίληψη για τις δουλειές φαίνεται να αποτελεί υγιή στάση.
Οι περισσότεροι από όσους ανήκουν στο πρεκαριάτο δεν έχουν επαγγελματική ασφάλεια. Οι σχολιαστές σπάνια εξετάζουν τη διάκριση ανάμεσα στην ασφάλεια της πρόσληψης και την εργασιακή ασφάλεια, χρησιμοποιώντας συνήθως τους δύο όρους ως συνώνυμους. Η επαγγελματική ασφάλεια προκύπτει από την πεποίθηση ότι εξελίσσεσαι μέσω της εργασίας. Μπορεί να έχεις ασφάλεια πρόσληψης, αλλά αυτό σπάνια έχει νόημα αν νιώθεις ότι δεν σε πάει πουθενά.
Μια άλλη πλευρά των σχέσεων παραγωγής του πρεκαριάτου είναι το γεγονός ότι συνήθως υπάρχει υψηλότερο επίσημο μορφωτικό επίπεδο από εκείνο της δουλειάς που αναμένεται από τον κάτοχό της να εκτελέσει. Ως μαζικό φαινόμενο, αυτό είναι ιστορικά πρωτόγνωρο. Δημιουργεί κλίμα απόγνωσης και αποξένωσης. Αυτά τα συναισθήματα θα εντείνονται, εφόσον πολλές από τις δουλειές που εξαφανίζονται είναι τέτοιες που απαιτούν προσόντα δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ή πρώτου πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Ολο και περισσότεροι στο πρεκαριάτο θα αναγκάζονται να δεχθούν δουλειές χαμηλότερου επιπέδου από εκείνο για το οποίο τους έχει προετοιμάσει η παιδεία τους.
Υπάρχει επίσης η ανάγκη να κάνει κανείς πολλή δουλειά που δεν αμείβεται. Αυτή περιλαμβάνει την εργασία-για-δουλειά (αναζήτηση εργασίας, γράψιμο βιογραφικού, μετακίνηση, διαδίκτυο), εργασία-για-το κράτος (συμπλήρωση αιτήσεων, αναμονή στην ουρά) και εργασία-για-ανάκτηση δυνάμεων (εργασία φροντίδας), όλες τους μορφές εργασίας που αγνοούνται στις στατιστικές και την πολιτική ρητορική. Το προλεταριάτο αμειβόταν για δουλειά στον χώρο εργασίας. Το πρεκαριάτο πρέπει να κάνει πολλή δουλειά εκτός χώρου εργασίας και εκτός αμειβόμενου χρόνου εργασίας.
Εν τω μεταξύ, οι σχέσεις διανομής του πρεκαριάτου, ή αλλιώς πηγές εισοδήματος, σχετίζονται με εξάρτηση από χρηματικές αμοιβές και μόνο. Από τις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα, το προλεταριάτο εισέπραττε ένα σύνολο από ημερομίσθια και επιδόματα. Τα επιδόματα είχαν αρχικά σαν στόχο, από πλευράς εργοδοτών και κράτους, να επιτύχουν εργασιακή σταθερότητα και να αφοπλίσουν τους εργάτες που θα προσπαθούσαν να αντισταθούν στην προλεταριοποίησή τους και να διατηρήσουν κάποια ανεξαρτησία. Αργότερα, οι σοσιαλδημοκράτες και τα εργατικά συνδικάτα τα μετέτρεψαν σε πρόγραμμα αρχών για «εργασιακή σταθερότητα». […]
Το πρεκαριάτο έχει, στην καλύτερη περίπτωση, λίγα επιδόματα που δεν είναι στη μορφή ημερομισθίου, όπως διακοπές μετ’ αποδοχών, αναρρωτική άδεια μετ’ αποδοχών και την προοπτική μιας σύνταξης βάσει ενσήμων από τον εργοδότη. Το πρεκαριάτο πρέπει να βασιστεί μόνο σε χρηματικές αμοιβές για προσφερόμενη εργασία, αμοιβές που έχουν φθίνουσα πορεία σε πραγματικούς όρους και γίνονται ολοένα πιο ασταθείς και απρόβλεπτες.
Και όντως το εκμεταλλεύονται –αυτή είναι η σωστή λέξη– με το να απαιτείται από αυτό να προσφέρει ένα αναλογικά υψηλό ποσοστό απλήρωτης εργασίας για την αμειβόμενη δουλειά. Τουλάχιστον, την εποχή της βιομηχανίας, ο κανόνας ήταν να πληρώνεται κανείς για τον χρόνο δουλειάς, όπως αυτός προσδιοριζόταν από την κάρτα που χτυπούσε όταν ξεκινούσε και όταν τελείωνε, με λίγη απλήρωτη εργασία εκτός χώρου δουλειάς.
Αυτή η αλλαγή σχετίζεται με την ιδέα του «κοινωνικού εισοδήματος» που αναλύεται στο βιβλίο. Το πρεκαριάτο έχει επίσης καταστεί ακόμη πιο ανασφαλές και η απόσταση από τις υψηλά αμειβόμενες ομάδες έχει αυξηθεί, μέσω της υφαρπαγής των «κοινών», μεταξύ αυτών των δημόσιων υπηρεσιών και υποδομών.
Ιστορικά, τα κοινά αποτελούσαν «το πανωφόρι του φτωχού», αφού παρείχαν δυνατότητα διαβίωσης, άτυπη κοινωνική προστασία και κάποια από τα καλά της ζωής. Η περίφραξη, παραμέληση, ιδιωτικοποίηση και εμπορευματοποίηση των κοινών, επιταχυνόμενα από τη λιτότητα, έχει διαβρώσει όλα τα παραπάνω.
Από τη στιγμή που υπάρχει αποκλεισμός του πρεκαριάτου από τις εργοδοτικές μη μισθολογικές παροχές και τα κρατικά επιδόματα βάσει δικαιωμάτων, αυτό χρειάζεται τα κοινά περισσότερο από ποτέ. Είναι ζωτικής σημασίας να τα αναβιώσουμε.
Αυτό οδηγεί στο πιο καθοριστικό χαρακτηριστικό αυτών που ανήκουν στο πρεκαριάτο. Η λατινική ρίζα της επισφάλειας* είναι «να αποκτάς μέσω της προσευχής». Αυτή είναι η ουσία της τρίτης παραμέτρου, δηλαδή των σχέσεων με το κράτος. Οσοι ανήκουν στο πρεκαριάτο είναι ικέτες και πιθανότατα αισθάνονται έτσι. Αντί να έχουν δικαιώματα, πρέπει να στηρίζονται στις προαιρετικές χάρες από πλευράς συγγενών, φίλων, γραφειοκρατών, σπιτονοικοκύρηδων, εργοδοτών και άλλων. Κατά αυτή την έννοια, η αποσάθρωση των αρχών της ισότητας και της ισονομίας, δηλαδή των αστικών κοινών, έχει χτυπήσει σφοδρά το πρεκαριάτο.
*prex- precis= προσευχή, ικεσία.
Στάντινγκ – Βαρουφάκης απόψε στον Βοτανικό
Με την ευκαιρία της μετάφρασης στα ελληνικά του βιβλίου του «Το πρεκαριάτο, η νέα επικίνδυνη τάξη» στο πλαίσιο της νέας εκδοτικής σειράς του mέta | Κέντρου Μετακαπιταλιστικού Πολιτισμού στις εκδόσεις «Τόπος», ο συγγραφέας Γκάι Στάντινγκ, καθηγητής στο SOAS, συνομιλεί με τον Γιάνη Βαρουφάκη για τις κοινωνικο-πολιτικές προκλήσεις της διάχυσης της εργασιακής επισφάλειας, σήμερα, Δευτέρα 31/10/2022, ώρα 19.00 στο Βιομηχανικό Πάρκο ΠΛΥΦΑ, Κορυτσάς 39, Βοτανικός.