Την επέκταση και το 2024 της επιστροφής του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης για το αγροτικό πετρέλαιο, ύψους 82 εκατ. ευρώ, ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στο πλαίσιο της “Ώρας του Πρωθυπουργού”, απαντώντας στην Ολομέλεια της Βουλής σε επίκαιρη ερώτηση του προέδρου της Κοινοβουλευτικής Ομάδας «Νέα Αριστερά» Αλέξη Χαρίτση.
«Σε συνεννόηση με το υπουργείο Οικονομικών και καθώς η οικονομία μας πηγαίνει καλά, η επιστροφή του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο πετρέλαιο θα επεκταθεί και το 2024, άλλα 82 εκατομμύρια ευρώ, δηλαδή» είπε χαρακτηριστικά ο πρωθυπουργός.
Παράλληλα, ανακοίνωσε η ΔΕΗ θα προσφέρει πρόσθετη έκπτωση στο αγροτικό ρεύμα 10%, από τον Μάιο έως και Σεπτέμβριο, τους μήνες της υψηλών καταναλώσεων, αλλά πρόγραμμα φωτοβολταϊκά στο χωράφι ύψους 30 εκατ. ευρώ για νέους αγρότες.
Επίσης τόνισε ότι θα προχωρήσει ρύθμιση των χρεών προς τη ΔΕΗ των Τοπικών και Γενικών Οργανισμών Εγγείων Βελτιώσεων (ΤΟΕΒ, ΓΟΕΒ), που φτάνουν σήμερα τα 87 εκατ. ευρώ. Στην Θεσσαλία οι ΟΕΒ θα καταργηθούν και θα ενταχθούν οι σχετικές δραστηριότητες στον νέο Οργανισμό Υδάτων Θεσσαλίας με το κράτος να αναλαμβάνει το 75% του χρέους των ΟΕΒ της Θεσσαλίας (8 εκατ. ευρώ). Στην υπόλοιπη Ελλάδα τα υπόλοιπα (76 εκατ.) χρέη θα ρυθμιστούν με δεκαετή εξόφληση και μηδενικό επιτόκιο το οποίο θα επιδοτηθεί από το κράτος.
«Από την πλευρά της η κυβέρνηση δείχνει με κάθε τρόπο το ενδιαφέρον για τους αγρότες και τους κτηνοτρόφους αλλά και με ειδικές πρωτοβουλίες όπως η χθεσινή δέσμευση του υπουργού που απαντά σε ένα βασικό αίτημα» είπε στη συνέχεια ο πρωθυπουργός και συμπλήρωσε: «Τον Απρίλιο ο ΟΠΕΚΕΠΕ θα καταβάλει το σύνολο των ενισχύσεων που δικαιούνται οι παραγωγοί κάτι που σημαίνει ότι το αγροτικό εισόδημα θα ενισχυθεί με 750 εκατ. ευρώ ζεστό χρήμα».
«Δώσαμε 1,1 δισ. σε αγροτικές αποζημιώσεις και από αυτά τα μισά προέρχονται από τις εισφορές των αγροτών και το άλλο μισό από το υστέρημα των πολιτών. Έχουμε δυνατότητα να κάνουμε σοβαρή στήριξη του πρωτογενούς τομέα επειδή η οικονομία παράγει διατηρήσιμα πρωτογενή πλεονάσματα» τόνισε στην ομιλία του στη Βουλή ο πρωθυπουργός.
Τα βασικά σημεία της ομιλίας του Κ. Μητσοτάκη
-H αναγέννηση της Θεσσαλίας ξεπερνά τα όρια της κυβέρνησης, απαιτεί συντονισμό, χρόνο, πόρους και συνέπεια. Μιλάμε για μια κατάσταση που ήταν πρωτόγνωρη. Η πλημμύρα ως προς τον όγκο έχει καταγραφεί ως μια από τις χειρότερες στην ιστορία της Ευρώπης
–Δύο οι προτεραιότητες: να στηρίξουμε τους Θεσσαλούς και παράλληλα να ανακατασκευάσουμε με τρόπο σύγχρονο τις υποδομές, που διέλυσε η ορμή του νερού. Θα ξεπεράσει τα 3,3 δισ. ευρώ, σε βάθος 4ετίας.
-Οι αποζημιώσεις έχουν τις δικές τους ιδιαιτερότητες θα φθάσουν το 1 δισ. ευρώ. Η πρώτη αρωγή έχει χορηγήσει 148 εκατ. σε 43.000 αγρότες και επιχειρήσεις, άλλα 20 εκατ. έχουν δοθεί ως προκαταβολές σε επιχειρήσεις
– Τα σχολεία θα έχουν αποκατασταθεί μέχρι την έναρξη της επόμενης σχολικής χρονιάς με δωρεά των Ελλήνων εφοπλιστών, σε καλύτερη κατάσταση από ό,τι πριν την θεομηνία του Daniel.
– Από τα 3,3 δισ. για την ανάταξη της Θεσσαλίας, 500 εκατ. θα προέλθουν από το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων και 500 εκατ. ευρώ από το ταμείο Ανάκαμψης
– Θα ταράξει τα νερά της στασιμότητας ο νέος φορέας διαχείρισης υδάτων. Κάποιοι θα ξεβολευτούν αλλά είναι μια σωστή μεταρρυθμιστική πρωτοβουλία. Μέχρι το τέλος του μήνα θα παραδοθεί το πόρισμα για την ανάταξη της περιοχής.
– Κρατείστε τρία συμπεράσματα: βρεθήκαμε αντιμέτωποι με μια πρωτοφανή θεομηνία που απαίτησε από την πολιτεία να κινηθεί με πιο γρήγορους ρυθμούς. Θα μπορούσαμε να πάμε ακόμα καλύτερα αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υποτιμηθεί η έκταση του φαινομένου και η συνθετότητά του. Παράλληλα δρομολογήθηκαν λύσεις για την κλιματική κρίση και τρίτον απαιτείται διαρκή παρακολούθηση και έλεγχος.
-Σε συνεννόηση με ΥΠΟΙΚ, κι επειδή η οικονομία μας πάει καλά, η επιστροφή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης για το αγροτικό πετρέλαιο θα επεκταθεί και το 2024, ύψους 82 εκατ. ευρώ.
–1,1 δισ. δώσαμε σε αγροτικές αποζημιώσεις και από αυτά τα μισά προέρχονται από τις εισφορές των αγροτών και το άλλο μισό από το υστέρημα των πολιτών. Έχουμε δυνατότητα να κάνουμε σοβαρή στήριξης του πρωτογενούς τομέα επειδή η οικονομία παράγει πρωτογενή πλεονάσματα