Η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Τραπεζών υποστηρίζει ότι οι χρηματοπιστωτικοί όμιλοι στην περιοχή δεν θα είναι σε θέση να ανταγωνιστούν τις τράπεζες στις ΗΠΑ, εάν οι ρυθμιστικές αρχές συνεχίσουν να συσσωρεύουν κανόνες ESG που η Wall Street εξακολουθεί να αγνοεί.
Η προειδοποίηση από το κύριο τραπεζικό λόμπι της ένωσης έρχεται καθώς η ΕΚΤ ασκεί πίεση στις τράπεζες για να συμπεριλάβουν περιβαλλοντικούς, κοινωνικούς και κινδύνους διακυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων των προβλέψεων για επισφάλειες, σηματοδοτώντας ένα νέο όριο στα πρότυπα αναφοράς ESG.
Η ΕΚΤ αναζητά στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι τράπεζες μπορούν να αντιμετωπίσουν ζημίες που προκύπτουν από αυτό που αποκαλεί «αναδυόμενους κινδύνους», στους οποίους περιλαμβάνονται οι εκπομπές άνθρακα των πελατών και το αυξανόμενο κόστος που σχετίζεται με την κατανάλωση φυσικών πόρων. Η άσκηση λαμβάνει χώρα μετά από μια αναθεώρηση του 2023 που κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συντριπτική πλειοψηφία των τραπεζών στην περιοχή είναι απροετοίμαστη.
Πρόκειται για το πιο πρόσφατο σημάδι ότι οι ρυθμιστικές αρχές στην Ευρώπη κινούνται σε διαφορετική τροχιά από τους ομολόγους τους στις ΗΠΑ. Στην ΕΕ, οι τράπεζες αντιμετωπίζουν πλέον κεφαλαιακές απαιτήσεις προσαρμοσμένες στο ESG, περισσότερους κανόνες δημοσιοποίησης και την πιθανότητα κεφαλαιακού αποθέματος προστασίας του κλίματος, τα οποία οι ρυθμιστικές αρχές λένε ότι θα εξοπλίσουν τελικά τον κλάδο για να αντιμετωπίσει τους μελλοντικούς κινδύνους. Από την άλλη, στις ΗΠΑ, οι προγραμματισμένοι κανόνες και κατευθυντήριες γραμμές αναιρούνται από τις αντιρρήσεις των Ρεπουμπλικανών σε όλα τα μοντέλα ESG.
Η Denisa Avermaete, ανώτερη σύμβουλος πολιτικής για τη βιώσιμη χρηματοδότηση στην Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Τραπεζών, λέει ότι τα αποθέματα ασφαλείας ESG είναι προβληματικά επειδή αποτελούν ένα «αποκλειστικά ευρωπαϊκό εργαλείο».
Η ομοσπονδία, που αποτελεί τον οργανισμό-ομπρέλα για τις ευρωπαϊκές τραπεζικές ενώσεις, ανησυχεί ότι οι τράπεζες θα υποχρεωθούν να διαθέσουν χρηματοοικονομικά αποθεματικά για κινδύνους που παραμένουν δύσκολο να ποσοτικοποιηθούν πριν λάβουν σαφείς ρυθμιστικές οδηγίες, δήλωσε η Avermaete. Επομένως, η συνέχιση τέτοιων απαιτήσεων πριν «το πλαίσιο προληπτικής εποπτείας επανεξεταστεί πλήρως για τον κλιματικό κίνδυνο» ανοίγει την πόρτα σε «διπλή καταμέτρηση», πρόσθεσε.
Οι τράπεζες στην Ευρώπη υστερούν ήδη στις αντιλήψεις των επενδυτών έναντι των ΗΠΑ. Η JPMorgan Chase & Co, η μεγαλύτερη τράπεζα της Wall Street, έχει χρηματιστηριακή αξία 1,9 φορές την αξία των περιουσιακών στοιχείων στα βιβλία της, σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg. Η τιμολόγηση της αγοράς δείχνει ότι οι επενδυτές πιστεύουν πως η Morgan Stanley αξίζει 1,7 φορές τη λογιστική της αξία. Από την άλλη, η BNP Paribas, η μεγαλύτερη τράπεζα της ΕΕ, έχει αποτίμηση τιμής προς λογιστική αξία 0,7, που σημαίνει ότι οι επενδυτές πιστεύουν ότι στην πραγματικότητα αξίζει λιγότερο από την αξία των περιουσιακών της στοιχείων. Η αντίστοιχη αναλογία της Deutsche Bank είναι ακόμη χαμηλότερη, μόλις στο 0,5.
Ενώ οι τιμές των μετοχών των ευρωπαϊκών τραπεζών έχουν αυξηθεί τους τελευταίους έξι μήνες, οι αποτιμήσεις τους εξακολουθούν να υπολείπονται των αμερικανικών, δήλωσε ο Philip Richards, ανώτερος τραπεζικός αναλυτής στο Bloomberg Intelligence στο Λονδίνο. Και «φαίνεται απίθανη η κάλυψη της διαφοράς χωρίς μια βιώσιμη αύξηση της κερδοφορίας στην Ευρώπη», είπε.
