Προσεκτικοί παρατηρητές καταγράφουν τις τελευταίες ημέρες τους πολύ χαμηλούς τόνους που επιμένει να τηρεί η αμερικανική διπλωματία στο ζήτημα της εισβολής στην Ουκρανία, τουλάχιστον σε σύγκριση με κάποιους Ευρωπαίους, αλλά και με δεδομένη την αυξανόμενη σφοδρότητα των επιθέσεων των δυνάμεων του Βλαντίμιρ Πούτιν, που λογικά θα περίμενε κανείς να αντιμετωπιστεί με εξίσου σφοδρότερη φρασεολογία.
Οι επίσημες ανακοινώσεις του Λευκού Οίκου τονίζουν σε κάθε ευκαιρία ότι η διοίκηση Μπάιντεν δεν πρόκειται να διατάξει πολεμική εμπλοκή με το ρωσικό στρατό. Επίσης οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες είναι πολύ φειδωλές στις διαρροές τους και αποφεύγουν για παράδειγμα να επιβεβαιώνουν πληροφορίες για θύματα ή επιθέσεις, που βγαίνουν «εσπευσμένα» από την ουκρανική πλευρά και οι οποίες συχνά διαφοροποιούνται στη συνέχεια.
Οι αρχικοί στόχοι επετεύχθησαν
Οι πιο κυνικοί απλώς πιστεύουν ότι η Ουάσιγκτον από τη στιγμή, που έβαλε την Ευρώπη σε μονοπάτι πολέμου, δεν έχει λόγο να συνεχίσει να ρίχνει λάδι στη φωτιά. Πέτυχε μερικούς από τους κεντρικούς της στόχους, όπως το «πάγωμα» του Nord Stream 2, η συσπείρωση όλων των Ευρωπαίων υπό το ΝΑΤΟ, η άνοδος των στρατιωτικών δαπανών της Γερμανίας. Θεωρούν πλέον ότι εκτός απροόπτου ο χρόνος πλέον λειτουργεί υπέρ της.
Αισθάνονται επίσης οι ΗΠΑ λίγο έως πολύ δικαιωμένες στις προβλέψεις τους περί των σχεδίων της Μόσχας και τώρα φροντίζουν να κρατούν τους τόνους πιο χαμηλά και να προσέχουν παρατηρητικά τις κινήσεις του αντιπάλου. Έχουν άλλωστε παραδώσει το ρόλο του πολιτικού «μπουρλοτιέρη» της Δύσης στο Μπόρις Τζόνσον, ο οποίος τον εκπληρώνει επάξια. Το απέδειξε ξανά την Τρίτη ο Βρετανός πρωθυπουργός με τα ταξίδια και τις δηλώσεις του σε Πολωνία κι Εσθονία.
Στο στόχαστρο προσωπικά ο Πούτιν
Από την άλλη είναι σαφές ότι οι ΗΠΑ ανησυχούν για την σκληρή ρητορική και τις απειλές του Πούτιν και φοβούνται πραγματικά το ενδεχόμενο μιας ολικής του «παρεκτροπής» που θα μπορούσε να οδηγήσει σε απρόβλεπτες εξελίξεις. Γνωρίζουν ότι θα πρέπει κάποια στιγμή να δοθεί μια οδός διαφυγής στη ρωσική πλευρά, αν αυτή αρχίζει να φθείρεται από το κόστος του πολέμου, οικονομικό, πολιτικό και κυρίως ανθρώπινο.
Σε ένα τέτοιο σημείο η παρέμβαση των ΗΠΑ θα ήταν καθοριστική, ανεξαρτήτως της όποιας ρητορείας ορισμένων Ευρωπαίων. Σε εκείνο το σημείο θα μπορούσαν να παρέμβουν και να πιέσουν και τον πρόεδρο της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι να εγκαταλείψει μαξιμαλιστικούς στόχους και να δεχθεί μια «συμβιβαστική λύση».
Ορισμένοι σύμβουλοι του Τζο Μπάιντεν βλέπουν επίσης με ενδιαφέρον και τα σημάδια αμφισβήτησης των ακραίων επιλογών του Πούτιν μέσα στην ίδια τη Ρωσία, από κύκλους που έχουν επιρροή στην κοινωνία και στην οικονομία και θα μπορούσαν σε δεδομένη στιγμή να δημιουργήσουν νέα δεδομένα.
Η φρασεολογία «πόλεμος του Πούτιν» που έχουν υιοθετήσει πολλοί Ευρωπαίοι ηγέτες όπως ο Τζόνσον ή ο Ολαφ Σολτς δεν είναι τυχαία. Όσο περνούν οι μέρες καθίσταται σαφές ότι ο Ρώσος πρόεδρος έχει μπει προσωπικά στο στόχαστρο, σε μια προσπάθεια να σταλεί ένα μήνυμα «στήριξης» σε δυνάμεις που μπορεί να διαφωνούν μαζί του, αλλά ως τώρα δεν έχουν τολμήσει να το εκφράσουν δημοσίως. Αυτό άλλωστε επιδιώκεται και με τις κυρώσεις εναντίον γνωστών Ρώσων αθλητών, μουσικών, καλλιτεχνών και γενικώς δημόσιων προσώπων. Κάτι που ενισχύει βεβαίως την ανασφάλεια του ίδιου του Ρώσου προέδρου, όπως έχουν επισημάνει οι υπηρεσίες πληροφοριών.
Μπορούν οι «ανήσυχοι» ολιγάρχες να σταματήσουν την επίθεση του Πούτιν;
Διεθνείς οίκοι: Οι επιπτώσεις του ρωσο-ουκρανικού πολέμου σε οικονομία- αγορές
Τουλάχιστον 660.000 πρόσφυγες εγκατέλειψαν την Ουκρανία, ένα εκατ. οι εκτοπισμένοι