Με διαφορετικά λόγια, η κυβέρνηση ακολούθησε την πεπατημένη που θέλει τον δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα προέκτασή της, ως ένα ιδιοκτησιακό της στοιχείο το οποίο κέρδισε μαζί με τις εκλογές. Το έκανε, είναι η αλήθεια, με υπέρμετρο ζήλο, με σχεδόν πρωτόγονο τρόπο, χωρίς προσχήματα και με μια ωμότητα που ενόχλησε (μάλλον προσωρινά) ακόμα και τους θαυμαστές της που «δεν ανήκουν παραδοσιακά στη δεξιά, αλλά την ψήφισαν για να φύγουν οι άλλοι» και οι οποίοι είναι οι πιο φανατικοί υποστηρικτές της κυβέρνησης. Ωστόσο, όλα αυτά δεν πρέπει να ξενίζουν, τον ίδιο ζήλο έδειξε η κυβέρνηση σε ολόκληρο το φάσμα των σχέσεών της με ιδιοκτήτες ΜΜΕ, αρκετούς δημοσιογράφους κ.ο.κ. Σχέσεις αμοιβαίας αλληλοϋποστήριξης.
Η φιλοδοξία της κυβέρνησης να ελέγχει τα παραγόμενα από την ΕΡΤ ειδησεογραφικά προϊόντα είναι βαθειά προβληματική. Όχι μόνο γιατί αφήνει να ξεθωριάσει και σε αυτό το επίπεδο η αξιοπιστία της (κατήγγειλε τους προηγούμενους ότι ασκούσαν έλεγχο), όχι μόνο γιατί αναπαράγει ένα ξεπερασμένο μοντέλο, αλλά και γιατί ουσιαστικά πρόκειται για μια ανόητη επιλογή. Στην εποχή της κυριαρχίας του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, η επιδίωξη να ελέγχει κάποιος τις πληροφορίες είναι όχι απλά αποτυχημένη αλλά και απόλυτα μάταιη. Μπορεί στις φοιτητικές κινητοποιήσεις τα δελτία τα ΕΡΤ να φιλοξενούν ως εκπρόσωπο των φοιτητών έναν εκπρόσωπο της ΔΑΠ που θα υμνήσει ένα κυβερνητικό νομοσχέδιο, αλλά ακόμα και αυτό κάποια στιγμή θα δημοσιοποιηθεί προκαλώντας πολλαπλάσια ζημιά σε όποια ποσοστά αξιοπιστίας έχουν απομείνει.
Η ΕΡΤ είναι σχεδόν διαχρονικά το θύμα των κυβερνήσεων που πέρασαν από τη χώρα, με μικρές μόνο εξαιρέσεις ελάχιστων πολιτικών προϊσταμένων της αλλά και διευθυντών της που τολμούσαν να κλείνουν το τηλέφωνο σε υπουργούς που επιχειρούσαν να δώσουν εντολές. Και παρότι διαθέτει επαρκέστατο προσωπικό, τεχνικές δυνατότητες, μοναδικό αρχειακό υλικό και υποδομές να υπηρετήσει μια δημόσια ραδιοτηλεόραση με σύγχρονες αντιλήψεις και στοιχειώδη αντικειμενικότητα, δεν την αφήνουν να λειτουργήσει με τις αναγκαίες συνθήκες για κάτι τέτοιο. Τουλάχιστον στον ειδησεογραφικό τομέα. Πρόκειται για θέμα κουλτούρας που έχει διαμορφωθεί στο πολιτικό προσωπικό και δυστυχώς αυτό διαχέεται τουλάχιστον στα κόμματα που έχουν βρεθεί στην εξουσία.
Λίγες ημέρες πριν, ο ΣΥΡΙΖΑ κατέθεσε μια πρόταση βάσει της οποίας η διοίκηση της ΕΡΤ θα πρέπει επιλέγεται με αυξημένη πλειοψηφία από την Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής. Η πρόταση, όπως ήταν αναμενόμενο, απορρίφθηκε από την κυβέρνηση ωστόσο το παράδειγμα είναι ενδεικτικό της προαναφερόμενης κουλτούρας και αντίληψης που δεν αφορά μόνο στην σημερινή κυβέρνηση αλλά και την χθεσινή. Ο κρατικός ραδιοτηλεοπτικός φορέας δεν μπορεί να διοικείται από ανθρώπους που αποτελούν το άθροισμα κομματικών συσχετισμών που έχουν προκύψει από τις εκάστοτε εκλογές. Δεν μπορεί η λειτουργία του να βασίζεται σε αριθμητικές κομματικές ισορροπίες, ανάλογες με εκείνες που διατηρήθηκαν στο ΕΣΡ με τα γνωστά αποτελέσματα.