Ο βαθμός στον οποίο θα συμβεί αυτό εξαρτάται εν μέρει από τους «ρυθμιστικούς κινδύνους», είπε ο Richards.
Η ΕΚΤ αναφέρει ότι οι προσπάθειές της είναι να διασφαλίσει ότι οι τράπεζες είναι προετοιμασμένες για νέους κινδύνους.
Μιλώντας σε συνέδριο τον Φεβρουάριο, η Κλαούντια Μπουχ, επικεφαλής της τραπεζικής εποπτικής αρχής της ΕΚΤ, αναφέρθηκε στην κλιματική αλλαγή ως έναν τομέα που χαρακτηρίζεται από «νέους κινδύνους» οι οποίοι απαιτούν περισσότερη συζήτηση σχετικά με τον τρόπο προσαρμογής των τραπεζών, συμπεριλαμβανομένων των ειδών «συστημάτων πληροφοριών» που χρειάζονται για να ανταπεξέλθουν. «Και αυτοί είναι στην πραγματικότητα τομείς όπου όντως βρίσκουμε ελλείψεις, όχι μόνο όσον αφορά το κλίμα», είπε.
Ορισμένες τράπεζες στην Ευρώπη έχουν ήδη αρχίσει να κάνουν προβλέψεις για επισφάλειες από για περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς κινδύνους. Η Rabobank, η οποία εδρεύει στην Ολλανδία, δήλωσε το Μάρτιο ότι έγινε πρωτοπόρος στον κλάδο όταν ενσωμάτωσε 13,6 εκατομμύρια ευρώ (14,6 εκατομμύρια δολάρια) σε προβλέψεις ESG για το 2023. Η τράπεζα εξήγησε ότι τα εν λόγω κεφάλαια υποτίθεται ότι καλύπτουν πιθανά χρόνια κλιματικά φαινόμενα, όπως μελλοντικές πλημμύρες και ξηρασίες.
Η ΕΚΤ έχει γίνει ολοένα και πιο ενεργή στις προσπάθειές της να πείσει τους δανειστές να αντιμετωπίζουν τους κινδύνους ESG – ιδιαίτερα την κλιματική αλλαγή – ως οικονομικά σημαντικούς. Η κεντρική τράπεζα διεξήγαγε τεστ αντοχής για το κλίμα και μάλιστα απείλησε ορισμένους πιστωτικούς ομίλους με πρόστιμα επειδή δεν έλαβαν στα σοβαρά τους κινδύνους ESG.
Μελέτη του 2023 από την ΕΚΤ διαπίστωσε ότι σχεδόν τα τρία τέταρτα των χαρτοφυλακίων εταιρικών δανείων των ευρωπαϊκών τραπεζών εκτίθενται σε κινδύνους που σχετίζονται με το περιβάλλον. Και το μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου της ΕΚΤ, Φρανκ Έλντερσον, έχει δηλώσει ότι αυτός και οι συνάδελφοί του «θα συνεχίσουν να επιμένουν ότι οι τράπεζες διαχειρίζονται ενεργά τους κινδύνους» που σχετίζονται με την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Τα σχόλια του Έλντερσον συνόδευαν μια έκθεση στην οποία η ΕΚΤ ανέφερε ότι περίπου το 90% των τραπεζών της Ευρωζώνης είναι «κακώς ευθυγραμμισμένες» με τον διεθνή στόχο περιορισμού της υπερθέρμανσης του πλανήτη στους 1,5 βαθμούς Κελσίου, μια αναλογία που η ίδια η ΕΚΤ χαρακτήρισε «εντυπωσιακή». Η έκθεση έχει προκαλέσει ανησυχία σε πολλούς στον χρηματοπιστωτικό κλάδο που πιστεύουν ότι η ΕΚΤ υπερβαίνει την εντολή της.
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού ωστόσο, η Federal Reserve παρενέβη για να διασφαλίσει ότι ο κλιματικός κίνδυνος παίζει περιορισμένο ρόλο στους παγκόσμιους τραπεζικούς κανονισμούς. Ο πρόεδρος Τζερόμ Πάουελ έχει επανειλημμένα καταστήσει σαφές ότι η Fed δεν είναι «χορηγός πολιτικής για το κλίμα». Οι τράπεζες θα έχουν την ευκαιρία να παράσχουν επίσημη ανατροφοδότηση σχετικά με ένα βασικό στοιχείο των προσπαθειών της ΕΕ να επιβάλει αυστηρότερους κανονισμούς ESG. Ο κλάδος έχει προθεσμία έως τις 18 Απριλίου για να ανταποκριθεί σε μια διαβούλευση που ξεκίνησε η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών σχετικά με τον τρόπο διαχείρισης των περιβαλλοντικών και κοινωνικών κινδύνων από τις τράπεζες, συμπεριλαμβανομένου του υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων.