Η απόφαση για τον καταδικασμένο για δύο βιασμούς ανηλίκων Δημήτρη Λιγνάδη, που τελικά αποφυλακίστηκε έπειτα από προσωρινή κράτηση ενάμισι έτους, έφερε για μία ακόμη φορά στην επιφάνεια προβληματικές πτυχές στη λειτουργία της ελληνικής δικαιοσύνης, νομοθετικές αβλεψίες που έντονα προκαλούν το αίσθημα των πολιτών για τη Δικαιοσύνη, αλλά και κοινωνικές συμπεριφορές που φθάνουν στο σημείο να δημιουργούν θεσμικές αλλοιώσεις.
Της απελευθέρωσης του βιαστή είχαν προηγηθεί οι αντίστοιχες αποφάσεις για τον δολοφόνο του Αλέξη Γρηγορόπουλο. τους δολοφόνους του Ζακ Κωστόπουλου, του υπόδικου για βιασμούς Πέτρου Φιλιππίδη και η απαλλαγή των βιαστών της 25χρονης στη Θεσσαλονίκη.
Το δικαστήριο, Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας, που συγκροτείται κατά πλειοψηφία από πολίτες και κατά μειοψηφία από δικαστές –με αναλογία τέσσερις προς τρεις–, εκδίκασε την υπόθεση Λιγνάδη, η οποία διέθετε πολύ βαρύ κοινωνικό πρόσημο λόγω της φύσεως των εγκλημάτων με βιασμούς ανηλίκων, για πέντε και πλέον μήνες.
Η δικαστική ετυμηγορία εκδόθηκε με καταδίκη του γνωστού ηθοποιού για δύο βιασμούς και με απόφαση του δικαστηρίου να μη μείνει στη φυλακή, αλλά να ανασταλεί η έκτιση της ποινής του μέχρι να δικαστεί η υπόθεση σε δεύτερο βαθμό από το Εφετείο.
Η απόφαση σε όποια σημεία κρίνεται λανθασμένη αποτελεί ήδη αντικείμενο μελέτης από την Εισαγγελία Εφετών Αθηνών, η οποία έχει επιληφθεί και εξετάζει το ενδεχόμενο να ασκήσει έφεση, δηλαδή να οδηγήσει την υπόθεση εκ νέου σε δίκη. Αλλωστε τα δικαστικά λάθη πρώτα η Δικαιοσύνη έχει θεσμικά την υποχρέωση και το συνταγματικό καθήκον να τα διορθώνει.
Οι αντιδράσεις που προκλήθηκαν σε μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης, μετά την απόφαση, είχαν αναφορά στο ότι παρά την καταδίκη σε 12 χρόνια, ο καταδικασθείς αφέθηκε ελεύθερος.
Η αναντιστοιχία ανάμεσα στην ποινή και τη μη παραμονή στη φυλακή του Δημήτρη Λιγνάδη, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε αντιδράσεις, καθώς οι πολίτες λόγω της δημοσιότητας της υπόθεσης και της μεγάλης επωνυμίας του κατηγορουμένου ήρθαν σε επαφή με νόμους, που όμως δεν εφαρμόζονται για πρώτη φορά.
Η νομοθεσία που ισχύει, ανεξάρτητα από ποιο κόμμα έχει ψηφιστεί, διότι προβλήθηκε και αυτή η πτυχή του θέματος, προκαλώντας πολιτικές αντιπαραθέσεις, προβλέπει ότι το δικαστήριο οφείλει να αφήσει εκτός φυλακής τον καταδικασθέντα, ακόμα και αν έχει μεγάλη ποινή, πολυετή κάθειρξη, αν πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Δηλαδή δεν είναι ύποπτος φυγής, έχει μόνιμη κατοικία και λοιπά.
Καταδικάστηκε σε κάθειρξη 12 ετών και το δικαστήριο αποφάσισε να ανασταλεί η έκτιση της ποινής του μέχρι το Εφετείο.
Οι διατάξεις αυτές, που εφαρμόστηκαν και στην περίπτωση Λιγνάδη, έχουν εφαρμοστεί και εφαρμόζονται κατά κόρον σε εκατοντάδες περιπτώσεις ποινικών αδικημάτων σε καθημερινή βάση.
Η επισήμανση έγκυρων νομικών να αλλάξουν προσκρούει κατά καιρούς είτε σε αντίθετες επιστημονικές απόψεις που είναι κυρίαρχες, κυρίως όμως στην αδυναμία του κράτους να σηκώσει το βάρος του μεγάλου αριθμού των κρατουμένων στις φυλακές. Κάτι που κοστίζει και εξ αυτού δεν προκρίνεται.
Πάμε όμως στην ίδια τη δίκη Λιγνάδη. Κατά την πολύμηνη διεξαγωγή της σε όσους την παρακολουθούσαν είχε καταστεί εμφανές ότι πτυχές των καταγγελιών δεν ήταν εύκολο να επιβεβαιωθούν ή να πείσουν.
Ενας βιασμός που καταγγέλλεται έπειτα από δέκα χρόνια δεν είναι ευχερές να θεμελιωθεί. Ως εκ τούτου από τις τέσσερις καταγγελίες, που αρχικά είχε στην πλάτη του ο Λιγνάδης, οι δύο «έφυγαν» με την απόφαση, καθώς κρίθηκε ότι το δικαστήριο δεν πείστηκε για τα καταγγελλόμενα. Για ακόμα μία η καταδίκη του σκηνοθέτη υπήρξε οριακή. Και σε όλες τις περιπτώσεις δύο δικαστές από τους τρεις, ή και οι τρεις, μειοψήφησαν υπέρ της απαλλαγής Λιγνάδη για όλες τις καταγγελίες.
Ομως στις ποινές η δικαστική απόφαση υπήρξε άκρως αντιφατική. Καταδίκασε το δικαστήριο έστω και με μία ψήφο τον Λιγνάδη για βιασμό και του έβαλε πέντε χρόνια(!).
Πολλοί υποστηρίζουν πως η δικαστική απόφαση όφειλε για τέτοιας φύσεως εγκλήματα να είναι έτσι στηριγμένη και βασισμένη στην πραγματικότητα ώστε να πείθει για την ευθυκρισία του δικαστηρίου, τουλάχιστον τους πολίτες που δεν διολισθαίνουν σε μετατροπή των δικαστηρίων σε λαϊκά.
Σε ό,τι αφορά το κύμα των αντιδράσεων σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης και μέσα ενημέρωσης για την απόφαση, η Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων σε ανακοίνωσή της υπογραμμίζει τους κινδύνους που ενέχουν τέτοια φαινόμενα. «Η επίκληση και αξιοποίηση του γενικού αισθήματος Δικαιοσύνης απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή, γιατί πολύ εύκολα μπορούμε να οδηγηθούμε σε εκτροπή προς τα λαϊκά δικαστήρια και την πυρά για τις “μάγισσες” της κάθε εποχής».
Η πολύ δύσκολη κατάσταση στα νοσοκομεία της Αττικής και η ευρεία διασπορά του κοροναϊού σε…
Η κυβέρνηση της Αυστραλίας και το Facebook βρήκαν κοινό έδαφος για την πληρωμή ειδησεογραφικού περιεχομένου…
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Τόκιο αρχίζουν κι επίσημα το μεσημέρι της Παρασκευής (23/07) με την…
Πριν την πανδημία, 1 στους 6 Ευρωπαίους πολίτες υπέφεραν από ψυχικές διαταραχές, αλλά αφέθηκαν με…
Στη φυλακή οδηγείται ο 30χρονος κατηγορούμενος για την ανθρωποκτονία της 26χρονης συντρόφου του Γαρυφαλλιάς Ψαρράκου,…
Και πάλι στις 3 πρώτες θέσεις μεταξύ των 27 κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης βρίσκεται…