Θα έπρεπε να αποτελεί έναν δημόσιο φορέα που θα στηρίζεται σε πρόσωπα με επάρκεια και ικανότητες, ανεξάρτητα από κομματικές ταυτότητες, με κοινή αποδοχή και εμπιστοσύνη από την κοινωνία και ελεγχόμενος από ένα συμβούλιο δεοντολογίας με όρους οι οποίοι θα βασίζονται στη διάθεση για -όσο το δυνατόν- αντικειμενική ενημέρωση και ποιοτική ψυχαγωγία.
Το καλοκαίρι του 2015 μετά την επαναλειτουργία της, χάθηκε για την ΕΡΤ μια μοναδική ευκαιρία για τη δημιουργία ενός τέτοιου μοντέλου που θα παραπέμπει σε μια δημόσια ραδιοτηλεόραση με αναφορές στην κοινωνία, τις σταθερές της και τις αυξημένες ανάγκες της για καλή και αξιόπιστη πληροφόρηση και όχι στο κόμμα που κυβερνά. Η κυβέρνηση της εποχής προτίμησε να ακολουθήσει το μοντέλο που-με μικρές ή μεγάλες διαφοροποιήσεις-ειχαν υποστηρίξει οι κυβερνήσεις μεταπολιτευτικά. Είχε την μικρόνοη αντίληψη ότι έτσι θα ελέγξει την πληροφόρηση, η ίδια αντίληψη που διακατέχει και την σημερινή εξουσία.
Οι εκάστοτε κυβερνήσεις λειτουργούν με αυτό το στενά κομματικό και αντικειμενικά ξεπερασμένο τρόπο, όχι την εποχή Μαρούδα (στενού συνεργάτη του Α. Παπανδρέου) ο οποίος θα αντιμετώπιζε την ‘’εισβολή’’ των ιδιωτικών ραδιοτηλεοπτικών μέσων γκρεμίζοντας τους δορυφόρους (!) αλλά σε μια εποχή υπερπληροφόρησης, την εποχή της λεγόμενης «δημοσιογραφίας των πολιτών» (με όποιες στρεβλώσεις αυτή έχει), την εποχή που την πολιτική αλλά και κοινωνική ατζέντα, δεν την διαμορφώνουν πια τα ΜΜΕ (που σχεδόν αναγκάζονται να ακολουθούν) αλλά παράγοντες εξωγενείς από αυτά.
Στη χώρα μας, βιώνουμε εδώ και χρόνια ένα φαινόμενο που δύσκολα συναντάει κάποιος αλλού, η συντριπτική πλειονότητα των ΜΜΕ (με ποσοστά που ξεπερνούν συχνά το 80%) θεωρούνται από τους ίδιους τους αποδέκτες τους (τηλεθεατές, ακροατές, αναγνώστες) αναξιόπιστα και εξαρτημένα. Ανεξάρτητα από τον βαθμό βασιμότητας αυτών των εκτιμήσεων, αυτό συμβαίνει. Τα ΜΜΕ δεν (μπορούν να ) παίζουν τον ενισχυμένο ρόλο του μακρινού παρελθόντος ο οποίος συνοψιζόταν στη φράση, έστω με δόσεις υπερβολής «οι εφημερίδες ανεβάζουν και κατεβάζουν κυβερνήσεις’’. Δεν συμβαίνει αυτό, το καλοκαίρι του 2015 η συντριπτικά μεγάλη πλειονότητα των ισχυρών ΜΜΕ είχε ταχθεί με απόλυτα ξεκάθαρο και συχνά με αντιδεοντολογικό τρόπο υπέρ της επιλογής του ‘’Ναι’’ στο δημοψήφισμα. Δεν τα κατάφεραν.
Σε μια εποχή με τέτοια χαρακτηριστικά, αλλά και με δεδομένη και καταγεγραμμένη την πολιτική και ηθική αναξιοπιστία στο χώρο των ιδιωτικών μέσων, η ΕΡΤ έχει τις προϋποθέσεις και δυνατότητες να κάνει τη διαφορά. Την κάνει σε κάποιο βαθμό σε προϊόντα που δεν συνδέονται με την πληροφόρηση. Έχω την βεβαιότητα πως αν έπαυαν οι κυβερνήσεις να την θεωρούν ένα ιδιοκτησιακό τους στοιχείο και αν παράλληλα έπαυαν κάποιοι δημοσιογράφοι να λειτουργούν ως εκπρόσωποι κομματικών επιλογών, η ΕΡΤ θα ήταν ικανή να κερδίσει ποσοστά αξιοπιστίας, τηλεθέασης, ακρόασης που θα πλησίαζαν σε πολλούς δημόσιους φορείς της Ευρώπης. Δεν υπάρχει καμία αισιοδοξία πως αυτό θα συμβεί. Η ΕΡΤ θα συνεχίσει να αδικείται…
(Ο Γιάννης Παντελάκης είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας)