Αφορμή για να διατυπώσω τις παρακάτω σκέψεις στάθηκαν οι πρόσφατες δηλώσεις του Κένεθ Ρόγκοφ, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, πρώην οικονομολόγου της Fed και του ΔΝΤ, στην τηλεόραση του Bloomberg αναφορικά με το στόχο του πληθωρισμού στις ΗΠΑ : “Στο τέλος της ημέρας, θα έπρεπε να έχουν θέσει ως στόχο το 3% και όχι το 2%….». Είναι γνωστό ότι οι μεγάλες Κεντρικές Τράπεζες , αλλά και μεγάλος αριθμός των υπολοίπων έχουν θέσει εδώ και τουλάχιστον 30 χρόνια ως στόχο του πληθωρισμού το 2,0%. Ανεξαρτήτως αν είναι σωστή ή όχι η άποψη του Κένεθ Ρόγκοφ, το βασικό ερώτημα είναι πως προέκυψε αυτό το μέγεθος του 2,0% και ποια είναι η θεωρητική του θεμελίωση. Αυτό θα επιχειρήσω να διερευνήσω στη συνέχεια. Φυσικά όλα συμβαίνουν στις ΗΠΑ τη μέγιστη οικονομική δύναμη του καπιταλισμού και κυρίαρχη στις θεωρητικές επεξεργασίες της οικονομίας τουλάχιστον μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η σταθεροποίηση του πληθωρισμού, στις ΗΠΑ, μετά την μεγάλη αύξησή του τη δεκαετία του 1970 και τις αρχές του 1980, υπό τον Paul Volcker, πραγματοποιήθηκε με την εφαρμογή πολύ στενής νομισματικής πολιτικής και μείωσης των μισθών. Η πολιτική αυτή είχε εφαρμοστεί από το ΔΝΤ πριν τριάντα χρόνια στις αναπτυσσόμενες χώρες. Το κόστος της πολιτικής αυτής ήταν η συνεχής μείωση του ποσοστού εργασίας στο ΑΕΠ στην αμερικανική οικονομία. Παράλληλα ήταν η αρχή μιας περιόδου (περίπου τριάντα χρόνων) χαμηλών επιτοκίων τα οποία αποτέλεσαν τη βάση στήριξης των υψηλών τιμών των στοιχείων ενεργητικού (του real estate και των μετοχών των εταιριών). Η Wall Street βοηθήθηκε τα μέγιστα από τα χαμηλά επιτόκια και τον χαμηλό πληθωρισμό. Συγχρόνως όμως αυξήθηκαν στο έπακρο οι ανισότητες στην κατανομή του εισοδήματος μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας θυμίζοντας έντονα την αντίστοιχη κατανομή του εισοδήματος των αρχών του περασμένου αιώνα.
Για τη μελέτη του πληθωρισμού, οι οικονομολόγοι, στις περισσότερες περιπτώσεις, ακολουθούν μια ψευδεπίγραφη διαδικασία που περιλαμβάνει τις πληθωριστικές προσδοκίες και μια λανθασμένη μορφή της καμπύλης Phillips(1).
Ερμηνεύοντας τον Wicksell (2), ο Friedman (3)περιγράφει μια οικονομία σε αρχική ισορροπία με ρυθμό πληθωρισμού μισθών και τιμών ίσο με το μηδέν. Μια αύξηση της προσφοράς χρήματος πάνω από το ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ, αυξάνει με τη σειρά της το «πραγματικό ισοζύγιο» της οικονομίας (δηλαδή το Μ/P). Υποτίθεται ότι το επιτόκιο θα πέσει λόγω του «πραγματικού αποτελέσματος», αυξάνοντας τη ζήτηση. Ο πληθωρισμός αυξάνει γρήγορα για να αποκαταστήσει την ισορροπία στην αγορά αγαθών.
Οι πληθωριστικές προσδοκίες (4) εισέρχονται στη σκηνή διότι στην αγορά εργασίας, οι εργαζόμενοι υποτίθεται παρουσιάζουν μια αργή προσαρμογή στις προσδοκώμενες τιμές. Αυτοί προσφέρουν εργασία σύμφωνα με το λόγο του μισθού προς τις προσδοκίες. Οι επιχειρηματίες προσλαμβάνουν σύμφωνα με το λόγο του μισθού προς το παρατηρούμενο επίπεδο τιμών. Ο προσδοκώμενος, με χρονική υστέρηση, πραγματικός μισθός των εργαζομένων υπερβαίνει τον παρατηρούμενο από τον επιχειρηματία πραγματικό μισθό έτσι η προσφορά εργασίας και η απασχόληση αυξάνουν. Η προσδοκώμενη τιμή στρέφει προς τα πάνω καθώς το σύστημα συγκλίνει στο αρχικό επίπεδο του προϊόντος και του πραγματικού μισθού με υψηλότερο επίπεδο τιμών και ονομαστικού μισθού, μεγεθυνόμενο με γρηγορότερο ρυθμό πληθωρισμού (5).
Πενήντα χρόνια αργότερα, είναι εύκολο να κατανοηθεί γιατί αυτός ο μηχανισμός δημιουργεί μια σύγχυση. Ο μόνος τρόπος για να δημιουργηθεί μια πληθωριστική διαδικασία είναι η επιταχυνόμενη μεγέθυνση της προσφοράς χρήματος σε ένα παραδοσιακό μονεταριστικό πλαίσιο. Η θέση του Friedman ότι « ο πληθωρισμός είναι πάντοτε και παντού ένα νομισματικό φαινόμενο» είναι το αποτέλεσμα της μεγάλης εκτύπωσης χρήματος για πολύ μικρή μεγέθυνση του εισοδήματος. Ανεξαρτήτως της ασήμαντης αυτής θέσης , ο Friedman πήρε το βραβείο Νόμπελ το 1976.
Σύμφωνα με τα εμπειρικά στοιχεία η δυναμική του υποδείγματος είναι λάθος: ο ονομαστικός μισθός και το μερίδιο της εργασίας, υπολογιζόμενα χρησιμοποιώντας το επίπεδο τιμών, αυξάνουν, καθώς η οικονομία επεκτείνεται, και μετά μένουν πίσω, ακριβώς το αντίθετο από αυτό που υποστηρίζει ο Friedman.
Όμως ο Friedman κατάφερε να πείσει την ακαδημαϊκή κοινότητα των οικονομολόγων και τους Κεντρικούς Τραπεζίτες ότι πρέπει να επικεντρωθούν στον αναμενόμενο πληθωρισμό δεδομένου ότι αποτελεί τη μεταβλητή κλειδί. Τουλάχιστον, ήταν καθαρό γι’ αυτόν, ότι η χρονική υστέρηση των προσδοκιών για τις αλλαγές των τιμών αφορά (υιοθετείται) κάποιους εργαζόμενους που δεν σκέφτονται σωστά. Στην πράξη όμως, αυτό επεκτάθηκε σε όλους τους ενεργούντες που συμμετέχουν στην οικονομική διαδικασία, οι οποίοι, στο τυπικό θεωρητικό υπόδειγμα εκλαμβάνονται ως έχοντες ταυτόσημη συμπεριφορά (δηλαδή ως όμοιοι).
Ο Lucas (6) πραγματοποίησε το επόμενο βήμα υποστηρίζοντας ότι όλοι αυτοί οι αντιπροσωπευτικοί ενεργούντες αντιδρούν άμεσα σε κάθε νέα είδηση αναφορικά με τα σοκ και τη νομισματική πολιτική, υποθέτοντας ότι με αυτό τον τρόπο είναι δυνατή η μείωση του πληθωρισμού με ελάχιστες ή καθόλου απώλειες στην απασχόληση και στο ΑΕΠ. Ένα «φυσικό ποσοστό ανεργίας (απασχόλησης)» εισήλθε στο υπόδειγμα. Η ακραία υπόθεση του φυσικού ποσοστού με βάση το οποίο η πάταξη του πληθωρισμού ήταν χωρίς κόστος, γρήγορα κατέρρευσε μετά το σοκ της πολιτικής Volcker.
Η εμπειρία των ΗΠΑ, της μείωσης του πληθωρισμού μέσω της συστολής της προσφοράς χρήματος συν την καταστολή των μισθών, υπό την διοίκηση του Volcker στην Fed, δεν ήταν χωρίς κόστος. Έτσι από το 1982 εγκαταλείφθηκε ο στόχος της πλήρους απασχόλησης ενώ συνεχίστηκε η συζήτηση για τις προσδοκίες. Η αποτυχία της χρησιμοποίησης της προσφοράς χρήματος ως μέσον άσκησης της νομισματικής πολιτικής επανέφερε τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια και τη θέση του «φυσικού ποσοστού απασχόλησης ή ανεργίας» κατέλαβε το «φυσικό επιτόκιο».
Η εύλογη ερώτηση ήταν: πως θα καθορίζεται το βραχυπρόθεσμο επιτόκιο της Fed; Χρησιμοποιήθηκε το ποσοστό ανεργίας με βάση τη «διορθωμένη καμπύλη Phillips» από τους Samuelson-Solow (7). Τα επιτόκια καθορίζονταν ανάλογα με το αν το ποσοστό ανεργίας κινούνταν πάνω ή κάτω από ένα όριο. Οι δομικές αλλαγές στην οικονομία των ΗΠΑ, όμως, προκαλούσαν συνεχείς μεταβολές στο «ποσοστό ισορροπίας της ανεργίας», γεγονός που δεν επέτρεπε να χρησιμοποιηθεί ως σταθερός στόχος. Αναζητήθηκε ένας καλύτερος στόχος. Και κατέληξαν να χρησιμοποιηθεί ως στόχος ο ίδιος ο πληθωρισμός. Το ύψος του επιτοκίου καθορίζονταν σύμφωνα με την απόκλιση του προσδοκώμενου πληθωρισμού από ένα δεδομένο στόχο του ίδιου του πληθωρισμού!!! Ξεκίνησε από την ΚΤ της Ν. Ζηλανδίας το 1989,όταν ο πληθωρισμός έτρεχε με ρυθμό 20,0% και γρήγορα υιοθετήθηκε από όλες τις ΚΤ.
Το Φεβρουάριο του 1989, ο τότε Διοικητής της Fed, Alan Greenspan, διαβεβαίωσε ότι, « Κανείς δεν μπορεί να πει με ακρίβεια ποιο είναι το ακριβές επίπεδο χρησιμοποίησης των πόρων που καθορίζει την γραμμή η οποία διαχωρίζει την επιτάχυνση ή την επιβράδυνση των τιμών».
Στις αρχές του 2000 η Fed ανακοίνωσε τον επίσημο στόχο πληθωρισμού στο 2,0% ετησίως, τον οποίο έπρεπε καθένας να επιτύχει. Ο προσδοκώμενος πληθωρισμός κατέστη ο στόχος του πληθωρισμού!!!! Πίσω από την αλλαγή της ορολογίας ζει το φάντασμα των Friedman και Lucas.
Σημειώσεις:
Η πολύ δύσκολη κατάσταση στα νοσοκομεία της Αττικής και η ευρεία διασπορά του κοροναϊού σε…
Η κυβέρνηση της Αυστραλίας και το Facebook βρήκαν κοινό έδαφος για την πληρωμή ειδησεογραφικού περιεχομένου…
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Τόκιο αρχίζουν κι επίσημα το μεσημέρι της Παρασκευής (23/07) με την…
Πριν την πανδημία, 1 στους 6 Ευρωπαίους πολίτες υπέφεραν από ψυχικές διαταραχές, αλλά αφέθηκαν με…
Στη φυλακή οδηγείται ο 30χρονος κατηγορούμενος για την ανθρωποκτονία της 26χρονης συντρόφου του Γαρυφαλλιάς Ψαρράκου,…
Και πάλι στις 3 πρώτες θέσεις μεταξύ των 27 κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης βρίσκεται…