Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν περισσότερους περιορισμούς στην πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό από ό,τι οι ομοειδείς τους στις άλλες χώρες της Ευρωζώνης, αναγνώρισε πριν λίγες μέρες η Κριστίν Λαγκάρντ, απαντώντας σε ερώτηση του ευρωβουλευτή ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρη Παπαδημούλη.
Δεν είπε κάτι που δεν ξέρουν ήδη οι Ελληνες μικρομεσαίοι. Αλλά όταν το ακούς από την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αποκτά άλλη βαρύτητα. Ιδιαίτερα όταν συνδέεται με ένα κραυγαλέο εύρημα της ίδιας της ΕΚΤ: στην τελευταία έρευνα που έκαναν για την πρόσβαση των μικρομεσαίων της Ευρωζώνης στον τραπεζικό δανεισμό, τον περασμένο Οκτώβριο, οι ερευνητές της ΕΚΤ βρήκαν ότι το 21% των μικρών επιχειρήσεων στην Ελλάδα δηλώνει αυξημένα εμπόδια στον δανεισμό, έναντι 7% του μέσου όρο της Ευρωζώνης. Κι αυτό τη στιγμή που το 40% των ΜμΕ στην Ελλάδα αναφέρει τεράστια ανάγκη για πιστώσεις, έναντι μόλις 6% που είναι ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη.
Η Τράπεζα της Ελλάδος, στα στοιχεία που συλλέγει για τον δανεισμό προς τις επιχειρήσεις (στο σύστημα Anacredit), κάνει ακόμη πιο δυσοίωνη την εικόνα για τις περίπου 400.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις της χώρας. Από αυτές, το 75% δεν θεωρείται αξιόχρεο από τις τράπεζες, είτε γιατί είναι ήδη βεβαρημένες με κόκκινα δάνεια, είτε γιατί δεν θεωρούνται βιώσιμες. Και από όσες βρίσκουν το… θάρρος να υποβάλουν σε ένα τραπεζικό κατάστημα αίτηση δανεισμού, το 60% απορρίπτονται λόγω χαμηλής πιστοληπτικής αξιολόγησης. Ένα 30% των αιτήσεων επιπλέον απορρίπτεται λόγω ζημιών, λόγω τζίρου που δεν «κουμπώνει» με το δάνειο που ζητείται ή λόγω μη βιώσιμου επιχειρηματικού σχεδίου. Το αποτέλεσμα είναι, τουλάχιστον με βάση τα στοιχεία του 2020 που έχει διαθέσιμα η ΤτΕ, ότι περίπου 700 μεγάλες επιχειρήσεις απορροφούν το 35%-40% των επιχειρηματικών δανείων, ενώ περίπου 60.000 μικρομεσαίοι που κατάφεραννα φτάσουν στο γκισέ μοιράζονται το υπόλοιπο του δανεισμού (περίπου 42 δισ. ευρώ στα τέλη του 2020). Αν και στα στοιχεία αυτά περιλαμβάνονται και δάνεια των προηγούμενων δεκαετιών (άρα και πολλά κόκκινα), έχουν σημασία οι κολοσσιαίες διαφορές: ο μέσος δανεισμός των μεγάλων επιχειρήσεων ανέρχεται στα 35 εκατ. ευρώ, έναντι 600.000 που είναι η μέση οφειλή των μικρομεσαίων.
Τα στοιχεία αυτά έχουν τη σημασία τους στη συγκυρία αυτή. Γιατί προδιαγράφουν τι θα συμβεί με τα δάνεια ύψους 12,7 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας που, καλώς εχόντων των πραγμάτων, από τον ερχόμενο Απρίλιο θα αρχίσουν να ρέουν προς την αγορά.
Οκτώ τράπεζες που έχουν ήδη υπογράψει σχετικές συμφωνίες με το υπουργείο Οικονομικών (Εθνική, Eurobank, AlphaBank, Πειραιώς, Optima, Παγκρήτια και οι διεθνείς Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης), έχουν ήδη διαθέσιμα 1,57 δισ. από το Ταμείο Ανάκαμψης και έχουν δημοσιεύσει τις προσκλήσεις ενδιαφέροντος για την υποβολή επενδυτικών σχεδίων προς δανεισμό. Η ανάγνωση και μόνο των προσκλήσεων που καθορίζουν τη διαδικασία και τις προδιαγραφές των επενδυτικών σχεδίων που θα υποβάλλονται προς χρηματοδότηση είναι ήδη το πρώτο στοιχείο αποκλεισμού των μικρών επιχειρήσεων. Είναι αδύνατο να τα υποβάλουν χωρίς τεχνική και ακριβά αμειβόμενη βοήθεια, προκειμένου να αποφύγουν τους κόφτες.
Εμπόδιο στον δανεισμό των μικρομεσαίων μπορεί επίσης να θεωρηθεί το γεγονός ότι κάθε επενδυτικό σχέδιο πρέπει να ακουμπά σε τουλάχιστον ένα από τους 5 άξονες χρηματοδότησης: πράσινη μετάβαση, ψηφιακός μετασχηματισμός, καινοτομία, εξωστρέφεια, οικονομίες κλίμακας- εξαγορές/συγχωνεύσεις. Από αυτούς τους άξονες μεγαλύτερες πιθανότητες χρηματοδοτικής ενθάρρυνσης των μικρομεσαίων από τις τράπεζες έχει ο τελευταίος. Όχι μόνο γιατί για κάποιες επιχειρήσεις είναι μοναδικός όρος επιβίωσης, αλλά γιατί για κάποιες άλλες, τις πιο επιθετικές, είναι ευκαιρία γιγάντωσης. Μια τυπικά «μεσαία» επιχείρηση 250 εργαζομένων (μεγάλη για τα ελληνικά δεδομένα) απορροφώντας μερικές μικρότερες ομοειδείς- και δη με χρηματοδότηση ακόμη και θέσεων εργασίας αν αφορούν το αντικείμενο του δανεισμού, όπως ορίζει ο κανονισμός του Ταμείου- αυτομάτως αλλάζει «πίστα», αλλά και τρόπο που τη βλέπουν οι τράπεζες.
Κόφτης για την πρόσβαση των μικρομεσαίων στα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης μπορεί να θεωρηθεί και η απαίτηση για ελάχιστη ίδια συμμετοχή 20% στο υπό χρηματοδότηση επιχειρηματικό σχέδιο (με το 50% να προέρχεται από το Ταμείο και το άλλο 30% να είναι δάνειο από την τράπεζα). Αν και φαίνεται δίκαιο να βάλουν το χέρι στην τσέπη, είναι δεδομένο ότι πολλές μικρές επιχειρήσεις δεν θα έχουν διαθέσιμα ούτε αυτά τα κεφάλαια, που είναι προϋπόθεση για οποιαδήποτε εκταμίευση.
Ωστόσο, το κυριότερο εμπόδιο στην πρόσβαση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στα δάνεια του Ταμείου θα αποδειχθούν οι ίδιες οι τράπεζες που θα τα διαχειριστούν από αρχής μέχρι τέλους. Και όχι απαραίτητα από… απέχθεια προς τις ΜμΕ. Αλλά γιατί, ενώ τους ανατίθεται δημόσια εξουσία (εκπροσωπούν το Δημόσιο κατά τη σύναψη του δανείου με κάθε επιχείρηση), το βασικό κριτήριο που θα χρησιμοποιούν για την έγκριση ενός επενδυτικού σχεδίου θα είναι «ο έλεγχος πιστοληπτικής ικανότητας και βιωσιμότητας» της επιχείρησης. Και αυτό ανεξάρτητα από το τι θα πει για το επενδυτικό σχέδιο ο «ανεξάρτητος αξιολογητής» που θα ελέγχει την τεχνική επάρκειά του ή η «Ειδική Υπηρεσία Συντονισμού του Ταμείου Ανάκαμψης» (υπό τον Θ. Σκυλακάκη) που θα περιορίζεται σε μια αρχειοθέτηση αιτημάτων.
Πρακτικά, οι τράπεζες, έχοντας μπροστά τους τον «Τειρεσία», αλλά και πλήρη πρόσβαση στο τραπεζικό «βιογραφικό» κάθε επιχείρησης και σε όλο το χρεωστικό προφίλ της, ξεσκονίζοντας ισολογισμούς και ξεσκαρτάροντας τις ζημιογόνες και όσες κρίνονται μη βιώσιμες, αποκτούν εξουσία ζωής και θανάτου πάνω στην παραγωγική και επιχειρηματική βάση της χώρας. Δεν υπάρχει καμιά δέσμευση από την κυβέρνηση προς τις τράπεζες να μην επαναλάβουν και στα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης τα τεράστια ποσοστά απόρριψης αιτημάτων δανεισμού που προαναφέραμε. Καθώς μάλιστα ο κανονισμός του Ταμείου ενθαρρύνει παράλληλες χρηματοδοτήσεις από άλλες μορφές κρατικής ενίσχυσης (επιδοτήσεις του ΤΑΑ, ΕΣΠΑ, κίνητρα Αναπτυξιακού Νόμου), αλλά και κοινοπρακτικά δάνεια με άλλες τράπεζες, είναι προφανές ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις, με την οριζόντια πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα, θα σαρώσουν το μεγαλύτερο μέρος των πόρων.
Κι είναι κρίμα. Όχι μόνο γιατί πάνω από τις μισές επιχειρήσεις σε όλους τους κλάδους δηλώνουν πρόθυμες να υποβάλουν επενδυτικά σχέδια (έρευνα της Εθνικής Τράπεζας). Αλλά και γιατί έπειτα από δυο χρόνια πανδημίας και δέκα χρόνια τραπεζικού αποκλεισμού ανοίγει μια μεγάλη πόρτα χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας. Κατά τα φαινόμενα θα την περάσουν λίγοι και ψιλογνωστοί.
Deutsche Bank: «Καμπανάκια» για «φαντάσματα του παρελθόντος» στις ελληνικές τράπεζες