Πολιτική

«Πυρά» συνταγματολόγων για το απόρρητο της ΕΥΠ

Ιδιαίτερη αποκαλυπτική υπήρξε η εκδήλωση που διοργάνωσε η Επιστημονική Επιτροπή του Νομικού Βήματος του ΔΣΑ με θέμα «Συνταγματικές/Θεσμικές διαστάσεις της άρσης του τηλεφωνικού απορρήτου».

Τέσσερις καθηγητές των Νομικών Σχολών, που ήταν ομιλητές στην εκδήλωση άσκησαν έντονη κριτική στους χειρισμούς που έγιναν στο μείζον ζήτημα της άρσης  του τηλεφωνικού απορρήτου και στο κατά πόσο  και κάτω από ποίες προϋποθέσεις  μπορεί να γίνεται. Παράλληλα, ασκήθηκε και έντονη κριτική στους κυβερνητικούς χειρισμούς στο θέμα της άρσης του απορρήτου των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων.

Αφορμή για τη διοργάνωση αυτής της επιστημονικής απετέλεσε το πρόσφατο  θέμα των τηλεφωνικών υποκλοπών  που έχουν  καταγγελθεί στις τηλεφωνικές επικοινωνίες του πρόεδρου του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ Νίκου Ανδρουλάκη, του πρώην υπουργού Χρήστου Σπίρτζη, όπως και  των δημοσιογράφων Θανάση Κουκάκη και   Σταύρου Μαλιχούδη. Θέμα της εκδήλωσης ήταν οι «συνταγματικές/θεσμικές διαστάσεις της άρσης του τηλεφωνικού απορρήτου».

Μπροστά στην κατάμεστη αίθουσα του ΔΣΑ, στο πλαίσιο της εκδήλωσης με θέμα «Συνταγματικές/Θεσμικές διαστάσεις της άρσης του τηλεφωνικού απορρήτου», ο κ. Βενιζέλος τόνισε ότι, η Εξεταστική Επιτροπή συνιστά την ανώτερη μορφή κοινοβουλευτικού ελέγχου και τυποποιείται στο άρθρο 68 του Συντάγματος, επίσης με βάση το εδάφιο ά και ΄β στο άρθρο 68 του Συντάγματος προβλέπονται οι κοινές εξεταστικές και εκείνες που αφορούν στην εξωτερική πολιτική και εθνική άμυνα, αντίστοιχα.

Οι αιτιάσεις του κ. Βενιζέλου γκρέμισαν σαν «χάρτινο πύργο», τα επιχειρήματα της Κυβέρνησης περί απορρήτου, καθώς όπως εξήγησε οι Επιτροπές που έχουν ως αντικείμενο την εξωτερική πολιτική και εθνική άμυνα, γιά να συγκροτηθούν, απαιτείται απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας των βουλευτών, δηλαδή όλων των βουλευτών και εφόσον συγκροτηθούν δεν ισχύει το απόρρητο, καθώς η Ολομέλεια δίνει την εντολή να αρθεί για να ασκηθεί ο έλεγχος.

Μάλιστα, όπως επισήμανε ο ίδιος στην περίπτωση των υποκλοπών η κυβέρνηση δεν θεώρησε ότι, εμπίπτει σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και εθνικής άμυνας, ψήφισε «παρών» και με 148 συγκροτήθηκε η επιτροπή του εδαφίου ά. «Άρα δεν εμπίπτει στα απόρρητα για λόγους εθνικής άμυνας και εξωτερικής πολιτικής. Εδώ σταματά όλη η συζήτηση», υπογράμμισε.

Ο κ. Βενιζέλος έστρεψε τα πυρά του, στην άρση τηλεφωνικού απορρήτου με ανώνυμη αιτιολογία από τον εισαγγελέα της ΕΥΠ, την οποία χαρακτήρισε «αντισυνταγματική» και τόνισε «η έκδοση εισαγγελικής πράξης άρσης του απορρήτου είναι ειδικού χαρακτήρα ενέργεια και απαιτεί βούλευμα δικαστικού συμβουλίου».

Ανέφερε ακόμη ότι, οι βουλευτές, ευρωβουλευτές, οι υπουργοί, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, έχουν ασυλία και το ακαταδίωκτο και υπάγονται σε ειδικό συνταγματικό καθεστώς και σε ειδικές νομοθετικές διατάξεις.

Αναφερόμενος στην ΑΔΑΕ και στο εάν παραβίασε τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις, ο κ. Βενιζέλος χαρακτήρισε εσφαλμένη την άποψη ότι, η νομοθετική διάταξη η οποία προβλέπει ότι η υποχρέωση του πρόεδρου της ΑΔΑΕ στις περιπτώσεις άρσης του απορρήτου, να ενημερώνει τον πρόεδρο της Βουλής, τους αρχηγούς των πολιτικών κομμάτων και να κοινοποιεί στον υπουργό Δικαιοσύνη, υπερκαλύπτεται από την ετήσια έκθεση της ΑΔΑΕ, παραβιάζει το νόμο.

Εντονη κριτική στους χειρισμούς της Κυβέρνησης, για το θέμα των υποκλοπών ασκήθηκε και από τους άλλους τρείς καθηγητές, που εκτός από τον κ. Βενιζέλο, ήταν ομιλητές στην εκδήλωση.

Αφορμή για τη διοργάνωση αυτής της επιστημονικής εκδήλωσης αποτέλεσε το «καυτό» θέμα των υποκλοπών στις τηλεφωνικές επικοινωνίες του πρόεδρου του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ Νίκου Ανδρουλάκη, του πρώην υπουργού Χρήστου Σπίρτζη, όπως και των δημοσιογράφων Θανάση Κουκάκη και Σταύρου Μαλιχούδη. Θέμα της εκδήλωσης ήταν οι «συνταγματικές/θεσμικές διαστάσεις της άρσης του τηλεφωνικού απορρήτου”.

Συγκλονιστικός ήταν στην ομιλία του ο πρώην Υπουργός Δικαιοσύνης, επίτιμος καθηγητής Αστικού Δικαίου και Ακαδημαϊκός Μιχάλης Σταθόπουλος, που επιτέθηκε στον πρωθυπουργό, λέγοντας ότι, ως επικεφαλής της ΕΥΠ έχει ο ίδιος αντικειμενικές ευθύνες!

Ο κ. Σταθόπουλος, δεν περιορίστηκε μόνο στο θέμα των υποκλοπών, αλλά ήταν ο μόνος από τους ομιλητές, που ανέλυσε το θέμα των εκλογών με απλή αναλογική και των κυβερνήσεων συνεργασίας, για να καταλήξει λέγοντας:

«To θέμα της άρσης απορρήτου είναι θέμα κράτους δικαίου και όχι δευτερεύον, όπως και το θέμα της απλής αναλογικής είναι θέμα πολιτικού πολιτισμού».

Ο κ. Σταθόπουλος μεταξύ άλλων είπε:

«Δεν βρέθηκε τίποτα, γιά τον Ανδρουλάκη. Η παρακολούθηση του απέβη άκαρπη, γιατί εάν είχε βρεθεί κάτι μεμπτό γι΄αυτόν, τότε η εικόνα του πολιτικού σκηνικού σήμερα, θα ήταν διαφορετική.
Θα ήταν ύποπτος. Αρα αφού δεν βρέθηκε τίποτα εναντίον του, δεν υπάρχει θέμα εθνικής ασφάλειας και άρα έχει δικαίωμα, να πληροφορηθεί, για ποιό λόγο τον παρακολουθούσαν. Είναι θέμα κράτους δικαίου. Και όχι μόνον ο Ανδρουλάκης, αλλά κι εμείς έχουμε δικαίωμα να μάθουμε. Και ο πρωθυπουργός το είπε. Αρα, αυτός που αρνείται να αποκαλύψει γιατί παρακολουθείτο ο Ανδρουλάκης, παρανομεί και όχι μόνον παρανομεί, αλλά πρέπει να ξέρει κι ότι αυτό είναι παράνομο. Επομένως υπάρχει αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, άρα είναι και ποινικό.

«Eίναι η ώρα της Δικαιοσύνης», τόνισε ο πρώην Υπουργός, λέγοντας ότι, για την υπόθεση των υποκλοπών «το Πλημμελειοδικείο Αθηνών είναι αρμόδιο, γι΄αυτό. Δηλαδή ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών. Ο Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, έχει δικαίωμα να δίνει γενικές οδηγίες και συστάσεις και όχι να παρεμβαίνει στα καθήκοντα του Πλημμελειοδικείου».

Για να συμπληρώσει με νόημα:

Πιστεύω ότι, ο Εισαγγελέας Αρείου Πάγου ο κ. Ντογιάκος, δεν θα δεχτεί να επαναλάβει το παράδειγμα του προκατόχου του κ. Κόλλια…».

Αναφερόμενος στις ευθύνες του Πρωθυπουργού, ο κ. Σταθόπουλος τόνισε:

«Γιά το τι έπρεπε να πράξει ο πρωθυπουργός, θα κάνω νομική αξιολόγηση. Είναι ο επικεφαλής της ΕΥΠ ο πρωθυπουργός. Αρα και την αντικειμενική και την πολιτική ευθύνη, για τις παρακολουθήσεις, την έχει ο πρωθυπουργός και γιά το Γενικό Γραμματέα του γραφείου του. Θα αντιστρέψω αυτό, που λέει ο κ. Μητσοτάκης ότι, δεν ήξερε.Τι έπρεπε να κάνει εκ των υστέρων, που το έμαθε? Να είχε καλέσει τον κ. Ανδρουλάκη να του δώσει το φάκελο της παρακολούθησής του. Και αν κατέστρεψαν το φάκελο, όπως ακούω, να ασκήσει τις νόμιμες ποινικές διαδικασίες κατά των υπευθύνων της ΕΥΠ και να τους παραπέμψει στον εισαγγελέα.

Πιθανολογώ ότι, δεν θα υπήρχε αναφορά σε θέματα εθνικής ασφάλειας, άρα η καταγραφή Aνδρουλάκη ήταν αναιτιολόγητη. Αλλά έστω ότι, υπήρχε επίκληση λόγων εθνικής ασφαλείας, θα έπρεπε να παραδεχτεί ο πρωθυπουργός ότι, τελικά δεν υπήρχαν λόγοι εθνικής ασφάλεις και να παραιτηθεί.

θα έλεγα θεσμικά, συνταγματικά, όχι!

Αλλά αυτό είναι θέμα προσωπικής και πολιτικής ευθιξίας, που θα κριθεί από το λαό”.

O Επίτιμος Καθηγητής Αστικού Δικαίου, Ακαδημαϊκός, πρ. Υπουργός Μιχάλης Σταθόπουλος τάχθηκε υπέρ της απλής αναλογικής και των κυβερνήσεων συνεργασίας:

«Θα πάω στο άλλο επίκαιρο θέμα των εκλογών, που πολλοί λένε ότι, με την απλή αναλογική δεν θα έχουμε σταθερή κυβέρνηση και λέγοντας σταθερή κυβέρνηση, υπονοούν μονοκομματική κυβέρνηση.

Και θα έλεγα, γιατί οι κυβερνήσεις συνεργασίας δεν εγγυώνται σταθερότητα; H Κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου μιά χαρά κυβέρνηση ήταν. Και εάν δεν υπήρχε το πρόβλημα του Προέδρου της Δημοκρατίας, θα εξαντλούσε τη θητεία της.

Η απλή αναλογική είναι το πιό δημοκρατικό σύστημα. Οι Γερμανοί, συνάγουν την απλή αναλογική, από την ισότητα. Οπου εφαρμόστηκε η απλή αναλογική, πέτυχε. Θα σας θυμίσω τις εκλογές του 1950, που ήταν η μοναδική φορά, που με απλή αναλογική έγινε κυβέρνηση στην Ελλάδα. Η Κυβέρνηση Σαφοκλή Βενιζέλου, Πλαστήρα και Γεωργίου Παπανδρέου. Απλώς άλλαξε γνώμη ο Πλαστήρας, γιατί κάποιοι τον έπεισαν ότι, θα κέρδιζε και θα κυβερνούσε μόνος του.

Γιατί δεν μπορεί να λειτουργήσει η απλά αναλογική εδώ? Γιατί υπάρχει έλλειψη πολιτικού πολιτισμού. Γιατί έχουμε δαιμονοποίηση του ενός κόμματος από το άλλο. Μα είναι δυνατόν, να μην μπορούμε να ανεβάσουμε το επίπεδο μας? Γιατί όχι και εμεις, όπως οι Ευρωπαίοι; Γιατί φανατίζοντας τον κόσμο, του συσπειρώνουμε και βρέχει ψήφους”.

Κλείνοντας την ομιλία του ο κ. Σταθόπουλος τόνισε

«To θέμα της άρσης απορρήτου είναι θέμα κράτους δικαίου και όχι δευτερεύον, όπως και το θέμα της απλής αναλογικής είναι θέμα πολιτικού πολιτισμού».

Γιά παραίτηση της κυβέρνησης μίλησε και ο Ομότιμος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, πρώην Υπουργός Νίκος Αλιβιζάτος, οποίος μεταξύ άλλων είπε:

“Γιατί προσέλαβε τέτοια έκταση η υπόθεση των υποκλοπών? Eχουμε ομολογημένη υποκλοπή για πρώτη φορά και δεν μιλάμε για το predator, αλλά για την ΕΥΠ. Γιατί η EYΠ υπάγεται απευθείας στον πρωθυπουργό και δεν μεσολάβησε κάποιος υπουργός. Και μαθεύτηκε τυχαία. Το τυχαίο δείχνει ότι, είμαστε απροστάτευτοι και μας εμβάζει σε ανησυχία. Κραυγαλέα τα ψέμματα της Κυβέρνησης.

Ποιά οδό πρεπει να ακολουθήσουμε, για να προσεγγίσουμε το θέμα? O κανόνας είναι ο σεβασμός της προσωπικής ζω’ης και της ελευθερίας και η εξαίρεση οι παρακολουθήσεις. Από την εποχή της Μπαιντερ Μάινχοφ, οι Γερμανοί μιλάγανε για “ζωτικό συμφέρον”, που έπρεπε να προκύπτει, για να γίνονται παρακολουθήσεις. Αρα γενικός κανόνας είναι η ελευθερία και εξαίρεση οι παρακολουθήσεις.
Aν αποδειχτούν αληθινά όσα αποκαλύφτηκαν, δεν μπορεί να σταθεί καμμία κυβέρνηση. Οφείλει να παραιτηθεί και δεν χρειάζεται το τυπικό στοιχείο της ψηφοφορίας στη Βουλή, γιατί σε όλες τις σοβαρές χώρες, η αποκάλυψη ενός τέτοιου μείζονος σκανδάλου θα οδηγούσε σε παραίτηση”.

Ο Επίκουρος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Γεώργιος Καραβοκύρης, μίλησε “για πολιτική διάσταση στην υπόθεση της παρακολούθησης Ανδρουλάκη – Κουκάκη και πολιτική ευθύνη του Πρωθυπουργού” και συμπλήρωσε:

“Η παραδοχή του σφάλματος, μας δημιούργησε την πεποίθηση ότι, είμαστε στο σκοτάδι, για το σκληρό πυρήνα της υπόθεσης, που είναι ο λόγος παρακολούθησης”.
Ενώ συμπλήρωσε: “θα έπρεπε να δουμε την αιτιολογία του φακέλου, που έχει πάρει η Εισαγγελέας ΕΥΠ κ. Βλάχου. Εχει καταστραφεί ο φάκελος, αλλά ως νομικό δεδομένο δεν το έχομε και κακώς δεν το έχουμε, για να το κρίνουμε ως νομικοί και παραμένει τυπικά και νομικά εκκρεμής η υπόθεση και αυτό κάνει κακό στο κράτος δικαίου”.

Στην εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα εκδηλώσεων του ΔΣΑ «Μιχάλης Ζαφειρόπουλος» και μεταδόθηκε διαδικτυακά από το κανάλι του ΔΣΑ στο Youtube, ομιλητές ήταν οι κ.κ.: Ευάγγελος Βενιζέλος, Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, πρ. Υπουργός, Μιχαήλ Σταθόπουλος, Επίτιμος Καθηγητής Αστικού Δικαίου, Ακαδημαϊκός, πρ. Υπουργός, Νικόλαος Αλιβιζάτος, Ομότιμος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, πρ. Υπουργός και Γεώργιος Καραβοκύρης, Επίκουρος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου

Χαιρετισμό απηύθυναν, ο Πρόεδρος του ΔΣΑ κ. Δημήτρης Βερβεσός και ο Πρόεδρος της Επιστημονικής Επιτροπής του Νομικού Βήματος κ. Γεώργιος Καλλιμόπουλος, Ομότιμος Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ.

Το συντονισμό της εκδήλωσης έκανε η Χριστίνα Τσαγκλή, Δικηγόρος, Μέλος ΔΣ, πρ. Γενική Γραμματέας ΔΣΑ.

Στην εκδήλωση μεταξύ των άλλων παρευρέθησαν: Ο, κ. Ιωάννης Σαρμάς Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο κ. Ευστάθιος Βεργώνης, Εισαγγελέας Εφετών και μέλος του ΔΣ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, ο κ. Χρήστος Μυλωνόπουλος, Ομότιμος Καθηγητής ΕΚΠΑ, ο κ. Νίκος Παπασπύρου, Καθηγητής ΕΚΠΑ, ο κ. Νικόλας Κανελλόπουλος τέως Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, η κα Λένα Κουτσιμπού, τέως Γενική Γραμματέας του ΥΠΕΞ, και ο κ. Νικόλαος Σαλάτας, πρώην Γενικός Γραμματέας της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

Στο χαιρετισμό του ο Πρόεδρος του ΔΣΑ Δημήτρης Βερβεσσός είπε:

“Είναι ιδιαίτερη τιμή και χαρά να σας καλωσορίζω σήμερα στην ημερίδα που διοργανώνει η Επιστημονική Επιτροπή του Νομικού Βήματος του ΔΣΑ με αντικείμενο το ζέον ζήτημα που απασχολεί με ένταση το δημόσιο βίο, την πολιτική ζωή και τη νομική κοινότητα: τις συνταγματικές και εν γένει θεσμικές διαστάσεις της άρσης του τηλεφωνικού απορρήτου.

Θέλω από το βήμα αυτό να ευχαριστήσω θερμά για την ανταπόκριση στην πρόσκλησή μας: τον Ευάγγελο Βενιζέλο, Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου, πρ. Υπουργό, τον Μιχαήλ Σταθόπουλο, Επίτιμο Καθηγητή Αστικού Δικαίου, Ακαδημαϊκό και πρ. Υπουργό, τον Νικόλαο Αλιβιζάτο, Ομότιμο Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου, πρ. Υπουργό και τον Γεώργιο Καραβοκύρη, Επίκουρο Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου, που θα αναλάβουν το βάρος των εισηγήσεων καθώς και τον Πρόεδρο της Επιστημονικής Επιτροπής του Νομικού Βήματος, Ομ. Καθηγητή Γεώργιο Καλλιμόπουλο, που θα χαιρετίσει την εκδήλωση εκ μέρους της Επιστημονικής Επιτροπής.

Το θέμα της προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών, άπτεται της λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος και των δημοκρατικών θεσμών.

Για το λόγο αυτό, ως δικηγορικό σώμα λάβαμε από την πρώτη στιγμή σαφή θέση επί του θέματος, μέσω των αρμοδίων συλλογικών μας οργάνων. Θυμίζω ότι η Συντονιστική Επιτροπή τοποθετήθηκε ήδη από τις αρχές Αυγούστου, αμέσως μετά τις πρώτες σχετικές αποκαλύψεις, ενώ το περασμένο Σάββατο στην Καβάλα, η Ολομέλεια έλαβε νέα απόφαση επί του θέματος όσο και το ΔΣ του ΔΣΑ στη Συνεδρίαση της Δευτέρας 12.9.2022. Βασικοί άξονες της θεσμικής παρέμβασης του σώματος είναι αφ’ ενός η ανάγκη άμεσης διαλεύκανσης και απόδοσης ευθυνών για τις διαπιστωμένες παραβιάσεις της νομιμότητος και αφ’ ετέρου η θωράκιση του κανονιστικού πλαισίου, ώστε να ανταποκρίνεται στις συνταγματικές επιταγές. Η σημερινή εκδήλωση, αποτελεί συνέχεια των δημοσίων παρεμβάσεών μας, και φιλοδοξεί με τη συνδρομή των πλέον εγκρίτων συναδέλφων, να αναδείξει τις συνταγματικές και εν γένει θεσμικές διαστάσεις ενός ζητήματος που έχει τραυματίσει τη δημόσια ζωή τη διεθνή εικόνα της Χώρας αλλά πρωτίστως την ίδια τη δημοκρατία μας.

Κάποιοι υποτιμούν το θέμα, εκτιμώντας ότι αφορά μόνον «λίγους». Νομίζω ότι η προσέγγιση αυτή είναι απολύτως εσφαλμένη. Κατ’ αρχάς ας έχουμε υπ’ όψιν ότι το ζήτημα δεν αφορά καθόλου λίγους: έχουν εκδοθεί εντός του 2021 15.000 εισαγγελικές διατάξεις άρσης του απορρήτου, όπως προέκυψε, και αυτός είναι ένας διόλου ευκαταφρόνητος αριθμός. Έπειτα το ζήτημα δεν είναι ποσοτικό, είναι ποιοτικό. Την προσπάθεια της υποβάθμισης της καταπάτησης των θεμελιωδών δικαιωμάτων, με το επιχείρημα ότι αφορά «μόνο λίγους» και ότι το ενδιαφέρον πρέπει να επικεντρώνεται στην καθημερινότητα δεν μπορώ να την ασπαστώ και οφείλω να θυμίσω ότι τέτοιες λογικές οδήγησαν ιστορικά σε επικίνδυνες ατραπούς. Για να μην διολισθήσουμε σε έναν ιδιότυπο συνταγματικό μιθριδατισμό, που φαλκιδεύει το δικαιοκρατικό κεκτημένο οφείλουμε να είμαστε σε εγρήγορση. Το ζήτημα αφορά την ψυχή της Δημοκρατίας. Γι’ αυτό έχουμε χρέος υπεύθυνης δημόσιας τοποθέτησης.

Οι αποκαλύψεις που έχουν γίνει καταδεικνύουν πρωτοφανή θεσμική ένδεια σε έναν τομέα που άπτεται της ελευθερίας όλων. Παρά την πολλαπλή δικαιοθετική κατοχύρωσή του, τόσο στο Σύνταγμα, που επιτρέπει την άρση του απορρήτου κατ’ εξαίρεση, υπό ιδιαιτέρως αυστηρές προϋποθέσεις για λόγους αποκλειστικά και μόνο, εθνικής ασφάλειας ή για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων, όσο και στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και τα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διαπιστώθηκαν τεράστιες αβελτηρίες στην εν τοις πράγμασιν παρεχόμενη έννομη προστασία.

Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να διακριβωθεί εάν εξαντλήθηκαν τα όρια ελέγχου που προβλέπει η κείμενη νομοθεσία. Το ζήτημα δεν έχει απασχολήσει νομίζω επαρκώς τον δημόσιο διάλογο και γι’ αυτό επιθυμώ να το αναδείξω:

– Κατ’ αρχάς, ο ν. 3115/2003 για την ΑΔΑΕ προβλέπει ότι «η Α.Δ.Α.Ε. υπεισέρχεται μόνο στον έλεγχο της τήρησης των όρων και της διαδικασίας άρσης του απορρήτου, χωρίς να εξετάζει την κρίση των αρμόδιων δικαστικών αρχών». Τι σημαίνει αυτό; Ότι πράγματι η ΑΔΑΕ κάνει έλεγχο σκοπιμότητας των αποφάσεων άρσης του απορρήτου. Δικαιούται και υποχρεούται να ελέγχει, πέραν της διαδικασίας και τους «όρους», δηλ. και την τυπική και την ουσιαστική νομιμότητα της επισύνδεσης. Φρονώ, λοιπόν, ότι παρόλο που η συμβολή της Αρχής στις μέχρι τώρα αποκαλύψεις ήταν ουσιώδης, δεν έχει εξαντλήσει τα όρια ελεγκτικής παρέμβασης που της παρέχει ο νόμος και οφείλει να το πράξει χωρίς χρονοτριβή.

– Δεύτερον, η εισαγγελική διάταξη που εκδίδεται κατ’ άρθρο 3 ν. 2225/1994 για την άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας δεν συνιστά δικαστική απόφαση. Συνεπώς, ο εισαγγελικός λειτουργός δεν είναι ανέλεγκτος, αλλά υπόκειται στον (πειθαρχικό) έλεγχο της προϊσταμένης εισαγγελικής αρχής. Είναι λοιπόν απορίας άξιο, γιατί ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου περιορίζει μέχρι σήμερα την έρευνά του μόνο στα πλημμεληματικής υφής ζητήματα της διαρροής πληροφοριών από την ΕΥΠ τιθέμενος μάλιστα ο ίδιος επικεφαλής της έρευνας- κάτι που δεν συνηθίζεται και δεν διερευνά το μείζον ζήτημα της νομιμότητας των επίμαχων «επισυνδέσεων» για τα μη πολιτικά πρόσωπα που εμπλέκονται. Τοσούτω μάλλον, καθόσον η εισαγγελική λειτουργός που έλαβε την επίμαχη απόφαση φέρεται να έχει πει στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής ότι προέβη σε έλεγχο ουσίας και συνηγόρησε υπέρ της άρσης του απορρήτου και μάλιστα δις αφού η αρχική άδεια προβλέπεται δίμηνης διάρκειας και εν προκειμένω αυτή διήρκησε τρεις μήνες. Επίσης δεν έχει απαντηθεί το ζήτημα αν η διακοπή της επισύνδεσης μεσούσης της δίμηνης παρατάσεως έγινε κατόπιν νεότερης άδειας της αρμοδίου Εισαγγελέως της Υπηρεσίας με ανταίτημα.

– Τρίτον, ουδείς κείται πέραν και πάνω των ποινικών νόμων. Εν προκειμένω, ενώ έχουν υποβληθεί σχετικές μηνυτήριες αναφορές, για καμία εξ αυτών δεν φαίνεται να έχει προχωρήσει επαρκώς η ποινική διαδικασία. Αντιθέτως, όσο περνάει ο χρόνος, συνεπεία «τεχνικών λαθών» -η αιτία και η ενδεχόμενη σκοπιμότητα των οποίων χρήζουν επίσης ποινικής διερεύνησης- δεν γνωρίζουν την τύχη κρίσιμων στοιχείων, όπως το περιεχόμενο των καταγραφεισών συνομιλιών, προ της παρέλευσης του νομίμου χρόνου διατήρησής τους. Είναι αυτονόητο ότι η συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού, που θα αποτελούσε ισχυρή ένδειξη τήρησης ή μη της νομιμότητας, αποτελεί καθήκον των εισαγγελικών και ανακριτικών αρχών, που έχουν επιληφθεί των υποβληθεισών μηνύσεων. Όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με απειλές της Δημοκρατίας οι λειτουργοί της ποινικής δικαιοσύνης, οφείλουν να ενεργούν κατ’ απόλυτη προτεραιότητα. Η αδικαιολόγητη καθυστέρηση δεν απέχει πολύ από τη συγκάλυψη και η συγκάλυψη δεν απέχει πολύ από τη συνενοχή.

– Τέταρτον, ο πολιτικός έλεγχος της Βουλής, μέσω της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας και της Εξεταστικής Επιτροπής, δεν μπορεί να απονευρώνεται με την επίκληση του απορρήτου από τους ελεγχόμενους. Ακόμη και αν δεχθούμε ότι, με βάση το ισχύον θεσμικό πλαίσιο, για να ξεπεραστεί το απόρρητο πρέπει να δώσει σχετική έγκριση ο πολιτικός προϊστάμενος της ΕΥΠ, δηλαδή ο Πρωθυπουργός, τότε φέρει ο ίδιος ακέραιη την πολιτική ευθύνη για την άρνηση μαρτυρίας των εξεταζόμενων. Σε κάθε περίπτωση, το κράτος δικαίου δεν ανέχεται νησίδες αυθαιρεσίας, ούτε κρατικούς λειτουργούς και υπαλλήλους αυτοεξαιρούμενους της δημοκρατικής λογοδοσίας. Ανεξαρτήτως, δε, των ορίων του απορρήτου, η πολιτική επιλογή να μην κληθούν ως μάρτυρες στην Εξεταστική Επιτροπή πρόσωπα με άμεση εμπλοκή στην υπόθεση, αυτοϋπονομεύει το κύρος της Βουλής και καταδεικνύει τα όρια του ελεγκτικού ρόλου του Κοινοβουλίου σε καθεστώς κόλουρης κομματικής δημοκρατίας.

Πέραν της επιβεβλημένης εξάντλησης των νομικών μέσων ελέγχου, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η δυσώδης αυτή υπόθεση θέτει επιτακτικά την ανάγκη επανεξέτασης του θεσμικού πλαισίου με την ενίσχυση της διαφάνειας, της λογοδοσίας και των νόμιμων εγγυήσεων.

Η πρόσφατη ΠΝΠ, δεν ανταποκρίνεται στις εύλογες προσδοκίες των δημοκρατικών πολιτών, καθώς αποβλέπει σχεδόν αποκλειστικά στην επικοινωνιακή διαχείριση του ζητήματος, χωρίς να αγγίζει τις ουσιαστικές παθογένειες. Αντί της παρουσίας εισαγγελικού λειτουργού (που παρ’ ότι είναι «ελεύθερος στη γνώμη του», παραμένει μονοπρόσωπο όργανο ενταγμένο στην ιεραρχική δομή της εισαγγελίας) θα έπρεπε η αποφασιστική αρμοδιότητα να ανατεθεί στο δικαστικό συμβούλιο (που είναι πολυπρόσωπο όργανο συγκροτούμενο από δικαστικούς λειτουργούς), όπως συμβαίνει ήδη επί άρσης του απορρήτου για λόγους διακρίβωσης ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων, καθώς επίσης να θεσμοθετηθούν η επώνυμη άρση, η πρόβλεψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για την άρση και η ενημέρωση από την ΑΔΑΕ των παρακολουθούμενων πολιτών.

Η πρόσφατη περιδίνηση του δημοσίου βίου, υπό το βάρος των παράνομων παρακολουθήσεων πολιτικών αντιπάλων, δημοσιογράφων, αλλά και πλήθους πολιτών, δείχνει ότι η Δημοκρατία μας νοσεί και δυστυχώς, η Πολιτεία, και υπό τις τρεις λειτουργίες της (δικαστική, εκτελεστική και νομοθετική), δεν επέδειξε τα οφειλόμενα άμεσα θεσμικά αντανακλαστικά. Αντιθέτως, η ισχνή κανονιστική προστασία, η έλλειψη θεσμικών αντιβάρων, η διοικητική αβελτηρία και η πολιτική υστεροβουλία ναρκοθετούν το δικαιοκρατικό κεκτημένο και εκθέτουν όχι μόνον την καθεμιά και τον καθένα από εμάς, αλλά και την ίδια τη Δημοκρατία, σε κίνδυνο.

Κάποιοι ετάχθησαν να φυλάττουν Θερμοπύλες. Πλην όμως σε ένα δημοκρατικό κράτος δικαίου πρωτίστως οι φύλακες είναι αυτοί που πρέπει να ελέγχονται. Αλλιώς, ποιος θα μας προφυλάξει από αυτούς;

Σας ευχαριστώ θερμά.

Newsroom

Recent Posts

Lockdown : Αύξηση κρουσμάτων, μεταλλάξεις και τα νοσοκομεία χωρίς… οξυγόνο – Τα στοιχεία που οδήγησαν στα νέα μέτρα

Η πολύ δύσκολη κατάσταση στα νοσοκομεία της Αττικής και η ευρεία διασπορά του κοροναϊού σε…

3 έτη ago

Αντιδράσεις στην παντοδυναμία του Facebook

Η κυβέρνηση της Αυστραλίας και το Facebook βρήκαν κοινό έδαφος για την πληρωμή ειδησεογραφικού περιεχομένου…

3 έτη ago

Εκκίνηση με τρεις Έλληνες σε τοξοβολία και κωπηλασία

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Τόκιο αρχίζουν κι επίσημα το μεσημέρι της Παρασκευής (23/07) με την…

3 έτη ago

Χ. Κλούγκε: Στο περιθώριο 1 στους 6 Ευρωπαίους που υπέφεραν από ψυχικές διαταραχές πριν από την πανδημία

Πριν την πανδημία, 1 στους 6 Ευρωπαίους πολίτες υπέφεραν από ψυχικές διαταραχές, αλλά αφέθηκαν με…

3 έτη ago

Προφυλακιστέος ο 30χρονος για τον θάνατο της 26χρονης συντρόφου του στην Φολέγανδρο

Στη φυλακή οδηγείται ο 30χρονος κατηγορούμενος για την ανθρωποκτονία της 26χρονης συντρόφου του Γαρυφαλλιάς Ψαρράκου,…

3 έτη ago

Ξανά στις 3 πρώτες θέσεις η Ελλάδα στην ΕΕ στη διάθεση συχνοτήτων για 5G

Και πάλι στις 3 πρώτες θέσεις μεταξύ των 27 κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης βρίσκεται…

3 έτη ago